του Μιχάλη Γιαννεσκή

Η πρωθυπουργία της Μέι έχει κλονιστεί σημαντικά. Δύο υπουργοί, συμπεριλαμβανομένου του ΝτόμινικΡάαμπ, του υπουργού που συντόνιζε τη διαδικασία τουBrexit, δύο υφυπουργοί, ένας αντιπρόεδρος των Συντηρητικών και δύο άλλοι αξιωματούχοι παραιτήθηκαν μια μέρα μετά την επικύρωση από το υπουργικό συμβούλιο της συμφωνίας με την ΕΕ για το Brexit.

Σχεδόν ταυτόχρονα, Συντηρητικοί βουλευτές άρχισαν να ζητούνψήφο εμπιστοσύνηςστην πρωθυπουργό από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Η προεδρία της αρμόδιας επιτροπής «1922» είναι υποχρεωμένη να οργανώσει ψηφοφορία εάν τη ζητήσουν 48 βουλευτές. Οι απαιτούμενες υπογραφές μαζεύτηκαν το μεσημέρι της Παρασκευής, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν εκλογές για την ηγεσία του κόμματος τις επόμενες μέρες.

Ωστόσο, ακόμα και εάν η Μέι καταφέρει να κερδίσει την ψήφο εμπιστοσύνης στο κόμμα της ή να επανεκλεγεί ως ηγέτης των Συντηρητικών, είναι σχεδόν αδύνατο να συγκεντρώσει αρκετούς ψήφους για τη συμφωνία στο Βρετανικό Κοινοβούλιο. Η πλειοψηφία της κυβέρνησής της στηρίζονταν μέχρι σήμερα στις ψήφους των 10 βουλευτών του ακροδεξιού κόμματος DUP της Βόρειας Ιρλανδίας. Ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής τους ομάδας δήλωσε ξεκάθαρα στη Μέι στο Κοινοβούλιο ότι θα καταψηφίσουν τη συμφωνία. Το ίδιο δήλωσαν όλα τα άλλα κόμματα και μερικοί Συντηρητικοί βουλευτές. Επιπλέον, οι 7 βουλευτές του ΣινΦέιν δεν συμμετέχουν στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και ο πρόεδρος του κοινοβουλίου χρησιμοποιεί την ψήφο του μόνο σε περιπτώσεις ισοψηφίας.

Συνεπώς αναμένεται ότι τουλάχιστον 330 από τους 643 βουλευτές που συμμετέχουν στο Κοινοβούλιο θα καταψηφίσουν τη συμφωνία. Οι μόνοι που θα ψηφίσουν υπέρ της συμφωνίας είναι ίσως 2-3 βουλευτές των Εργατικών και όσοι Συντηρητικοί ακολουθήσουν τη γραμμή του κόμματός τους: ο αριθμός των τελευταίων δύσκολα θα φτάσει τους 300. Ένας βουλευτής των Συντηρητικών ανέφερε κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ότι 84 Συντηρητικοί είχαν ήδη δηλώσει ότι θα καταψηφίσουν τη συμφωνία.

Παρότι τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί τετελεσμένο γεγονός στην πολιτική, η κοινοβουλευτική αριθμητική δεν αφήνει κανένα περιθώριο αισιοδοξίας για την Τερέζα Μέι. Επιπλέον, εάν καταψηφιστεί η συμφωνία, η ηγέτιδα των Συντηρητικών θα αντιμετωπίσει μεγάλες πιέσεις να παραιτηθεί. Η πολιτική κατρακύλα της Μέι ξεκίνησε τον Ιούλιο με την παραίτηση του Μπόρις Τζόνσον από το υπουργικό συμβούλιο, ο οποίος θεωρείται ως ο πιο πιθανός αντικαταστάτης της.

Εάν το βρετανικό Κοινοβούλιο απορρίψει τη συμφωνία της κυβέρνησης με την ΕΕ, οι Συντηρητικοί θα προσπαθήσουν πάση θυσία να αποφύγουν πρόωρες εκλογές, καθότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μάλλον θα χάσουν αρκετές έδρες. Η μόνη εναλλακτική λύση για την παραμονή τους στην εξουσία είναι αλλαγή ηγεσίας και διατήρηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με τη στήριξη του DUP.

Πολλοί σχολιαστές εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε ένα «σκληρό» Brexit, δηλαδή έξοδο από την ΕΕ χωρίς καμία συμφωνία. Όμως, υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες που κάνουν μια τέτοια εξέλιξη αρκετά δύσκολη όχι μόνο για τους Συντηρητικούς, αλλά και για το DUP.  Οι περισσότεροι Συντηρητικοί θέλουν να αποφύγουν τις οικονομικές επιπτώσεις του σκληρού Brexit, καθότι δεν αποτελούν ιδανική έκβαση για τα συμφέροντα που τους χρηματοδοτούν. Μια νέα ηγεσία του κόμματος θα βρεθεί αντιμέτωπη με ακριβώς τα ίδια προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζει η Μέι: τον κομματικό διχασμό και την αδιαλλαξία της ΕΕ. Η πιθανότητα διεξαγωγής νέου δημοψηφίσματος που προωθείται έντονα από τα αντικυβερνητικά ΜΜΕ θεωρείται μηδαμινή, καθότι θα ενέτεινε τις ενδοκομματικές διαμάχες και θα δεν την υποστήριζε το DUP.

Το ενδεχόμενο ενός σκληρού Brexitθα εντείνει επίσης τα βραχυχρόνια και τα μακροχρόνια προβλήματα τουDUP. Αφενός, η ηγεσία του στο κοινοβούλιο της Βόρειας Ιρλανδίας έχει διαφορετική (αρκετά πιο σκληρή) προσέγγιση στο Brexit από αυτήν της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος στο βρετανικό κοινοβούλιο. Αφετέρου, το DUP κινδυνεύει να χάσει την πρωτοκαθεδρία του στην Βόρεια Ιρλανδία στο εγγύς μέλλον, διότι το ΣινΦέιν, το αντίπαλο κόμμα, καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερες έδρες, εν μέρει λόγω της δημογραφικής ανόδου των Καθολικών. Επιπλέον, η πλειοψηφία στην Βόρεια Ιρλανδία (55,8%) ψήφισε υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Συνεπώς, ένα σκληρό Brexit μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις για το DUP.

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν τελικά θα υλοποιηθεί το Brexit. Οι Συντηρητικοί έχουν φανεί ανίκανοι να το διαχειριστούν.Μέχρι στιγμής, έχουν πετύχει θετικές εξελίξεις μόνο σχετικά με τον έναν από τους δύο κύριους λόγους για τους οποίους έκαναν το δημοψήφισμα: κατάφεραν να προσελκύσουν ψηφοφόρους που είχαν μεταπηδήσει στο UKIP, το κόμμα του Νάιτζελ Φάρατζ. Βέβαια, η αντιμεταναστευτική ρητορική τους αποτέλεσε τον κύριο πυλώνα του Brexit και συνετέλεσε στην άνοδο της ξενοφοβίας στην Βρετανία. Ο δεύτερος λόγος, η διαμάχη μεταξύ τωνκομματικών φατριών για τον έλεγχο και την ηγεσία του κόμματος, συνεχίζεται ακάθεκτη. Οι επόμενες μέρες θα δείξουν αν το ένστικτο πολιτικής επιβίωσης τους αναγκάσει να τα βρούνε μεταξύ τους, ώστε να αποτρέψουν, έστω και προσωρινά, τον προβλεπόμενο καταποντισμό τους.