του Θάνου Καμήλαλη

Τον Αύγουστο του 2012 πραγματοποιείται μία ληστεία σε τράπεζα στην Πάρο, ενώ στη συνέχεια οι δράστες σκοτώνουν έναν οδηγό ταξί που βρίσκεται στο σημείο και προσπάθησε να τους σταματήσει. Στους δράστες αποδίδεται η φράση «εμείς κλέβουμε τα χρήματα των τραπεζών και όχι των πολιτών» και λόγω αυτής (που θεωρείται εξαρχής ότι προδίδει αναρχικούς) μπαίνει στο παιχνίδι των ερευνών η «Αντιτρομοκρατική». Λίγο αργότερα, η συγκεκριμένη υπηρεσία λαμβάνει ένα ανώνυμο τηλεφώνημα που αναφέρει ότι ο δράστης είναι ένας «Τάσος» και δίνει τη διεύθυνση του Θεοφίλου στη Θεσσαλονίκη. Το ποιος έκανε αυτήν την καταγγελία δεν το μάθαμε ποτέ, ούτε φυσικά εμφανίστηκε στο δικαστήριο, καθώς τα στελέχη της υπηρεσίας ισχυρίζονται ότι δεν μπορούν να τον βρουν γιατί… το τμήμα δεν διαθέτει αναγνώριση κλήσεων.

Κι αυτή είναι μόνο η αρχή της περιπέτειας. Τα συστημικά ΜΜΕ οργιάζουν για τον «τρομοκράτη της Πάρου», παραβιάζοντας, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, κάθε ίχνος του τεκμηρίου αθωότητας. Ο Θεοφίλου περιφέρεται ως λάφυρο της «Αντιτρομοκρατικής», τα στοιχεία του γίνονται γνωστά στο πανελλήνιο και το αστυνομικό «ρεπορτάζ» τροφοδοτείται από αστυνομικές διαρροές για «σπείρες τρομοκρατών» και για τον «κλοιό που σφίγγει γύρω από τους συνεργούς του». Ο εισαγγελέας του ασκεί ποινική δίωξη για: Συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, απόπειρα ανθρωποκτονίας, ληστεία από κοινού, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία και κλοπές.

Δικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του τρομονόμου και τελικά, μολονότι αθωώνεται για τη συμμετοχή στους «Πυρήνες», καταδικάζεται σε 25 χρόνια φυλάκιση για ένοπλη ληστεία και απλή συνεργεία σε φόνο. Το μόνο αποδεικτικό στοιχείο εναντίον του είναι ένα καπέλο στο οποίο βρίσκεται δείγμα DNA του. Μόνο που το συγκεκριμένο καπέλο εντοπίστηκε εκ των υστέρων από τις αρχές, δεν βρίσκεται στα πρώτα  αντικείμενα από τον χώρο του εγκλήματος, ενώ αυτόπτης μάρτυρας καταθέτει ότι το καπέλο που φορούσε ο ένας εκ των δραστών είναι διαφορετικό από αυτό που προσκομίζουν οι αρχές. Κατά τα λοιπά, μέχρι και τα διηγήματα του επιστρατεύουν οι αρχές προκειμένου να πείσουν για το «αιμοσταγές του προφίλ» Από την άλλη όμως, κανένας από τους 19 αυτόπτες μάρτυρες δεν αναγνωρίζει τον Θεοφίλου, ενώ ακόμα και ο επικεφαλής των ερευνών δεν μπορεί με βεβαιότητα να πει ότι αυτός είναι ο δράστης.

Το μοτίβο του δείγματος DNA, που εμφανίζεται από το πουθενά και χρησιμοποιείται ως μόνο στοιχείο για να επιτευχθεί η πολυετής καταδίκη ενός χαρακτηριζόμενου ως «τρομοκράτη» ήταν ήδη γνωστό. Τρία χρόνια πριν την καταδίκη του Θεοφίλου, χρησιμοποιήθηκε στην υπόθεση του Κώστα Σακκά, του οποίου τα δαχτυλικά αποτυπώματα ανακαλύφθηκαν ξαφνικά από την «Αντιτρομοκρατική» σε μια γιάφκα, ένα χρόνο μετά την έρευνα της υπηρεσίες. Τρία χρόνια μετά την καταδίκη του Θεοφίλου, η ίδια υπηρεσία υποστηρίζει ότι βρήκε μερικό δείγμα DNA της Ηριάννας (το οποίο έπειτα… τελείωσε) στον γεμιστήρα ενός όπλου, με τη διαδικασία να χαρακτηρίζεται αντιεπιστημονική και απαράδεκτη από εκατοντάδες επιστήμονες διεθνώς.

Ο Θεοφίλου ασκεί έφεση ενώ το ίδιο κάνει και η Εισαγγελία, με σκοπό να τον καταδικάσει για όλο το φάσμα των κατηγοριών. Τον Ιούλιο του 2017 κρίνεται αθώος από το αρμόδιο Εφετείο για όλες τις κατηγορίες και χωρίς αμφιβολίες, μετά από πέντε χρόνια στη φυλακή.  Με απλά λόγια η υπόθεση κατέληξε σε ένα φιάσκο της «Αντιτρομοκρατικής». Θεωρητικά πάντα, οι αρχές ενός κράτους Δικαίου που έχει τιμωρήσει και διαπομπεύσει επί πέντε χρόνια έναν αθώο, θα έπρεπε να αναρωτηθούν «τι πήγε λάθος». Πώς, για παράδειγμα, ένα καπέλο που δεν αναγνωρίστηκε ότι ανήκει στον Θεοφίλου από κανέναν μάρτυρα, βρέθηκε ξαφνικά με δείγμα του κατηγορουμένου, αρκετά μετά την πράξη για την οποία κατηγορείται; Γιατί οι έρευνες επικεντρώθηκαν σε έναν αθώο, χωρίς εξαρχής στοιχεία που θα δικαιολογούσαν την ενοχή του, αφήνοντας τους πραγματικούς δράστες να κυκλοφορούν ανενόχλητοι;

Ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Αγγελής, πρώην εποπτεύων εισαγγελέας της «Αντιτρομοκρατικής» πάντως, δεν είχε χρόνο για αυτοκριτική. Με μία ανεξήγητη απόφαση και τη δυνατότητα που του δίνει η νέα του θέση, αποφάσισε να ασκήσει αίτηση αναίρεσης της αθωωτικής απόφασης για τον Θεοφίλου, για να δικαστεί εξαρχής, αν γίνει δεκτή, από άλλους δικαστές. Όπως είχε δηλώσει η Άννυ Παπαρούσσου, συνήγορος υπεράσπισης του Τάσου Θεοφίλου, στο ΤPP:

«Επιστρατεύονται λοιπόν όλα τα πιθανά μέσα για να ανατραπεί το αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής δίκης, για να ακυρωθεί μία άρτια σε νομικό επίπεδο απόφαση και να κυριαρχήσει το όραμα των υπηρεσιών για αθέμιτες δίκες στημένες πάνω σε ανώνυμα τηλεφωνήματα και αγνώστους πληροφοριοδότες. Η άσκηση της αναίρεσης κατά της απόφασης που απάλλαξε τον Τάσο Θεοφίλου, στερούμενη νομικής βάσης και υπόστασης, δεν στοχεύει στην εμπέδωση της έννομης τάξης, αλλά στην ανατροπή της με κάθε μέσο. Για ακόμα μια φορά θα αντιταχθούμε στις μετεμφυλιακές κατασκευές και μεθοδεύσεις μέχρι την επικράτηση του ουσιαστικού δικαίου, του δίκιου και της αλήθειας».

Για «εκδικητικότητα της Αντιτρομοκρατικής έχει κάνει λόγο και ο Κώστας Παπαδάκης, μιλώντας στην Εφ.Συν: «Ηταν επόμενο η εκδικητικότητα της Αντιτρομοκρατικής και η ανάγκη προστασίας του κύρους της, καθώς και η εμμονή στις πολιτικές της στοχεύσεις, που δυστυχώς παραμένουν ανενόχλητες από τη σημερινή κυβέρνηση, να πιέσουν με κάθε τρόπο για να ασκηθεί αναίρεση, όπως είχε γίνει και έφεση κατά του απαλλακτικού μέρους της πρωτόδικης απόφασης».
Η αίτηση αναίρεσης του Αγγελή για την αθώωση του Θεοφίλου θα εξεταστεί από το Ε’ Τμήμα του Αρείου Πάγου το πρωί της Παρασκευής, 11 Μαϊου. Αν γίνεται αποδεκτή, ένας αποδεδειγμένα αθώος θα οδηγηθεί στη φυλακή ξανά, αντιμέτωπος με όλες τις κατηγορίες που του είχαν αρχικά αποδοθεί (ακόμα και τα περί τρομοκρατίας που κατέπεσαν και πρωτόδικα». Σε ένα κράτος Δικαίου, ο κατηγορούμενος είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Ο Θεοφίλου μοιάζει κατηγορούμενος μέχρι να επιτευχθεί η καταδίκη του.

Σε ένα κράτος Δικαίου επίσης, πολίτες δεν στοχοποιούνται λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων και δεν γίνονται έρμαια ιδεοληπτικών και εμμονικών αγκυλώσεων. Όπως κατέθεσε ο Κωνσταντίνος σήμερα, στη δίκη της Ηριάννας και του Περικλη, αυτό «σε ένα βαθμό αφορά εμάς και τους οικείους μας. Μετά ξεφεύγει και αφορά και τους επόμενους. Αν συνεχίσουν αυτές οι λογικές θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα»

Και η αλήθεια είναι ότι αυτές οι περιπτώσεις πληθαίνουν. Ακόμα και ο συμβολισμός των ημερών είναι ένα δυνατό καμπανάκι. Σήμερα η Ηριάννα και ο Περικλής, οι 25 του κινήματος κατά της εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές (μέλη μιας κοινωνιας που κάθεται στο εδώλιο εδώ και μήνες), αύριο ο Θεοφίλου, με την ευχή να είναι η τελευταία πράξη του δράματός του. Σήμερα αυτοί, αύριο κάποιος άλλος (και ο τρομονόμος πάντα εκεί), βορά στην ιδεοληψία ή τα συμφέροντα συγκεκριμένων κύκλων.

Τελικά, ποιος τρομοκρατεί ποιον;