της Susan Antilla στο The Intercept, σε συνεργασία με το The Investigative Fund

Για τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στη WallStreet, η υπόθεση της Κάθλιν Μέρι Ο’ Μπρίεν ήταν ένας οιωνός.

Το 1988, η Ο’ Μπρίεν, χρηματίστρια τότε της Dean Witter Reynolds, έκανε την πρώτη μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση που μπορούσαμε να βρούμε σε μια δημόσια βάση δεδομένων της Κανονιστικής Αρχής του Χρηματοπιστωτκού Κλάδου (FINRA) , της αυτοδιοικούμενης οργάνωσης της Wall Street, η οποία εποπτεύεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Τον προηγούμενο χρόνο, η Ο’ Μπρίεν είχε ασκήσει αγωγή εναντίον της Dean Witter στο ανώτατο δικαστήριο του Λος Άντζελες, αλλά η χρηματιστηριακή εταιρεία ισχυρίστηκε με επιτυχία ότι ήταν νομικά υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει το απόρρητο όργανο διαιτησίας της Wall Street, έναν προκάτοχο της FINRA, την Εθνική Ένωση των Χρηματιστών. Η απόφαση των διαιτητών στην υπόθεσή της ήταν η ίδια με όλες τις περιπτώσεις παρενόχλησης που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια: Ο ισχυρισμός της αγνοήθηκε. Η επιτροπή, η οποία δεν έδωσε καμία εξήγηση ως προς τον τρόπο με τον οποίο κατέληξε στην απόφαση, την χρέωσε με 3.000 δολάρια για τα δικαστικά τέλη.

Η υπόθεση της Ο’ Μπρίεν είναι μια από τις 98 μηνύσεις για σεξουαλική παρενόχληση ή εχθρικό περιβάλλον εργασίας που έκαναν γυναίκες τα τελευταία 30 χρόνια και που βρήκε το The Intercept και το Investigational Fund στη βάση δεδομένων της FINRA. Η FINRA δεν κατηγοριοποιεί τις περιπτώσεις στη βάση δεδομένων της και έτσι για να κάνουμε τη λίστα μας, ψάξαμε λέξεις και φράσεις όπως «σεξουαλική παρενόχληση», «εχθρικό περιβάλλον», «φύλο», «σεξουαλική» και «παρενοχλήσεις». Η ανάλυσή μας βασίζεται στις διαιτητικές αποφάσεις της FINRA, στα αρχεία της FINRA για τους χρηματιστές, στις ρυθμιστικές αρχές των πολιτειών και στα δικαστικά αρχεία. Η βάση δεδομένων της FINRA περιλαμβάνει στοιχεία  από τις δύο προηγούμενες οργανώσεις της αρχής – την NASD και το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης – τις οποίες αναφέρουμε εδώ ως υποθέσεις της FINRA. Στις 14 Μαρτίου, απαντώντας σε αίτημα για πληροφορίες σχετικά με περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στη Wall Street, η FINRA έδωσε μια περίληψη των δικαστικών αποφάσεων από τα έτη 2010 έως 2018 στη γερουσιάστρια Ελισάβετ Γουόρεν και δύο άλλους Δημοκρατικούς γερουσιαστές.

Οι δικηγόροι του εργατικού Δικαίου λένε ότι ο αριθμός των περιπτώσεων παρενόχλησης που εντοπίσαμε στη βάση δεδομένων επισκιάζεται από τις αμέτρητες διαμάχες στις οποίες οι γυναίκες υποχώρησαν ήσυχα πριν καν κάνουν την αγωγή, με κίνητρο προσφορές από εργοδότες που επιθυμούν να μην εμφανίζονται παράπονα για αυτούς σε δημόσιους ιστοτόπους. Ούτε η βάση δεδομένων περιλαμβάνει τις πολλές περιπτώσεις που είχαν διευθετηθεί πριν οι δικαστές να έχουν την ευκαιρία να αποφανθούν – περίπου το 60% όλων των υποθέσεων της FINRA τα τελευταία χρόνια. Επίσης, δεν περιλαμβάνονται οι υποθέσεις που επιλύονται από άλλα δικαστήρια, όπως η Αμερικανική Δικαστική Ένωση.

Και επίσης, υπάρχουν πολλές γυναίκες που αποφασίζουν να μην πάρουν καν το ρίσκο να διαμαρτυρηθούν σε πρώτο επίπεδο. «Χρειαζόμαστε τις δουλειές μας», δήλωσε η Στέφανι Μίνιστερ, μια πρώην εργαζόμενη στη Wall Street και πρόεδρος της Boston Securities Traders Association. «Μόνο παράπονα και γκρίνια μπορούμε να έχουμε».

Μεταξύ των 97 υποθέσεων που έλαβαν κάποια διαιτητική απόφαση (μία μήνυση αποσύρθηκε), μόνο 17 γυναίκες έλαβαν αποζημίωση για παρενόχληση ή εχθρικό περιβάλλον εργασίας. Ένας αριθμός υποθέσεων 3,5 φορές μεγαλύτερος απορρίφθηκαν ή έλαβαν αρνητική απόφαση- 60 περιπτώσεις συνολικά. Δεκαοκτώ γυναίκες έλαβαν αποζημίωση, για τις οποίες οι διαιτητές αμφισβήτησαν τις κατηγορίες με βάση το φύλο και έδωσαν αποζημιώσεις για άσχετες κατηγορίες ή δεν κατόρθωσαν να καταστήσουν σαφές το ποιοι από τους διάφορους ισχυρισμούς οδήγησαν στην καταβολή αποζημίωσης. Και σε δύο υποθέσεις οι διαιτητές απλώς συνέστησαν να διαγραφούν οι μειωτικές πληροφορίες από τα αρχεία των γυναικών- πληροφορίες που τα αφεντικά των γυναικών είχαν στα αρχεία τους μόνο αφού αυτές διαμαρτυρήθηκαν για παρενόχληση.

Μερικές μηνύσεις για σεξουαλική παρενόχληση έγιναν και από άνδρες. Μεταξύ των 14 περιπτώσεων που εντοπίσαμε, τέσσερις άνδρες κέρδισαν στις δίκες τους, ένας έλαβε μια αποζημίωση για μια άσχετη διεκδίκηση, οκτώ έχασαν και μια οδήγησε σε διαγραφή των αρχείων. Συνολικά, οι άνδρες είχαν καλύτερα αποτελέσματα από ότι οι γυναίκες, κερδίζοντας στις μηνύσεις για παρενόχληση σε ποσοστό 29 τοις εκατό, σε σύγκριση με το 18 τοις εκατό για τις γυναίκες.

Τα ευρήματα δίνουν μια εικόνα για τις δυσλειτουργίες που μπορεί να προκύψουν όταν ένα ιδιωτικό δικαστικό σύστημα επιχειρεί να διαχειριστεί μια μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας. Όπως και σε άλλα δικαστήρια, στη FINRA όλα είναι απόρρητα. Δεν διαθέτει στο κοινό ή στον Τύπο καταγγελίες, απομαγνητοφωνήσεις ή άλλα νομικά έγγραφα, κάτι που προστατεύει τους μηνυόμενους για παρενόχληση από την έκθεση.

Η αρχή εποπτεύει και αδειοδοτεί τους χρηματιστές, τους διαχειριστές υποκαταστημάτων, τους συνεργάτες, τους ανώτερους υπαλλήλους και τους διευθυντές σε πάνω από 3.700 επιχειρήσεις-μέλη, επιβάλλοντας πρόστιμα και αναστέλλοντας ή διαγράφοντας χρηματιστές, εταιρείες και στελέχη μέσω του τμήματος επιβολής του νόμου. Η επιβολή του νόμου επέβαλε πέρσι στα μέλη της πρόστιμα 73 εκατομμυρίων δολαρίων και διέταξε την πληρωμή επιπλέον 66 εκατομμυρίων δολαρίων για αποζημίωση.

Η FINRA εποπτεύει επί του παρόντος 630.000 χρηματιστές, ένα πλήθος ίσο με τον πληθυσμό του Λας Βέγκας, αλλά εκδικάζει κατά μέσο όρο μόνο τρία περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης ετησίως. Είναι εντυπωσιακό ότι από τις περισσότερες από 55.000 υποθέσεις που εκδικάστηκαν από τη FINRA τα τελευταία 30 χρόνια, μόνο 97 αφορούσαν μηνύσεις σεξουαλικής παρενόχλησης. Η εκπρόσωπος της FINRA, Μισέλ Ονγκ, δήλωσε ότι, κατά μέσο όρο, η αρχή έχει λιγότερες από δέκα υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης ετησίως.

Οι αριθμοί αυτή εγείρουν ένα δύσκολο ερώτημα: Δεδομένου ότι τόσες πολλές γυναίκες στη Wall Street έχουν την υποχρέωση να επιλύσουν τις διαφορές τους μέσω διαιτησίας, γιατί κάνουν τόσο λίγες μηνύσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στη FINRA;

Η FINRA γεννήθηκε με μια τροποποίηση του 1938 στο νόμο περί Συναλλαγών Κινητών Αξιών του 1934, του νόμου που δημιούργησε την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC). Ο νόμος απαιτούσε τη σύσταση εθνικής ένωσης χρεογράφων που θα εποπτεύει τη διαγωγή των μελών της, υπό την επίβλεψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για χρόνια, η Εθνική Ένωση Χρηματιστών (NASD) και το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έπαιζαν το ρόλο αυτό ξεχωριστά. Η ένωσή τους το 2007 δημιούργησε τη FINRA.

Παρόλο που η εξουσία της FINRA, μιας μη κερδοσκοπικής εταιρείας, προέρχεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δεν αποτελεί κυβερνητικό οργανισμό που υπόκειται σε νόμους για διαφάνεια ή για αιτήματα με βάση τον νόμο περί Ελευθερίας Πληροφοριών. Εντούτοις, οι κανόνες της πρέπει να έχουν την έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και οι λόγοι πίσω από τις ενέργειες της διοίκησης για την επιβολή τους μπορούν να επανεξεταστούν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Η FINRA λειτουργεί επίσης ως το μεγαλύτερο κέντρο διαιτησίας για τις διαμάχες στον τομέα των κινητών αξιών, όπου οι διαιτητές έχουν την εξουσία να διατάξουν τους παραβάτες του κλάδου να αποζημιώσουν τους πελάτες για απώλειες- και να αποφαίνονται για διάφορες διαμάχες στον τομέα, αποφασίζοντας για μια σειρά υποθέσεων που σχετίζονται με τα πάντα, από την κατάχρηση των μεγάλων χρηματιστών έως και παραπτώματα στον χώρο εργασίας. Οι διαιτητές έχουν επίσης την εξουσία να ζητήσουν τη διαγραφή των αρνητικών πληροφοριών από τα αρχεία των χρηματιστών.

Οι γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες με έναν σκληρό αγώνα όταν καταθέτουν υποθέσεις εναντίον των αφεντικών της Wall Street. Πολλοί δικηγόροι του εργατικού δικαίου δεν είναι εξοικειωμένοι με τις διαδικασίες της FINRA, δήλωσε ο Τζον Γκάρνερ, δικηγόρος της Willows, στην Καλιφόρνια, ο οποίος έχασε μια υπόθεση του εργατικού δικαίου για λογαριασμό ενός άνδρα πελάτη ενώπιον της FINRA πέρυσι, και οι νίκες είναι πολύ δύσκολο να έρθουν. «Οι πιθανότητες νίκης σε μια υπόθεση εργατικού δικαίου είναι περιορισμένες» για τους δικηγόρους που δεν είναι εξοικειωμένοι με τη διαιτησία της FINRA, είπε. «Έτσι οι δικηγόροι δεν θέλουν απλά να αναλάβουν τις υποθέσεις».

Στην έρευνά μας, οι γυναίκες που κέρδισαν τις υποθέσεις παρενόχλησης πριν έρθει η FINRA, έφυγαν με μόλις 6.825 δολάρια. Μέσα σε τρεις δεκαετίες, μόνο δύο κέρδισαν αποζημιώσεις από 1 εκατ. δολάρια και πάνω. Η μοναδική υψηλότερη αποζημίωση ήταν 3,5 εκατ. δολάρια. (Στις σπάνιες περιπτώσεις όπου οι γυναίκες δεν δεσμεύονται από υποχρεωτική διαιτησία και είναι ελεύθερες να δικαστούν για περιπτώσεις παρενόχλησης, οι δικαστικές αποφάσεις μπορεί να είναι πολύ υψηλότερες. Η Κάρλα Ίνγκραμ, για παράδειγμα, πρώην βοηθός πωλήσεων στην UBS, κέρδισε μια δίκη με αποζημίωση ύψους 10,6 εκατομμυρίων δολαρίων μετά την ετυμηγορία στην αγωγή για διακρίσεις και παρενόχληση, αν και αργότερα συμβιβάστηκε με λιγότερα, αντί να αγωνιστεί κατά της UBS ασκώντας έφεση).

Και η νίκη στη FINRA δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μια γυναίκα παίρνει όλα όσα τις χρωστάνε. Το 2004, οι διαιτητές της FINRA εξέτασαν μια καταγγελία κατά της Southwest Securities, μιας εταιρείας του Ντάλλας, και τριών ανδρών χρηματιστών που εργάζονταν σε υποκατάστημα του Λονγκ Άιλαντ. Η διευθύντρια του υποκαταστήματος, Κιμ Μαρί Βεσκόβα, ισχυρίστηκε ότι ένας από αυτούς την βίασε στο γραφείο και απείλησε να την σκοτώσει αν το πει σε κάποιον, σύμφωνα με την περίληψη της κατάθεσης της επιτροπής. Επίσης, κατέθεσε ότι οι άνδρες σε διάφορες χρονικές στιγμές την είχαν δαγκώσει στους γλουτούς, της είχαν αρπάξει τα στήθη της ζητώντας γάλα και τράβηξαν το παντελόνι της.

Οι διαιτητές δήλωσαν ότι η κατάθεσή της δεν αποδείκνυε τον βιασμό, αν και είπαν στην επιχείρηση να της καταβάλει 300.000 δολάρια για αποζημίωση, καθώς και περίπου 30.000 δολάρια σε αναδρομικές αποδοχές, και διέταξε έναν από τους άνδρες, τον Μίκαελ Άσπλερ, να της καταθέσει 100.000 δολάρια για σωματική παρενόχληση, λεκτική επίθεση, αμέλεια στην εποπτεία και πρόκληση συναισθηματικής αναστάτωσης. Ήρθαμε πρόσφατα σε επαφή με τη Βεσκόβα και μας είπε ότι αφού η εταιρεία την απειλούσε να την πάει στο Εφετείο, πήρε «ψίχουλα» από αυτές τις αποζημιώσεις της FINRA. (Η Hilltop Securities, η μητρική της Southwest, δεν απάντησε στις ερωτήσεις μας. Ο Άσπλερ αρνήθηκε να σχολιάσει).Οι διαιτητές διέταξαν επίσης τους δύο άλλους άνδρες, Ρόμπερτ Μίτσελ και Μαρκ Κερν- τον χρηματιστή που κατηγόρησε η Βεσκόβα για βιασμό- να τις δώσουν 25.000 δολάρια ο καθένας για λεκτική βία, επίθεση, και την εκ προθέσεως πρόκληση συναισθηματικής αναστάτωσης. Αλλά ούτε αυτοί την πλήρωσαν. Η FINRA ανέστειλε τις άδειες και των δυο πέντε χρόνια αργότερα- όχι λόγω του ό,τι έκαναν στη Βεσκόβα, αλλά λόγω της μη καταβολής του χρηματικού ποσού που είχε αποφασιστεί. Ο Μίτσελ και ο Κερν δεν απάντησαν στις ερωτήσεις που στάλθηκαν στα μέιλ και στις διευθύνσεις κατοικίας που ήταν γνωστές ως τώρα για αυτούς. Η FINRA ζητά από τους χρηματιστές να αναφέρουν μόνο τις διαμάχες που σχετίζονται με επενδύσεις πελατών για να συμπεριληφθούν στα αρχεία τους, οπότε τα ευρήματα εναντίον των ανδρών δεν ήταν λεπτομερή στα αρχεία της Broker Check.

Η Ονγκ, εκπρόσωπος της FINRA, δήλωσε ότι η επανεξέταση των αποφάσεων της διαιτησίας από το 2010 δεν δείχνει καμία απλήρωτη αποζημίωση για παρενόχληση στο χώρο εργασίας. Η αποζημίωση προς τη Βεσκόβα ήταν το 2004.

Η Wall Street είχε προβλέψει το κίνημα #MeToo από τη δεκαετία του ‘90, λιγότερο από μια δεκαετία μετά τη μήνυση της Ο’ Μπρίεν, καθώς χιλιάδες γυναίκες κατηγόρησαν τους προϊστάμενούς τους για διακρίσεις με βάση το φύλο και σεξουαλική παρενόχληση, κάτι που τράβηξε την προσοχή των Μέσων. Πολλές από αυτές τις γυναίκες είχαν καλύτερη τύχη από ότι η Ο’ Μπρίεν, την οποία δεν μπορέσαμε να βρούμε για κάποιο σχόλιο. Αρχίζοντας από το 1995, ομάδες γυναικών στις χρηματιστηριακές εταιρείες Olde Discount Corp., Smith Barney και Merrill Lynch κατέθεσαν αγωγές που αθροιστικά διευθετήθηκαν με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Το 2004, η Morgan Stanley συμβιβάστηκε με 54 εκατομμύρια δολάρια σε ακόμη μια υπόθεση σε σχέση με το φύλο. Το 2005, μια δεύτερη ομάδα γυναικών της Smith Barney κατέθεσε μια άλλη συλλογική αγωγή, η οποία διευθετήθηκε το 2008 με 33 εκατομμύρια δολάρια.

Μία μόνη ενάγουσα όπως η Ο’ Μπρίεν διατρέχει τον κίνδυνο να μην έχει μάρτυρες για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς της, αλλά οι γυναίκες που ήρθαν μετά από αυτήν πρόσεξαν να μπουν στην κατηγορία της συλλογικής αγωγής και έτσι να ισχυροποιούνται από τα μέλη τους. Η επιτυχία αυτών των αγωγών έδωσε ένα ισχυρό κίνητρο στους εργοδότες για να πολεμήσουν ενάντια στις συλλογικές ενέργειες. Στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλοί εργοδότες προχώρησαν στην απαγόρευση υποβολής ομαδικών καταγγελιών από τους υπαλλήλους. Η δικηγορική εταιρεία Carlton Fields Jorden Burt δημοσίευσε πέρσι μια έρευνα 373 εταιρειών, από τις οποίες προκύπτει ότι το 30% είχε ρήτρες διαιτησίας που απέκλειαν τις ομαδικές αγωγές -αυξημένο από τό 16% του 2012- το έτος οπότε μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου διευκόλυνε τις επιχειρήσεις να αποτρέψουν ομαδικές αγωγές.

Οι ομαδικές καταγγελίες της δεκαετίας του ‘90 προκάλεσαν μεταρρυθμίσεις στην NASD, η οποία μέχρι τότε είχε απαιτήσει από οποιονδήποτε έχει άδεια χρηματιστή να διευθετήσει με διαιτησία όλες τις διαφορές που σχετίζονται με την εργασία του. Το 1999, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενέκρινε έναν νέο κανόνα που εξαιρούσε τις υποθέσεις διακρίσεων στην εργασία, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων σεξουαλικής παρενόχλησης, από τη διαιτησία, εκτός και αν συμφωνούσαν και οι δύο πλευρές.

Με την πάροδο του χρόνου, οι χρηματιστηριακές εταιρείες κατέληξαν απλώς στο να  εξαναγκάζουν τους υπαλλήλους τους να συμφωνήσουν στη διαιτησία της FINRA ή σε άλλους ιδιωτικούς οργανισμούς για όλες τις αγωγές, συμπεριλαμβανομένης της παρενόχλησης, ως προϋπόθεση για να πάρουν τη δουλειά. «Πολλές από τις μεγάλες εταιρείες δεσμεύουν σημαντικό αριθμό γυναικών στη Wall Street» με τέτοιες συμβάσεις, δήλωσε ο Περλ Ζουτσλέβσκι, δικηγόρος του εργατικού δικαίου στη Νέα Υόρκη. Στο FIRE, ή αλλιώς στον χρηματοοικονομικό, ασφαλιστικό κλάδο και στον κλάδο ακίνητων περιουσιακών στοιχείων, το 48% των εταιρειών έχουν καθολικές απαιτήσεις διαιτησίας, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε αυτό το μήνα από τον Αλεξάντερ Κόλβιν, καθηγητή στη σχολή Βιομηχανικών και Εργασιακών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Κορνέλ.

Ο συνδυασμός αυτών των κανόνων των εταιρειών και η δυσκολία ύπαρξης συλλογικών αγωγών σημαίνει ότι πολλές γυναίκες στη Wall Street καταλήγουν στη FINRA, όπου επιδιώκουν την απόδοση δικαιοσύνης ξεχωριστά η μία από την άλλη.
Από τύχη ή μετά από σχεδιασμό, τα τμήματα πειθαρχίας, αδειοδότησης και διαιτησίας της FINRA φαίνεται να προστατεύουν τους διώκτες. Οι διαιτητές έχουν τη δυνατότητα να αναφέρουν σκανδαλώδεις περιπτώσεις για πιθανές πειθαρχικές ποινές και ορισμένοι διαιτητές κάνουν τέτοιες αναφορές σε περιπτώσεις σοβαρών κακοποιητικών πράξεων προς τους επενδυτές.

Ωστόσο, δεν μπορέσαμε να βρούμε ούτε μία περίπτωση μέσα σε 30 χρόνια, κατά την οποία οι διαιτητές ανέφεραν μια υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης στην επιβολή του νόμου.

Ζητήσαμε από την Oνγκ, την εκπρόσωπο της FINRA, να διευκρινίσει εάν το τμήμα επιβολής του νόμου της FINRA έχει ποτέ ασχοληθεί με θέματα διακρίσεων ή υποθέσεις παρενόχλησης. «Από όσο γνωρίζω», είπε, «δεν έχουμε προχωρήσει σε πειθαρχικά μέτρα για σεξουαλική παρενόχληση ή για διακρίσεις λόγω φύλου».
Στείλαμε λεπτομερείς ερωτήσεις στην Ονγκ, συμπεριλαμβανομένου ενός ερωτήματος σχετικά με το αν το τμήμα επιβολής του νόμου της FINRA είναι αρμόδιο για υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης από τους κατόχους της άδειας. Δεν απάντησε σε αυτό το ερώτημα με άμεσο τρόπο, λέγοντας μόνο ότι η FINRA πιστεύει ότι οποιαδήποτε παρενόχληση «δεν έχει θέση στο εργασιακό περιβάλλον» και ότι η εποπτεία του κλάδου των χρηματιστών «βασίζεται στη θεσμική εντολή και επικεντρώνεται στην προστασία του επενδυτή και στην ακεραιότητα της αγοράς».

Στοχεύοντας σε αυτό, το τμήμα επιβολής της FINRA επέβαλε πέρυσι τα υψηλότερα πρόστιμα στις επιχειρήσεις που παραβίασαν τους κανόνες για την καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος ή δεν υπέβαλαν τις εκθέσεις που έπρεπε σχετικά με τις συναλλαγές τους.

Ωστόσο, το τμήμα επιβολής της FINRA αντιμετώπισε μερικές φορές γενικότερα ζητήματα ανάρμοστης συμπεριφοράς στο χώρο εργασίας που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες «προστασία των επενδυτών» ή «ακεραιότητα της αγοράς», που τα πέρασε στη γενική κατηγορία των ηθικών κανόνων που σχετίζονται με τα «υψηλά πρότυπα εμπορικής εντιμότητας, αμεροληψίας και δίκαιων αρχών εμπορίου». Το 2014, η FINRA δήλωσε ρητά ότι ο κανόνας για «αμεροληψία και δικαιοσύνη» τής έδωσε την εξουσία να ασχοληθεί με υποθέσεις σχετικά με τη διαγωγή στο χώρο εργασίας ακόμα κι αν η δραστηριότητα αυτή δεν σχετίζεται με κάποιο ομόλογο».

Σε μια υπόθεση του 2016, η FINRA απέβαλε έναν χρηματιστή λόγω «καταχρηστικής, εκφοβιστικής, απειλητικής και παρενοχλητικής» επικοινωνίας με άτομα στο γραφείο όπου εργαζόταν κάποτε, με βάση αυτόν τον κανόνα. Σύμφωνα με την FINRA, o χρηματιστής απολύθηκε από ένα υποκατάστημα μιας χρηματιστικής εταιρείας του Νιου Τζέρσεϊ, για «μη επαγγελματική συμπεριφορά στο χώρο εργασίας», συμπεριλαμβανομένης της «απειλητικής και καταχρηστικής συμπεριφοράς προς γυναίκες εργαζόμενες». Μετά την απόλυσή του, σύμφωνα με την FINRA, απείλησε με  χυδαίο και καταχρηστικό τρόπο τους πρώην συναδέλφους του και μάλιστα υποδύθηκε ότι ήταν αστυνομικός της Νέας Υόρκης για να εκφοβίσει έναν πρώην συνεργάτη.

Τον Ιανουάριο του 2018, η διεύθυνση επιβολής της FINRA εκδίκασε μια υπόθεση του Πολ Μπέτενμπογκ, πρώην χρηματιστή στο Edward D. Jones, επειδή υπονόμευσε τον Ντάλας Λ. Γκούντερσεν, ανταγωνιστή και πρώην συνάδελφο στο χρηματιστήριο, δημοσιεύοντας αγγελίες στο Craigslist, ζητώντας γκέι σεξ και αναφέροντας το κινητό τηλέφωνο του Γκούντερσεν ως τον αριθμό επικοινωνίας. Η FINRA απέβαλε τον Μπέτενμποργκ για τρεις μήνες και του επέβαλε πρόστιμο ύψους 7.500 δολαρίων. Παρόλο που η υπόθεση δεν είχε καμία σχέση με την προστασία των επενδυτών ή την ακεραιότητα της αγοράς, η FINRA ανέφερε τον κανόνα της «αμεροληψίας και δικαιοσύνης» για να δικαιολογήσει την ενέργειά της. «Η παρενόχληση και η καταχρηστική συμπεριφορά παραβιάζει τις γενικότερες αρχές δεοντολογίας» που περιλαμβάνονται στον κανόνα, έγραψε ένας αξιωματούχος της FINRA.

(Ο Γκούντερσεν μήνυσε την Edward D. Jones, τον Μπέτενμπογκ και έναν άλλο χρηματιστή της Jones το 2015, ισχυριζόμενος ότι είχαν κάνει μια «εκστρατεία συκοφαντίας» για να καταστρέψουν την επιχείρησή του, σημειώνοντας μια σπάνια νίκη πέρυσι, όταν ένας δικαστής του ανώτατου δικαστηρίου της Καλιφόρνια δήλωσε ότι το θέμα θα μπορούσε να διευθετηθεί στο δικαστήριο, παρά την υποχρεωτική συμφωνία διαιτησίας. Ο Γκάρνετ, ο δικηγόρος στην Καλιφόρνια που εκπροσωπούσε τον Γκούντερσεν, δήλωσε ότι η υπόθεση «σχετιζόταν με αθέμιτο ανταγωνισμό από το χειρότερο είδος». Ο εκπρόσωπος Τύπου της Jones, Τζον Τζ. Μπόουλ δήλωσε ότι η εταιρεία εξακολουθεί να «υπερασπίζεται σθεναρά» τη θέση της στην υπόθεση. Ο δικηγόρος του Μπέτενμπογκ δεν απάντησε όταν ζητήσαμε ένα σχόλιο).

Ο Μπιλ Σίνγκερ, ένας παλαίμαχος δικηγόρος της WallStreet, ο οποίος εκπροσώπησε ενάγοντες και κατηγορούμενους σε υποθέσεις εργατικού δίκαιου πριν από την FINRA, δήλωσε ότι εάν το τμήμα επιβολής της FINRA αναλάβει περιστατικά παρενόχλησης, «θα μπορούσαμε να αλλάξουμε την παράδοση της WallStreet».

«Έχω εξαγριωθεί με τη FINRA», είπε. «Αν αντιμετώπιζαν αυτές τις υποθέσεις και φυλάκιζαν αυτά τα γουρούνια, δεν θα είχαμε αυτήν την καταπίεση στον κλάδο».

Είτε πρόκειται για επενδυτές της Main Street είτε για υπαλλήλους της Wall Street, οι γυναίκες ενδι αφέρονται να γνωρίζουν εάν κάποιος στον κλάδο έχει ιστορικό σεξουαλικής παρενόχλησης. Οι πολιτικές αναφοράς της FINRA, ωστόσο, δεν το κάνουν τόσο εύκολο.

Διαπιστώσαμε ότι τα δημόσια αρχεία Broker Check που δημοσίευσε η FINRA δεν αναφέρονται καθόλου στις αποφάσεις της διαιτησίας σε υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης που έχουν χάσει οι άνδρες. Μέχρι να επικοινωνήσουμε με τη FINRA στις 26 Μαρτίου για να ρωτήσουμε για τα ελλιπή αρχεία του πρώην χρηματιστή Τζέφρεϊ Κ. Μπρουτέιν, ο οποίος είναι στην ομοσπονδιακή φυλακή λόγω ποινής 25 χρόνων για απάτες με ομόλογα, δεν υπήρχε καμία αναφορά στο Broker Check για την υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης που έχασε.

Τα αρχεία για τον Μπρουτέιν έδειξαν την κατηγορία για απάτη, τέσσερις υποθέσεις που υποβλήθηκαν από τις ρυθμιστικές αρχές κινητών αξιών και μια διαμάχη μεταξύ πελατών. Αλλά πουθενά δεν υπήρχε κάποια αναφορά σε μια αποζημίωση 85.000 δολ. προς μια πρώην συνάδελφο για «σκόπιμη πρόκληση συναισθηματικού πόνου, για προσβολή και βιαιοπραγία» (μια υπόθεση που είχε χάσει μόλις τέσσερις μήνες νωρίτερα- στην οποία δυο επενδυτές ισχυρίστηκαν την ύπαρξη αμέλειας, μη εξουσιοδοτημένων συναλλαγών και άλλες καταχρήσεις- δεν υπήρχε στο αρχείο του) από τον Ιούλιο του 2002. Όταν το The Intercept επικοινώνησε μαζί της, η Ονγκ δήλωσε ότι η FINRA «μόλις κατέγραψε» μια ενημέρωση στο αρχείο του Μπρουτέιν, το οποίο περιλαμβάνει τώρα την υπόθεση της σεξουαλικής παρενόχλησης. Ο Μπρουτέιν δεν απάντησε σε γραπτό αίτημα για συνέντευξη.

Οι σπάνιες αποκαλύψεις για ανάρμοστη, σεξουαλική συμπεριφορά που φτάνουν ως το αρχείο των χρηματιστών καταγράφονται έπειτα από απαίτηση της FINRA, σύμφωνα με την οποία οι χρηματιστές αποκαλύπτουν όλες τις συλλήψεις, καταγγελίες και καταδίκες για κακουργήματα. Σε μια υπόθεση του τμήματος επιβολής το 2013, η FINRA απέβαλε έναν χρηματιστή ο οποίος δεν είχε αποκαλύψει την ενοχή του και την καταδίκη του για εγκληματική σεξουαλική κακοποίηση το 1988, ένα κακούργημα δευτέρου βαθμού. (Το περιστατικό είχε συμβεί επτά χρόνια πριν η FINRA του χορηγήσει την άδεια). Μέχρι να αποβληθεί τελικά από τη FINRA, δεν μπορούσαν καν να τον εντοπίσουν: Η αλληλογραφία του τμήματος επιβολής προς αυτόν δεν έφτανε στον παραλήπτη της. Μέχρι τότε, είχε συγκεντρώσει 11 διαμάχες με πελάτες και δεν δούλευε για τρία χρόνια.

Ακόμα και αυτός ο κανόνας αποκάλυψης δεν εφαρμόζεται πάντα με αυστηρότητα. Εντοπίσαμε μία περίπτωση κατά την οποία ένας χρηματιστής, ο οποίος δεν είχε αποκαλύψει τις συλλήψεις του και τις κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση, δέχτηκε ως τιμωρία μόνο μια αναστολή εργασίας. Η υπόθεση άρχισε όταν η Met Life Investors Distribution Co. απέλυσε τον χρηματιστή Χέντρι Μπιτάτσες το 2015 μετά από μόλις δύο μήνες, όταν η εταιρεία διαπίστωσε ότι δεν είχε καταθέσει τις απαιτούμενες γνωστοποιήσεις, σύμφωνα με το αρχείο του στο Broker Check. Το τμήμα επιβολής της FINRA προχώρησε σε έναν συμβιβασμό το 2016, σημειώνοντας ότι η πολιτεία του Ρόουντ Άιλαντ είχε κατηγορήσει τον Μπιτάτσες με κακουργήματα σεξουαλικής επίθεσης τρίτου βαθμού, για διάρρηξη σπιτιού, για επίθεση και κακοποίηση μέσα στο σπίτι και, σε μια δεύτερη υπόθεσηστο Ρόουντ Άιλαντ, κατηγορήθηκε για παιδική πορνογραφία. (Όλες αυτές οι κατηγορίες απορρίφθηκαν αργότερα.) Η τιμωρία της FINRA: πρόστιμο 5.000 δολαρίων και εξάμηνη αναστολή που έληξε τον Νοέμβριο του 2016. Είναι πλέον ελεύθερος να δουλέψει ξανά ως χρηματιστής, ωστόσο, σύμφωνα με τα αρχεία της FINRA, αυτό δεν έχει γίνει.

Οι πολιτικές χορήγησης αδειών της FINRA αφήνουν στο σκοτάδι τα σεξουαλικά παραπτώματα με διάφορους τρόπους. Η αρχή κάνει στους χρηματιστές λεπτομερείς ερωτήσεις σχετικά με το παρελθόν τους σε μια μορφή γνωστή ως U4, μια σύνοψη 40 σελίδων που καταγράφει όλους τους προηγούμενους εργοδότες και προηγούμενες διευθύνσεις και ζητά την καταγραφή όλων των οικονομικών προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένων των δανείων και των περιπτώσεων χρεοκοπίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο χρηματιστής απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με τις καταγγελίες πελατών, τις αγωγές και τις ποινικές διώξεις. Αλλά με εξαίρεση την απαίτηση να αποκαλυφθούν κατηγορητήρια ή καταδίκες, δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό το μακροσκελές έγγραφο που ζητά από έναν χρηματιστή να αποκαλύψει άλλες δίκες ή διαιτησίες που σχετίζονται με σεξουαλική παρενόχληση ή άλλη ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά. Η FINRA απαιτεί την αποκάλυψη πλημμελημάτων μόνο όταν πρόκειται για «επενδύσεις». Και ζητά από τους χρηματιστές να αποκαλύψουν μόνο περιπτώσεις διαιτησίας που υποβάλλονται από πελάτες και σχετίζονται με επενδύσεις.

«Αποτελεί πρόβλημα, πιστέψτε με», δήλωσε η δικηγόρος Τζέιν Στάφορντ, η οποία εκπροσωπεί κατηγορούμενους και ενάγοντες σε υποθέσεις της Wall Street εδώ και 35 χρόνια. Αν οι γυναίκες ήξεραν ότι μια επιχείρηση είχε ένα παρελθόν στην απασχόληση ανδρών που παρενοχλούν γυναίκες, πολλές «δεν θα ήθελαν να πάνε σε μια τέτοια επιχείρηση», είπε. «Αλλά δεν αποκαλύπτεται τίποτα, εκτός και αν είναι κακούργημα».

Βρήκαμε ότι όταν οι γυναίκες υποβάλλουν καταγγελίες στο φόρουμ διαιτησίας της FINRA, σπάνια ονομάζουν τους φερόμενους ως παρενοχλητές τους ως συγκατηγορούμενους, επιλέγοντας συνήθως να ονομάζουν μόνο τις επιχειρήσεις. Αλλά σε οκτώ περιπτώσεις που βρήκαμε με τους άνδρες θύτες να επονομάζονται και να έχουν χάσει στις δίκες, καμία από αυτές δεν προστέθηκε στα αρχεία των ανδρών αυτών στο BrokerCheck.

Σκεφτείτε τον Ντάγκλας Α. Πότερ,που ήταν ο διευθυντής του υποκαταστήματος στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια για την Raymond James Financial, δύο μέρες μετά την πρώτη μας επαφή με την Raymond James για το αρχείο του Πότερ τον Μάρτιο. Από τη δημόσια βάση δεδομένων της FINRA είναι γνωστό μόνο ένα αρνητικό στοιχείο για αυτόν, κατά τα 48 χρόνια του ως χρηματιστής: μια καταγγελία ότι ένας χρηματιστής με το όνομα Πότερ που επέβλεπε ως διαχειριστής υποκαταστήματος, είχε κάνει έναν πελάτη να προχωρήσει σε ακατάλληλες επενδύσεις, υπόθεση που είχε φτάσει σε συμβιβασμό με ένα μέρος του ποσού που είχε ζητήσει ο πελάτης.

Ένας πιο λεπτομερής φάκελος της κανονιστικής αρχής των κρατικών ομολόγων, σημειώνει ότι το 2005 «επιτράπηκε στον Πότερ να παραιτηθεί» από την προηγούμενη δουλειά του στην A. G. Edwards& Sons, τώρα μέρος της Wells Fargo. Αυτό σχετίζεται με μια ανεξήγητη «παραβίαση της εταιρικής πολιτικής, άσχετης των ομολόγων», σύμφωνα με τα αρχεία που παρέχονται από  κρατικό αξιωματούχο. (Η FINRA και οι κρατικές ρυθμιστικές αρχές μοιράζονται μια κοινή βάση δεδομένων γνωστή ως Κεντρικό Αποθετήριο Καταχωρήσεων• η FINRA επεξεργάζεται αυτές τις πληροφορίες πριν τις καταχωρήσει στο BrokerCheck).

Ωστόσο, σε καμία από τις δύο εκθέσεις δεν εμφανίζεται η απόφαση των διαιτητών της FINRA του 2007- συμπεριλαμβανομένου του πορίσματος ότι ο Πότερ και η AG Edwards ήταν από κοινού υπεύθυνοι «για σεξουαλική παρενόχληση και αντίποινα», καθώς και σκόπιμη πρόκληση συναισθηματικού πόνου στη Σάντρα Λ. Κρουκ, χρηματίστρια της AG Edwards. Η Κρουκ είχε καταθέσει αγωγή κατά της A.G. Edwards και του Πότερ το 2005. Οι ακροάσεις, το 2006 και το 2007, κράτησαν 22 ημέρες. Οι διαιτητές αποφάσισαν τελικά ότι η Edwards και ο Πότερ έπρεπε να καταβάλουν από κοινού στην Κρουκ 500.000 δολάρια σε αντισταθμιστικές αποζημιώσεις, 3 εκατομμύρια δολάρια σε ποινικές αποζημιώσεις, συν 418.262 δολάρια σε αμοιβές δικηγόρου. Ήταν η μεγαλύτερη αποζημίωση που θα μπορούσαμε να βρούμε σε ολόκληρη τη βάση δεδομένων της FINRA, αλλά δεν βρίσκεται πουθενά στο αρχείο του Πότερ στο BrokerCheck.

Ούτε η Raymond James, ούτε ο Πότερ και ο δικηγόρος του, ούτε ο Κρόου απάντησαν σε αιτήματα για σχολιασμό. Επικοινωνήσαμε με την Raymond James μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στα μέσα Μαρτίου σχετικά με το αρχείο του Πότερ και ρωτήσαμε αν η πρόσληψη ενός χρηματιστή με ένα προφίλ σαν το δικό του ήταν σύμφωνη με τη στάση της εταιρείας σχετικά με την παρενόχληση στο χώρο εργασίας. Δύο ημέρες μετά την πρώτη μας επικοινωνία, τα αρχεία του Πότερ στην κανονιστική αρχή των κρατικών ομολόγων επικαιροποιήθηκαν, δηλώνοντας ότι είχε μόλις απολυθεί λόγω «μείωσης προσωπικού».

Ένας εκπρόσωπος της Wells Fargo δήλωσε ότι η εταιρεία δεν ανέχεται την παρενόχληση και επιβεβαίωσε ότι καταβλήθηκε η αποζημίωση.

Ο Ρέιμοντ Κ. Μπράμερ είναι ένας άλλος χρηματιστής που έχασε σε διαιτησία που σχετιζόταν με σεξουαλική παρενόχληση και του οποίου τα αρχεία στο Broker Check δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό. Το Broker Check λέει μόνο ότι είχε δύο καταγγελίες πελατών, και οι δύο διευθετήθηκαν, κατά τη διάρκεια των 44 χρόνων του ως χρηματιστής. Ωστόσο, το 1996, ο πρώην εργοδότης του, η χρηματιστική εταιρεία Sutro& Co., κατέθεσε διαιτητική αγωγή κατά του Μπράμερ ζητώντας περισσότερα από 180.000 δολάρια για νομικά έξοδα και «ως αποζημίωση για το πλήρες ποσό του διακανονισμού» που καταβλήθηκε σεπρώην βοηθό πωλήσεων της Bramer για παρενόχληση. Το 1997, οι διαιτητές διέταξαν τον Μπράμερ να καταβάλει 25.000 δολάρια στη Σούτρο για τον διακανονισμό που είχε καταβάλει η επιχείρηση στη βοηθό.

Ο Μπράμερ, χρηματιστής τώρα της Securities America, δήλωσε: «Είμαι καλός άνθρωπος, δεν παρενοχλώ κανέναν», προσθέτοντας ότι οι ισχυρισμοί της Σούτρο «ήταν πριν πολύ καιρό» και έχουν επιλυθεί μέσω διαιτησίας. Όταν ρωτήθηκε γιατί ο πρώην εργοδότης του θα έδινε 180.000 δολάρια σε νομικά έξοδα και για έναν διακανονισμό για μια ασήμαντη υπόθεση, δήλωσε ότι η επιχείρηση απλώς ήθελε να προχωρήσει σε διακανονισμό επειδή τέτοιες υποθέσεις «τραβάνε για πολύ καιρό». Ο Μπράμερ είπε επίσης: «Μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους που παρενοχλούν άλλους, τους παρενοχλούν για κάποιο λόγο». Όταν ρωτήθηκε με ξεκάθαρο τρόπο αν είχε παρενοχλήσει τη συνάδελφό του, είπε, «δεν νομίζω ότι το έκανα. Ποιός ξέρει;».
Αναζητήσαμε στο Broker Check έναν άλλο χρηματιστή που έχασε μια υπόθεση παρενόχλησης, τον Τζορτζ Μ. Ταμπορέλο. Το 2011, ο Ταμπορέλο, ο οποίος δεν είναι πλέον χρηματιστής, θεωρήθηκε υπεύθυνος από τους διαιτητές για σεξουαλική παρενόχληση και του διέταξαν να καταβάλει αποζημιώσεις συνολικού ύψους 1,1 εκατομμυρίων δολαρίων συν τον φόρο σε δύο γυναίκες συναδέλφους στο EmpireFinancialGroup. Τα αρχεία του Broker Check για τον Ταμπορέλο αποκαλύπτουν δύο άσχετες μεταξύ τους ρυθμιστικές υποθέσεις, τρεις διαμάχες με πελάτες και δύο ποινικές κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένης μιας παραδοχής της ενοχής του 1993 για ποινικό αδίκημα- αλλά δεν αναφέρεται τίποτα για την υπόθεση της παρενόχλησης. Τα πιο λεπτομερή κρατικά αρχεία αποκαλύπτουν ότι του «επετράπη να παραιτηθεί» κατά τη διάρκεια μιας έρευνας που περιελάμβανε «διεκδικήσεις δύο πρώην γυναικών εργαζομένων», αλλά δεν υπήρχαν σχετικές λεπτομέρειες. Ο Ταμπορέλο αρνήθηκε να σχολιάσει.

Οι διαιτητές σπάνια παρέχουν λεπτομέρειες για τους λόγους πίσω από τις αποφάσεις που παίρνουν, αλλά σε μερικά αρχεία υποθέσεων, παρατίθενται οι απόψεις τους σχετικά με την καταχρηστική συμπεριφορά στο χώρο εργασίας.

Σε μια υπόθεση για εχθρικό εργασιακό περιβάλλον που κατέθεσε ένας πωλητής ασφαλειών της Prudential κατά τη δεκαετία του 1990, ο Μάερ Σάμας ισχυρίστηκε ότι είχε παρενοχληθεί και είχε δεχθεί διακρίσεις με βάση την εθνική του προέλευση, τη θρησκεία, τη φυλή και το φύλο του. (Η δικηγόρος του στο Γκραντ Ράπιντς, Μέρι Α. Όουενς, δήλωσε με μέιλ ότι οι συνάδελφοί του τον πειράζουν «λόγω της υποτιθέμενης σεξουαλικής του ικανότητας/χαρίσματος ως Άραβας»). Ένας διαιτητής της υπόθεσης δήλωσε ότι οι συνάδελφοί αποκαλούσαν τον πωλητή, έναν Λιβανέζο μετανάστη που είχε έρθει στις Ηνωμένες Πολιτείες στην ηλικία των 18 ετών, ως «γελοία καμήλα», «μουσουλμάνο τρομοκράτη» και «καταραμένο ξένο», οι οποίοι επίσης τον κορόιδευαν για την αραβική του προφορά. Για να τον κοροϊδέψει, ο προϊστάμενός του γονάτιζε στο χαλί στο γραφείο και επικαλούταν τον Αλλάχ. Ο άντρας βυθίστηκε σε μεγάλη κατάθλιψη, δήλωσε ο διαιτητής και η σύζυγός του κατέθεσε «με έντονη συγκίνηση για την παραίτησητου συζύγου της από τις συνηθισμένες δραστηριότητές του». Ωστόσο, η επιτροπή, χωρίς κάποια εξήγηση, απέρριψε τους ισχυρισμούς του. «Ήταν μια τρομερή απόφαση», δήλωσε η Όουενς. «Είχαμε πολλούς μάρτυρες που υποστήριζαν τους ισχυρισμούς μας». Ο Τζον Μ. Λίτστενμπεργκ, δικηγόρος της Prudential, δήλωσε ότι τα μαγνητοσκοπημένα παραδείγματα της παρενόχλησης που συγκέντρωσε ο Σάμας δεν φαίνεται να υποστηρίζουν τους σοβαρότερους ισχυρισμούς του.

Μια άλλη υπόθεση δίνει μια καλύτερη εικόνα για τη στάση ορισμένων διαιτητών. Η υπόθεση ξεκίνησε το 2013, όταν ένα παντρεμένο ζευγάρι, οι Τσαρλς και Φρανσίς Πριγκνάνο κατηγόρησαν τον χρηματιστή τους, Μικέλ «Μάικ» Πατσίτο, για μη εξουσιοδοτημένες αγοραπωλησίες και άλλες παρανομίες σε καταγγελία που κατατέθηκε με την FINRA. Ο Πατσίτο υπέβαλε ανταγωγή, υποστηρίζοντας ότι ο Τσάρλς Πριγκνάνο είχε καταθέσει την αγωγή για «να μετατοπίσει την οικονομική ευθύνη» από τις επενδυτικές αποφάσεις που έλαβε ο ίδιος ο Πριγκνάνο. Η περίπλοκη υπόθεση έληξε, συμπεριλαμβανομένης της μαρτυρίας ότι ο πελάτης, ο Πριγκνάνο, είχε κάνει ανεπιθύμητες σεξουαλικές προτάσεις στη σύζυγο του Πατσίτο.
Τον Ιούλιο του 2014, οι διαιτητές αρνήθηκαν τον αρχικό ισχυρισμό των Πριγκνάνο, καθιστώντας σαφές ότι δεν πίστευαν ότι ο Πατσίτο υπέπεσε σε πταίσμα για τις επενδυτικές απώλειες του Πριγκνάνο και διέταξε τον Τσαρλς Πριγκνάνο να καταβάλει στον χρηματιστή 150.000 δολάρια για αποζημίωση. Τον περασμένο Ιούλιο, το εφετείο επικύρωσε το αίτημα για αποζημίωση.

Η πιο αποκαλυπτική εικόνα που έχουμε για τη διαιτησία είναι αυτό που ακολούθησε. Σε μια αίτηση του 2017 για την ακύρωση της απόφασης, η οποία αναφερόταν σε «σεξουαλική πρόταση ή παρενόχληση», ο Πριγκνάνο παραπέμφθηκε σε «επιτροπή διαιτησίας απατεώνων» που δεν είχε πάρει τη δουλειά της στα σοβαρά όταν άκουσε την υπόθεση και είχε βρει ως διασκεδαστική μια μαρτυρία για σεξουαλική παρενόχληση.

Τα αντίγραφα των ακροάσεων της διαιτησίας της FINRA δεν είναι διαθέσιμα στο κοινό, αλλά τα αρχεία του δικαστηρίου σ’ αυτή την περίπτωση παρέχουν μια σπάνια εικόνα από αυτήν την απόρρητη αρχή, αναφέροντας αποσπάσματα από το αντίγραφο της FINRA. Στην αίτηση αναφέρεται ο πρόεδρος της επιτροπής διαιτησίας, Ντέιβιντ Λ. Έρικσον,που προσπαθούσε να διακόψει τη μαρτυρία της σεξουαλικής παρενόχλησης. «Εντάξει, σταματήστε, σταματήστε», είπε. «Δεν θέλουμε να ακούμε μαρτυρίες σχετικά με τη σεξουαλική παρενόχληση ή με θέματα χαρακτήρα. Απλώς θέλουμε να ασχοληθούμε με τα γεγονότα».

Ο διαιτητής Στίβεν Μ. Φέντερ απάντησε: «Είμαι κάπως διχασμένος. Δεν νομίζω ότι είναι πραγματικά συναφές, αλλά είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της υπόθεσης», φέρνοντας έτσι «γέλιο και κουβέντες» σε ολόκληρο το δωμάτιο, σύμφωνα με το αίτημα. Ένας τρίτος διαιτητής, ο Τζέραλντ Κ. Μουρ, προειδοποίησε τους συναδέλφους του, λέγοντας: «Κάποιος θα πρέπει να σβήσει το γέλιο από την ταινία», κάτι που έφερε έναν άλλο γύρο γέλιου.

Ο Πριγκνάνο δήλωσε σε μία συνέντευξη ότι οι διαιτητές «εξέφραζαν αηδία», αλλά ο Πατσίτο θυμάται ότι έδειχναν σεβασμό προς τη σύζυγό του, η οποία έκλαιγε την ώρα που έδινε κατάθεση.

Από τους τρεις διαιτητές, μπορέσαμε να βρούμε μόνο τον Φέντερ και αυτός αρνήθηκε να σχολιάσει. Η Ονγκ δήλωσε ότι το προσωπικό της FINRA «διερευνά όλες τις ανησυχίες σχετικά με την υποτιθέμενη κακή διαγωγή του διαιτητή», μερικές φορές συνιστά συμβουλευτική ή απομάκρυνση, αλλά δήλωσε ότι η FINRA δεν σχολιάζει δημοσίως τα αποτελέσματα αυτών των κριτικών.

Ο Mουρ δεν έχει μπει σε κάποια επιτροπή μετά την υπόθεση Πριγκνάνο, αλλά ο Έρικσον και ο Φέντερ έχουν συμμετάσχει και οι δύο σε τέσσερις.

Διαπιστώσαμε ότι ακόμη και τα θύματα παρενόχλησης που κερδίζουν μια υπόθεση στη FINRA μπορούν να νοιώσουν τελικά αμηχανία και απογοήτευση. Η Βεσκόβα, πρώην διευθύντρια πωλήσεων της Southwest, η οποία ισχυρίστηκε ότι βιάστηκε εν ώρα εργασίας, δήλωσε ότι οι διαιτητές που διέταξαν 450.000 δολάρια αποζημίωσης για τους ισχυρισμούς της για παρενόχληση, έδειξαν κατανόηση, ακόμη και αν δεν κατάφεραν αντιληφθούν ότι είχε βιαστεί. Όμως, ως νεαρή γυναίκα γύρω στα 20, δεν ήξερε το πώς να προστατεύσει τον εαυτό της όταν, σύμφωνα με μια σύνοψη της μαρτυρίας της, το αφεντικό της «ακινητοποίησε τα χέρια της κάτω, τράβηξε τις κάλτσες της και τη βίασε» στο γραφείο μια νύχτα. Είπε σε μια συνέντευξη ότι η εμπορική περιοχή του Μανχάταν ήταν έρημη εκείνη την ώρα και κανείς δεν την άκουσε να ουρλιάζει. Είπε ότι δεν τηλεφώνησε στην αστυνομία και δεν το είπε ούτε στη μητέρα της, με την οποία ζούσε ακόμα μαζί. «Για εμένα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κάθε ένας από αυτούς τους διαιτητές ήξερε ότι βιάστηκα, αλλά δεν μπορούσαν να προχωρήσουν σε κατηγορία», δήλωσε η Βεσκόβα. «Δεν πήγα στην αστυνομία γιατί φοβήθηκα», είπε, έτσι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία του βιασμού από την αστυνομία.

Είπε ότι κατά τη διάρκεια των οκτώ ημερών της ακρόασής της, η μεσιτική εταιρεία εκπροσωπούταν πάντα από τουλάχιστον 10 δικηγόρους- ενώ αυτή εκπροσωπούταν από μια μικρή ομάδα ενός ζευγαριού δικηγόρων. Είπε ότι οι ιδιωτικοί ντεντέκτιβ για την Southeast έψαξαν τα πάντα για τη ζωή της και παρουσίαζαν μη πληρωμένα πρόστιμα για στάθμευση και οι δικηγόροι της εταιρείας απειλούσαν να ξεκινήσουν μια δαπανηρή διαδικασία προσφυγής, αφού η επιτροπή αποφάνθηκε υπέρ της.

Η Βεσκόβα δήλωσε ότι άλλες γυναίκες που γνώριζε στο χώρο δίσταζαν να υποβάλλουν καταγγελία στη FINRA, φοβούμενες ότι οι επιχειρήσεις θα υποβάλουν μήνυση για δυσφήμιση ή θα τους πάρουν τις άδειες με κατασκευασμένες παρανομίες. «Θα μπορούσα να ονομάσω δεκάδες κορίτσια που παρενοχλήθηκαν και επρόκειτο να καταθέσουν υποθέσεις εναντίον άλλων επιχειρήσεων αλλά δεν το έκαναν ποτέ».