Προσοχή συνέστησε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στους πρώτους μήνες που θα ακολουθήσουν μετά την έξοδο της χώρας από το τρίτο μνημόνιο στις 20 Αυγούστου καθώς τα μηνύματα που θα στείλει η κυβέρνηση θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της εγχώριας οικονομικής πολιτικής άρα και το ύψος των επιτοκίων της αγοράς.
 
Για το λόγο αυτό, το Γραφείο Προϋπολογισμού προτείνει να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι που προέρχονται από τις πολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν για περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και επιβράδυνση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου. Έχει ιδιαίτερη σημασία, εξήγησε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού Φραγκίσκος Κουτεντάκης να σταλούν τα σωστά μηνύματα προς τις αγορές οι οποίες θα αξιολογούν συνεχώς την Ελλάδα και να μην επικρατήσουν τυχόν πολιτικές πιέσεις για αλλαγή κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής.
 
Το Γραφείο Προϋπολογισμού υπογραμμίζει ότι οι όποιες κινήσεις εξόδου στις αγορές θα πρέπει να είναι καλοσχεδιασμένες και προσεκτικές, δεδομένων τόσο της ύπαρξης σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεματικών ασφαλείας όσο και των κινδύνων επιδείνωσης του επενδυτικού κλίματος σε περίπτωση σχετικά υψηλών επιτοκίων λόγω αναταραχών στις διεθνείς αγορές. Εκτιμά, δε, ότι το βάρος της οικονομικής πολιτικής από εδώ και πέρα θα πρέπει να στραφεί στα ζητήματα που καθορίζουν τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
 

Μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος ορίζοντας

 
Για τον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, το Γραφείο υπογραμμίζει ότι ως πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελέσει η διασφάλιση της ομαλής και με χαμηλό κόστος χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας. Το μέτρο αυτό, επισημαίνει, ότι θα επιτρέψει τη σταδιακή αποκατάσταση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα και αναμένεται να οδηγήσει σε ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη, ενώ σε διαφορετική περίπτωση θα επηρεαστούν αρνητικά οι ρυθμοί ανάπτυξης και οι επιχειρήσεις και επενδύσεις.
 
«Τo πλέον βασικό ζητούμενο σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η συνέχιση της αποκλιμάκωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών που θα τους επιτρέψει να παρέχουν περισσότερη ρευστότητα στην οικονομία» σημειώνει η έκθεση, και προσθέτει ότι το βάρος πρέπει να πέσει και στην πλήρη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, στη συνέχιση του προγράμματος αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, αλλά και στη δημιουργία ενώ περιβάλλοντος ευνοϊκούς για ξένες και εγχώριες επενδύσεις με την ταυτόχρονη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών.
 
Για τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η έκθεση προειδοποιεί για τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, τονίζοντας ότι η Ελλάδα είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας οφείλεται στην ταχύτερη μείωση των μισθών από την παραγωγικότητα. Ένα σενάριο συνεχούς μείωσης της παραγωγικότητας με τους μισθούς να συμπιέζονται όλο και περισσότερο προκειμένου να διατηρηθεί χαμηλά το μοναδιαίο κόστος εργασίας, δεν είναι βιώσιμο, υποστηρίζει η έκθεση. Αντίθετα, εκτιμάται ότι η μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση και η αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών απαιτούν τη σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας, ο ρυθμός μεταβολής της οποίας θα πρέπει να αποτελεί το όριο αυξήσεων στους μισθούς.
 
Σε μεσοπρόθεσμη βάση όπως είπε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού Φρ. Κουτεντάκης, θα πρέπει να αποκατασταθεί η ρευστότητα στην αγορά με την αύξηση των καταθέσεων και τη μείωση των κόκκινων δανείων, δύο μεγέθη που κινούνται πάντως σε θετική κατεύθυνση. Μακροπρόθεσμα χρειάζεται να υπάρξει δυναμική αύξηση των εξαγωγών προκειμένου να διατηρηθεί η θετική εικόνα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αφού η τροχιά ανάπτυξης στην οποία βρίσκεται ήδη η ελληνική οικονομία θα φέρει και αύξηση των εισαγωγών, συμπλήρωσε.
 
Στην έκθεση του η οποία αφορά το β' τρίμηνο του 2018, στέκεται στις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες που παραμένουν στη χώρα, καθώς σημειώνεται θετικό πρόσημό στο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, ενώ αυξάνεται η απασχόληση και οι αμοιβές εργασίας. Επιπλέον, συμβουλεύει ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να είναι σχετικά ισορροπημένο και η εκτέλεση του προϋπολογισμού να είναι εντός στόχων.
 
Ωστόσο, το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει ότι η ανεργία δεν μειώθηκε το πρώτο τρίμηνο και ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλός, αν και σε θετικό έδαφος. Για το πρώτο τρίμηνο τονίζει ότι τόσο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όσο και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογούμενων προς την εφορία κατέγραψαν μικρή μείωση, ωστόσο οι ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές οφειλές αυξήθηκαν.
 
Η έκθεση στέκεται και στη συμφωνία του Eurogroup της 21ης Ιουνίου 2018, χαρακτηρίζοντας σημαντική εξέλιξη την ελάφρυνση του χρέους με τη δεκαετή επιμήκυνση των λήξεων του ελληνικού δημόσιου χρέους και το γεγονός ότι η απόφαση αυτή δεν συνοδεύεται από προϋποθέσεις. Βέβαια, η έκθεση προσθέτει ότι η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup εμπεριέχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας όσον αφορά τη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους, καθώς αναφέρει ρητά ότι θα ληφθούν πρόσθετα μέτρα εφόσον χρειαστούν μετά το 2032. Το κλίμα των αγορών ενδέχεται να επηρεαστεί και από τις αμφιβολίες που έχει εκφράσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για τη βιωσιμότητα του χρέους, ενώ οι προβλέψεις του ΔΝΤ μπορεί να καθυστερήσουν και την αναβάθμιση των ελληνικών τίτλων από τους οίκους αξιολόγησης, τονίζεται στην έκθεση.
 
«Μετά την έξοδο δεν πρέπει να σταλούν μηνύματα για αλλαγή κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής, γιατί η Ελλάδα θα βρίσκεται στο μικροσκόπιο των αγορών» κατέληξε ο Φ. Κουτεντάκης.
 
 

Για τις πλημμύρες στη Μάνδρα και τις πυρκαγιές στην Αν. Αττική
 

Στην έκθεσή του για το β’ τρίμηνο του 2018, το Γραφείο επισημαίνει ότι ένας βασικός παράγοντας που θα οδηγήσει στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχει το κράτος προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, με αφορμή τις πλημμύρες στη Μάνδρα και τις πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική.
 
Τα δύο αυτά γεγονότα υποδηλώνουν την ύπαρξη αδυναμιών στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και σε διαχρονικές παθογένειες του κράτους όπως η έλλειψη εθνικού κτηματολογίου και κατάλληλου χωροταξικού σχεδιασμού. Τα μέτρα αναβάθμισης αποτελούν προαπαιτούμενα για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του Κράτους, τη διασφάλιση της καλύτερης λειτουργίας των αγορών και την ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, σημειώνει το Γραφείο.