Ογκώδη σοσιαλιστικά τετράγωνα συνωστίζονται φύρδην-μίγδην με αριστουργήματα της κληρονομιάς των Αψβούργων και με Οθωμανικά κατάλοιπα· και μέσα σε όλο αυτό το οικιστικό χαρμάνι, που μια ζωντάνια ανυποχώρητη το ηλεκτρίζει εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο καταπίνοντας δυσαρμονίες και αντιθέσεις, λίγα καμμένα διοικητικά κτήρια χάσκουν σαν παλαιοζωικά τέρατα στην καρδιά τής πόλης: έχουν κρατηθεί έτσι, παγωμένα στη στάση της μισο-κατάρρευσης, για να θυμίζουν παντοτινά την ευρωπαϊκή ανθρωπιστική ευαισθησία, όπως τ’ άφησαν το 1999 εκεί οι βομβαρδισμοί τού ΝΑΤΟ.
 
            Η επίθεση στοίχισε τη ζωή σε κάπου 2000 ανθρώπους, οι μισοί από τους οποίους ήταν πολίτες (και ανάμεσά τους 87 παιδιά). Δυστυχώς, ο πραγματικός αριθμός των απωλειών δεν έχει ακόμα σταθμιστεί με ακρίβεια, ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τις 10.000· ωστόσο, τον αριθμό όσων έχασαν τη ζωή τους μετά το τέλος τού πολέμου σαν αποτέλεσμα σοβαρών τραυματισμών, από βόμβες οι οποίες δεν είχαν εκραγεί, από δηλητηρίαση του περιβάλλοντος λόγω της καταστροφής διυλιστηρίων και χημικών βιομηχανιών, και προπαντός λόγω των καθυστερημένων συνεπειών τού απεμπλουτισμένου ουρανίου σε όλη την έκταση της χώρας, δεν θα τον μάθουμε ποτέ. Οι οικονομικές συνέπειες της καταστροφής, αν έχει κι αυτό κάποια σημασία, ξεπέρασαν τα 100 εκατομμύρια δολάρια. Η Σερβία παραμένει, παρ’ όλ’ αυτά, η πιο ισχυρή από τη συστάδα των μικρών χωρών τής Δυτικής Βαλκανικής που άφησε πίσω του ο διαμελισμός τής Γιουγκοσλαβίας – κάτι που ακόμα, όπως φαίνεται, δεν της συγχωρούν.
 
            Κατηφορίζοντας την Κνιέζα Μιχαήλοβα με τα αναρίθμητα καφέστο πλακόστρωτο, τις μοντέρνες πατισερί και τζελατερί όπου μπροστά τους μαντηλοφορεμένες γριές πουλάνε πλεχτές κάλτσες, υφαντά, γκλίτσες και μάλλινες κάπες, βλέπεις κάποια αρχιτεκτονικά κοσμήματα: το κομψό λευκό και ροζ κτήριο της Σχολής Καλών Τεχνών, τη Σερβική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών με το άγαλμα της Νίκης στα πρόστυλο, το Εθνικό Μουσείο και το Εθνογραφικό Μουσείο… Λίγο ανατολικά, ξεκινώντας από την Πλατεία Δημοκρατίας, η συνοικία τής Σκαντάρλιγια ––η «Μονμάρτη τού Βελιγραδίου»–– μαγνητίζει τα βήματά σου με μιαν ακατανίκητη, παλιομοδίτικη γοητεία που, μπορώ να βεβαιώσω, διατηρείται ακόμα… Η ιστορία της ξεκινάει το 1830 περίπου όταν τσιγγάνοι ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν στις εγκαταλελειμμένες τάφρους μπροστά από τα τείχη τής πόλης. Είκοσι χρόνια αργότερα οι γύφτικες τρώγλες είχαν δώσει τη θέση τους σε πλίνθινα χτίσματα όπου έμεναν τεχνίτες, καραγωγείς, εστιάτορες, μια μικρή πλέμπα που βούιζε στις παρυφές τής οργανωμένης αστικής ζωής· πάντως, μέχρι το 1870 τουλάχιστον κρατούσε τον χαρακτήρα τού τσιγγάνικου οικισμού και την έλεγαν «γύφτικο τετράγωνο» ή και «γύφτική αυλή». Γνωστοί αλλά ως επί το πλείστον φτωχοί ποιητές και συγγραφείς, όχι μόνο από τη Σερβία αλλ’ απ’ όλα τα δυτικά Βαλκάνια όπου φτάνει η ακτίνα τής σερβοκροατικής γλώσσας (τις περιοχές που από το 1918 θ’ απάρτιζαν τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία), άρχισαν να γίνονται τακτικοί θαμώνες τής Σκαντάρλιγια στις αρχές τού εικοστού αιώνα, και κάποιοι να εγκαθίστανται μόνιμα εκεί, συμβάλλοντας στο να πάρει αυτό το «μποέμικο» αέρα στον οποίο χρωστάει την κατοπινή της έλξη. Ένας μικρό και καμπυλωτό καλντερίμι, στην πραγματικότητα, συγκεντρώνει πλέον μερικά από τα πιο φημισμένα παραδοσιακά εστιατόρια και μικρά ξενοδοχεία, γκαλερί, παλαιοπωλεία και καταστήματα σουβενίρ – και μια ψευδο-οθωμανική κρήνη. Συγκροτήματα παίζουνε στους δρόμους τα παραδοσιακά σέρβικα πνευστά και καλλιτέχνες τού δρόμου δίνουν παραστάσεις ντυμένοι με φολκλορικά σλαβικά κοστούμια.   
 
            Όλες οι αρτηρίες τής παλιάς πόλης οδηγούν στο Καλεμέγκνταν. Πρέπει να το δεις από το ποτάμι όμως για να νιώσεις το πραγματικό μεγαλείο αυτού του κάστρου, που η ιστορία του ισοδυναμεί με την ιστορία τού Βελιγραδίου. Χτισμένο στην ακρώρεια μιας απότομης γεωλογικής προεξοχής ύψους 125 μέτρων, πάνω από τη συμβολή των ποταμών Δούναβη και Σάβα, μοιάζει σαν βαλκανικός αετός που φρουρεί το πραγματικό σημείο συνάντησης δύο κόσμων, της Ανατολής και της Δύσης. Εδώ τελείωνε η Mitteleuropa και άρχιζαν τα Βαλκάνια ή, αν θέλετε, ήταν το έσχατο όριο μεταξύ της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Λένε ότι κάπου 115 μάχες έχουν δοθεί γι’ αυτό το κάστρο. Σε όλη τη μακραίωνη ιστορία του ο πληθυσμός τής πόλης στριμωχνόταν μόνο μέσα στα τείχη του, και είναι λιγότερο από δυο αιώνες που το Βελιγράδι άρχισε να ξεμυτίζει και να απλώνεται έξω από το φρούριό του. Την ημέρα, βλέπεις το υπέροχο θέαμα των δύο ποταμών που σμίγουν αυτοκρατορικά τα νερά τους, και τις συνοικίες που απλώνονται μέχρις πέρα, κατά μήκος τής όχθης, σχηματίζοντας πάρκα και μακρόστενα οικοδομικά τετράγωνα εργατικών πολυκατοικιών, κιόσκια και καμπίνες, μικρά πλωτά ρεστωράν και μπαρ· βλέπεις σιδηροδρομικές γραμμές και συνωστισμένες γέφυρες, το αδιάκοπο πηγαινέλα των καμιονιών και των μοτοποδηλάτων. Τη νύχτα, βλέπεις τα φώτα των νέων συνοικιών τής απέναντι όχθης, τους ίσκιους από ουρανοξύστες και βιομηχανικά κτήρια – και, σαν υπέρτατο μετέωρο στο σκοτάδι, την πελώρια φωτεινή επιγραφή τής GASPROM. 
 
            Χωρίζεται χοντρικά σε τρία μέρη: το Άνω Φρούριο, το Κάτω Φρούριο, και το Πάρκο τού Καλεμέγκνταν. Στο Άνω Φρούριο ––που μπαίνεις κατευθείαν από την Κνιέζα Μιχαήλοβα–– δεσπόζει, στεφανωμένο από μια σειρά τούρκικα κανόνια, παλαιά και σπάνια είδη όπλων και κουφάρια αρμάτων μάχης, το Πολεμικό Μουσείο. Σε ένα μεγάλο κτηριακό σύμπλεγμα παρουσιάζει ολόκληρη τη στρατιωτική ιστορία τής πρώην Γιουγκοσλαβίας, μέχρι τη ΝΑΤΟϊκή επίθεση του 1999· ανάμεσα στα «καυχήματά» του είναι οπλισμός που κατασχέθηκε από τον Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσόβου και υπολείμματα από ένα αμερικανικό βομβαρδιστικό που κατέρριψε η σερβική πολιτοφυλακή. Στο  χαμηλότερο σημείο του, προς την πλευρά τής πόλης στεγάζεται ο περίφημος Ζωολογικός Κήπος τού Βελιγραδίου. Γιατί περίφημος – αν εξαιρέσεις τα σπάνια λευκά του λιοντάρια για τα οποία φαίνεται πως είναι υπερήφανοι οι οργανωτές του; Κυρίως για έναν θρύλο που τον συνοδεύει: στη διάρκεια των ναζιστικών βομβαρδισμών, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, λέγεται ότι μεγάλο μέρος από την περίφραξή του γκρεμίστηκε και οι επικίνδυνοι κάτοικοί του περιφέρονταν ανεξέλεγκτα στους δρόμους τού Βελιγραδίου (τη σκηνή απαθανάτισε ο Εμίρ Κουστουρίτσα στο Underground, σε μία από τις πιο επιβλητικές μπαρόκ σκηνές τού μάλλον φλύαρου τραγικωμικού του έπους).
 
            Επισκεφθήκαμε βέβαια το Μουσείο Τέσλα. Ο «άνθρωπος που ανακάλυψε τον εικοστό αιώνα» έγινε αναδρομικά καύχημα της πατρίδας του (ήταν τέκνο τής βόρειας Κροατίας) όσο και της θετής του πατρίδας αντίπερα του Ατλαντικού, παρ’ όλο που όταν ξεψύχησε φτωχός και παραμελημένος σε ένα ξενοδοχείο τού Μανχάταν το 1943 λίγοι ήξεραν τ’ όνομά του – το ότι, ας πούμε, ήταν ο πραγματικός ο εφευρέτης του ραδιοφώνου (για το οποίο ο Γουλιέλμο Μαρκόνι πήρε Νόμπελ το 1911), το ότι επινόησε το περιστρεφόμενο πεδίο και παρήγε ηλεκτρική ενέργεια βασισμένη σε εναλλασσόμενα ρεύματα (δηλαδή, κινητήρες και γεννήτριες), ανακάλυψε τον λαμπτήρα νέον κι έπαιξε με πολλά-πολλά άλλα, ακόμη πιο θαυμαστά πράγματα, όπως πειράματα της λεγόμενης ραδιοαστρονομίας… Νίκολα Τέσλα, ζωντανή απόδειξη του ότι ο ήσκιος τού μάγου δεν έχει πάψει ποτέ να τυλίγει τον επιστήμονα, ακόμα και στην καρδιά τού εικοστού αιώνα, τεκμήρια μιας ηλεκτρισμένης ζωής, τούτα τα αλλόκοτα αντικείμενα που ξυπνούν μέσα μου ανατριχιαστικά προεικάσματα μέλλοντος σαν αράχνη επιστημονικής φαντασίας…
 
Το βράδυ τής μεγάλης Πέμπτηςπαρακολουθήσαμε λειτουργία στον Καθεδρικό τής πόλης· απέναντι ακριβώς, στην Κράλια Πέτρα, είναι το Μουσείο τής Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και δίπλα το ατμοσφαιρικό CathedralCafe, το παλαιότερο λένε χάνι και καφάνα στο Βελιγράδι. Είχαμε περάσει το απόγευμα στο καλοδιατηρημένο αρχοντικό τής πριγκίπισσας Λιούμπιτσα, δυο δρόμους παρακάτω, που έφτιαξε γι’ αυτήν και τα παιδιά της ο πρίγκιπας Μίλος (Ομπρένοβιτς) το 1831. Μετά την εξαναγκασμένη αποχώρηση της πριγκιπικής οικογένειας στέγασε το Λύκειο της πόλης και ύστερα ποικίλα δημόσια ιδρύματα, με τελευταίο το Ινστιτούτο για την Προστασία των Πολιτισμικών Μνημείων τής Σερβίας· ανακαινισμένο σήμερα, λειτουργεί ουσιαστικά ως μουσείο. Αμυδρές πινελιές ευρωπαϊκού μπαρόκ χωνεύονται διακριτικά στη βαλκανική του αρχιτεκτονική· ένα μέρος τής επίπλωσης είναι τουρκοβαλκανικού ύφους, ενώ το υπόλοιπο απηχεί μάλλον το στυλ που συνηθιζόταν στην Κεντρική Ευρώπη των μέσων τού δέκατου ένατου αιώνα, με ανατολίτικα χαλιά, πορσελάνες, βαριές κουρτίνες και πίνακες του είδους που εισάγονταν ενθουσιωδώς στη Σερβία τη δεκαετία τού 1830 για να κοσμήσουν το εσωτερικό πριγκιπικών κατοικιών αλλά και των σπιτιών πλουσίων εμπόρων. Το πιο αυθεντικό του κομμάτι είναι το τούρκικο χαμάμ στην πρώτο όροφο.
 
Και η  βραδιά κατάληξε ––μιας και είμαστε εκεί κοντά–– στο θρυλικό Writer’sClub, toεστιατόριο της Εταιρείας Συγγραφέων τής Σερβίας με την ωραία ταράτσα και τα βαριά του μακρόστενα τραπέζια κάτω από τις λεύκες. Τα χρόνια τής σοσιαλιστικής δημοκρατίας σύχναζε εδώ η αφρόκρεμα της γιουγκοσλαβικής διανόησης και ήταν τόπος εντατικής ανταλλαγής ιδεών αλλά και θερμοκήπιο των πρωτοποριακών λογοτεχνικών ρευμάτων. Σήμερα δεν είναι παρά ένα μέρος για να δοκιμάσεις ωραίες εθνικές σπεσιαλιτέ, με άψογο σέρβις και θέα στο Εθνικό Θέατρο απέναντι. Αυτή η ανήσυχη διανόηση των πρώην Ανατολικών χωρών, κριτική στις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις των χωρών της αλλά με βαθιά και ανυπόκριτη δέσμευση στα σοσιαλιστικά ιδεώδη, έχοντας το ένα μάτι στραμμένο στη Δύση και έτοιμη να υποδεχθεί ό,τι νέο ερχόταν από ’κεί, ήταν από τα πιο ελπιδοφόρα πράγματα στην Ευρώπη τα χρόνια τού ’50, του ’60 και ιδίως του ’70· πόσο καταθλιπτικό είναι το κενό που άφησε πίσω της μόλις σήμερα αρχίζουμε να το νιώθουμε, τώρα που ο ανεμοστρόβιλος πήρε, μαζί με εύθραυστα εκείνα κοινωνικά πειράματα που έκαναν δυνατή την ύπαρξή της, το ίδιο το έρεισμα της σκέψης σε μια στέρεα υλική πραγματικότητα, μια αφελή πίστη στο μέλλον, πέστε το κι έτσι, που πάει μαζί όμως με τη βεβαιότητα πως η γλώσσα μιλάει για να πει κάτι. Τότε που οι άνθρωποι έγραφαν ακόμα στο χέρι ή στη γραφομηχανή και είχαν κάτι να μοιραστούν μεταξύ τους.
 
Μπέογκραντ θα πει «πόλη τού φωτός». Είναι παράξενο, αλλά έχει στη μνήμη μου αποτυπωθεί σαν μια αναίτια ηλιόλουστη εικόνα· και τη σημασία αυτού του πράγματος καταλαβαίνει πλήρως κανείς όταν περάσει τα σύνορα με τη Βοσνία. Εδώ δεν μπορείς ν’ αποφύγεις όλα εκείνα που το Βελιγράδι έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να απωθεί – το βάρος τής πρόσφατης ιστορίας και τις τρομερές της συνέπειες… Είναι, πώς να το πω, μια λεπτή αίσθηση οδύνης που πλανιέται στον αέρα, μια μελαγχολία που τρυπώνει ακόμη και στις καμάρες των γεφυριών, περνάει μέσ’ από τα σκόρπια ερειπωμένα κάστρα, τυλίγει τους καταπράσινους λόφους και τις κρημνώδεις δασωμένες πλαγιές, και κατακάθεται σαν γκρίζα αχλύ στην πόλη όπου φτάσαμε το απόγευμα εκείνο με νοικιασμένο αυτοκίνητο, μια πόλη που μπορείς να την πεις ωραία, που θα μπορούσες να την πεις ίσως και ονειρική – το Σεράγεβο. Το επιλεγόμενο «μαρτυρικό»…
 
Είναι πόλη μικρή, κουκλίστικη, χτισμένη στη στενή κοιλάδα τού ποταμού Μιλιάτσκα ο οποίος τη διασχίζει απ’ άκρου εις άκρον σαν κανάλι. Μετά το αρχιτεκτονικό αμάλγαμα του Βελιγραδίου, ήταν ανάπαυση για το μάτι να βλέπει αυτό το σχεδόν ομοιόμορφο οικιστικό χρώμα, το τόσο αναγνωρίσιμα βαλκανικό, με τις αδρές πέτρινες λιθοδομές και τις στέγες από κόκκινο κεραμίδι (κι ανάμεσα τους, μιναρέδες παντού να ξεπετάγονται σαν πέτρινες ικεσίες στον ουρανό που έπαιρνε να γεμίζει σκιές). Όλα βέβαια ανοικοδομήθηκαν… Στην παλιά μουσουλμάνικη γειτονιά τού Μπασκαρσιγιά, που ομφαλός της είναι η κρήνη Σεμπίλ και τ’ ομώνυμο τζαμί, βομβεί αδιάκοπα ένα ανθρώπινο μελίσσι, στο ωραίο λιθόστρωτο και στα σκαλιά της λιάζονται σμήνη περιστέρια, τσίκνες από τσεβάπτσιτσι και σουτζούκιτσε και καφενέδες με ανατολίτικα γλυκά, και όλα θυμίζουν Ισταμπούλ ή Κομοτηνή –  γνώριμη ζεστασιά τής βαλκανικής Ανατολής που μας ξαναβρίσκει αιφνίδια τόσο ξεχασμένους, ένα κομμάτι χρόνου που χασομέρησε, λες, κι έχασε τον ρυθμό του μένοντας πίσω από τον μεγάλο βηματισμό… Η κρήνη ξύλινη, σκαλιστή σαν κυλινδρικό κιόσκι με ξυλόγλυπτη δαντέλλα και τσίγκινο τρούλο, είναι από το 1891· αντικρίζει το μπεζεστένι, τη σκεπαστή αγορά με τις θολωτές στοές, την αυλή των χαλκωματάδων και τα λουτρά· πολύ κοντά, το μεγάλο τζαμί τού Χατζή Μουσρέφ Μπέη και η μάδρασα, ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα από τον δέκατο έκτο αιώνα. Τον καιρό που η οθωμανική κυριαρχία εδραιωνόταν γερά σε αυτή τη γωνιά των Βαλκανίων αφήνοντας πίσω της λαμπρά τεκμήρια δόξας και ισχύος.
 
            Από το 1482, όταν έπεσε το απρόσιτο κάστρο τού Μπλάγκατζ που υπεράσπιζε ο τελευταίος πρίγκιπας της οικογένειας του Στιεπάν Βούλκιτζ, η Βοσνία έγινε μέρος τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο προσηλυτισμός δεν ήταν υποχρεωτικός, έγινε όμως ελκυστικός για τις ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου που πρόσφερε στο ντόπιο χριστιανικό στοιχείο. Οι Βόσνιοι υπήρξαν φημισμένοι στρατιώτες τού Οθωμανικού στρατού και κάποιοι αναρριχήθηκαν σε υψηλά αξιώματα της Αυλής. Ο πιο αξιοσημείωτος είναι ίσως ο Μεχμέτ Πασά Σοκόλοβιτς, που έγινε Μεγάλος Βεζίρης (1565-79) και διοίκησε αποτελεσματικά μια τεράστια επαρχία για λογαριασμό τριών σουλτάνων· στις μέρες του χτίστηκε, μεταξύ άλλων, το θρυλικό «Γεφύρι τού Δρίνου».
 
            Η Οθωμανική διοίκηση δεν ήταν αυτό το μίγμα ωμότητας, διαφθοράς, αποδιοργάνωσης και δεσποτικής αυθαιρεσίας που περιγράφουν οι ευρωπαίοι περιηγητές τού δέκατου ένατου αιώνα. Επί σχεδόν τρεις αιώνες κυβέρνησε με πυγμή ασφαλώς, αλλά και με διοικητικό ορθολογισμό και δημοσιονομική αποτελεσματικότητα, επιβάλλοντας ειρήνη σε ένα αδιέξοδα μπερδεμένο κουβάρι λαών κι ένα σοφό μίγμα κεντροποίησης/αυτοδιοίκησης βασισμένο στον θεσμό των μιλιέτ: οργάνωση των υποτελών κοινοτήτων με βάση τη θρησκευτική τους πίστη και γύρω από τις θρησκευτικές τους αρχές, στις οποίες αφήνονταν σημαντικές εκπαιδευτικές, φοροεισπρακτικές και δικαστικές εξουσίες. Μία από τις αθέλητες συνέπειες αυτού, ήταν η θρησκεία να γίνει αποφασιστικό στοιχείο ταυτότητας των κοινοτήτων τής Ανατολικής Ευρώπης και άξονας συσπείρωσης εθνοπολιτισμικών διεκδικήσεων. Υπήρχαν, εκτός από τους ίδιους τούς Μουσουλμάνους, τέσσερα τέτοια μιλιέτ στην οθωμανική επικράτεια: Ρουμ (Ελληνορθόδοξοι), Ασσύριοι χριστιανοί, Αρμένιοι χριστιανοί και Εβραίοι (προβλεπόταν επίσης κάποια εκπροσώπηση για Καθολικούς, Καραΐτες και Σαμαρίτες). Η μοίρα των Εβραίων υπήρξε, ως γνωστόν, πολύ καλύτερη στις Οθωμανικές επικράτειες απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού στη χριστιανική Ευρώπη, γι’ αυτό και μετά την Ανακατάληψη της Ισπανίας το 1492καιτις διώξεις που ακολούθησαν εκεί, αλλεπάλληλα κύματα Σεφαραδιτών πλημμύρισαν την περιοχή ιδρύοντας ακμάζουσες παροικίες για πολλούς αιώνες.
 
            Υπάρχει όμως και μία άλλη, πιο σκοτεινή θρησκευτική ιστορία που στοιχειώνει αυτές εδώ τις περιοχές: είναι η αίρεση των Βογομίλων που διαδόθηκε σαν πυρκαγιά από τη Βουλγαρία ως τις ακτές τής Αδριατικής τον δέκατο αιώνα, επί βασιλείας τού Πέταρ τού Α΄ (και την απαθανάτισε στο βιβλίο του Ο θρύλος τού πρίγκιπα Σιμπίν ο Εμιλιάν Στάνεφ). Οι ρίζες της ήταν εμφανώς Γνωστικιστικές και είχε πολλά κοινά με την αίρεση των Παυλικιανών τής Αρμενίας. Ο Βογομιλισμός ήταν μια διδασκαλία δυαρχική: σύμφωνα με αυτήν ο Θεός είχε δύο γιους, τον Σαταναήλ και τον Ιησού, από τους οποίους ο πρώτος επαναστάτησε εναντίον τού Πατέρα του, έγινε το πνεύμα τού Κακού και δημιούργησε μέρος τού σύμπαντος. Το τελετουργικό των Βογόμιλων ήταν απλό: δεν δέχονταν την ιεροσύνη, τα ιερά μυστήρια και την τελετουργία τής επίσημης εκκλησίας, απέρριπταν τον πλούτο και την πολυτέλεια, δόξαζαν την ασκητική ζωή και κήρυτταν την ανυπακοή στην εξουσία. Η αίρεση εξαπλώθηκε αστραπιαία και απέκτησε πολλούς οπαδούς στο Βυζάντιο, στη Σερβία και στη Βοσνία. Τη στιγμή που σε όλη την Ευρώπη κορυφωνόταν ο φεουδαρχικός δεσποτισμός και η εκκλησιαστική επιβολή, οι Βογόμιλοι ύψωσαν πρώτοι τον πυρσό μιας διδασκαλίας για την κατάργηση των αδικιών, τον εξευγενισμό τής ανθρώπινης προσωπικότητας και την καθοδήγηση της ανθρώπινης ζωής σύμφωνα με το κοσμικό Καλό. Γι’ αυτό και η πλειοψηφία των χωρικών που υπέφεραν τα πάνδεινα από τον κατατρεγμό τού φεουδάρχη και του επισκόπου αγκάλιασε τον Βογομιλισμό, ο οποίος ξεπέρασε τα όρια των Βαλκανίων και ως τον δωδέκατο αιώνα διαδόθηκε υπό διάφορες μορφές στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ισπανία, τη Ρωσία, την Τσεχία, κ.α. Οι οπαδοί του αναφέρονται στις διάφορες χώρες με διάφορα ονόματα – Βογόμιλοι, Καθαροί, Αλβιγιανοί, Μπούγκρις… Η έλξη που ασκούσε ως κήρυγμα θρησκευτικής ανταρσίας στους φτωχούς και τους κατατρεγμένους προκάλεσε την ανελέητη αντίδραση τόσο της Καθολικής όσο και της Ορθόδοξης επίσημης εκκλησίας, η οποία απάντησε με αιματηρούς διωγμούς και μαζικές σφαγές. Η ανοχή που επέδειξε απέναντί της ο Πέταρ καθώς και το γεγονός ότι η αίρεση ξεπήδησε από τους σλαβικούς πληθυσμούς τής Μακεδονίας και της Θράκης, οδήγησαν αρκετούς από τους λατίνους συγγραφείς τής εποχής να την ονομάζουν «η βουλγαρική αίρεση».
 
Από τα τέλη τού δέκατου όγδοου αιώνα εν πάση περιπτώσει η Οθωμανική αυτοκρατορία ––για να επιστρέψουμε σ’ αυτήν–– μπαίνει σε τροχιά προϊούσας σήψης, που κάνει τα πράγματα όλο και χειρότερα για τους υπηκόους της. Όλα ο δέκατος ένατος αιώνα σημαδεύεται από εξεγέρσεις στα Βαλκάνια, οι οποίες θα οδηγήσουν σε μιαν αλυσίδα από εθνικές ανεξαρτησίες. Ανατολικά τής Βοσνίας, η Σερβία είχε κερδίσει την έμπρακτη ανεξαρτησία της μετά το 1815 (θα επισημοποιηθεί τύποις το 1878, μαζί με την ανεξαρτησία τής Βουλγαρίας και της Ρουμανίας). Στη δεκαετία τού 1870, μια απόπειρα εξέγερσης στη Βοσνία θα οδηγήσει σε φοβερά αντίποινα και 200.000 Βόσνιοι χριστιανοί θα καταλήξουν πρόσφυγες στην Αυστρουγγαρία. Οι Αυστριακοί θα εκμεταλλευθούν την ευκαιρία και (έχοντας πάρει το πράσινο φως από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις στο Συνέδριο τού Βερολίνου, επίσης το 1878) θα εισβάλουν προσαρτώντας de facto τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Σιδηροδρομικές γραμμές συνδέουν το Σεράγεβο με την υπόλοιπη εκμοντερνιζόμενη Ευρώπη, ρωμαλέα κεντροευρωπαϊκά κτήρια υψώνονται παντού και οι δρόμοι του ηλεκτροφωτίζονται πριν από την ίδια τη  Βιέννη – υπήρχαν αμφιβολίες ακόμα για την ασφάλεια του ηλεκτρικού ρεύματος, βλέπετε, και φάνηκε φρονιμότερο να δοκιμαστεί στις «αποικίες»…
 
 Σε αυτές τις συνθήκες επωάζεται ένα εθνικιστικός αναβρασμός με συγκρουόμενες βλέψεις, που θα εγγράψει μακάβρια υποθήκη για το μέλλον. Οι Καθολικοί τής Ερζεγοβίνης ταυτίζονταν με τους Κροάτες στα ανατολικά τους που ανήκαν στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Οι βόσνιοι Ορθόδοξοι ταυτίζονταν με την ανεξάρτητη Σερβία και ονειρεύονταν να γίνουν μέρος τής μεγάλης Σερβικής πατρίδας· κι ένα 40% μουσουλμανικού πληθυσμού που έχασε απότομα τα προνόμιά του άρχισε να αναπτύσσει μια δική του, ξεχωριστή εθνική συνείδηση βλέποντας προς την Ισταμπούλ και το μακεδονικό σαντζάκ στον νότο.
 
Βγαίνοντας από τον Μπασκαρσιγιά, προς τα δυτικά, μπαίνεις απότομα στο ευρωπαϊκό κομμάτι τής πόλης. Εξαίσια δείγματα της αρχιτεκτονικής των Αψβούργων – Η Ακαδημία Καλών Τεχνών, το Εθνικό Θέατρο, το Ταχυδρομείο, ο Καθολικός ναός τού Αγίου Αντωνίου και ο νέο-γοτθικός Καθεδρικός με τα οξυκόρυφα καμπαναριά… Ένα αδιανόητο έργο τέχνης είναι το παλαιό Δημαρχείο τής Πόλης με τον μοναδικό του μικτό ρυθμό, εκλεκτική σύνθεση αναγεννησιακής γραμμής με ψευδο-μαυριτανική πρόσοψη: λέγεται ότι ο αρχιτέκτονας Αλεξάντρο Βίτεκ στάλθηκε στο Κάιρο για να μελετήσει ειδικά την ισλαμική τέχνη και αρχιτεκτονική· όταν πέθανε το 1894 στο Γκρατς, το έργο συνέχισε και αποπεράτωσε ο Κίριλ Ιβέκοβιτς. Σήμερα το ιστορικό αυτό μέγαρο, στη βόρεια όχθη τού ποταμού, κάπου 500 μέτρα από τη Λατινική Γέφυρα, στεγάζει τη Βιβλιοθήκη (και προσπαθεί ακόμα να επουλώσει τα τραύματα που του προκάλεσαν οι οβίδες τού Σερβικού πυροβολικού). Εδώ, το πρωί τής 28ης Ιουνίου 1914 πραγματοποιήθηκε η τελετή υποδοχής τού αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου, διαδόχου τού θρόνου τής Αυστρίας, και φεύγοντας από εκεί, στο ύψος τής Λατινικής Γέφυρας, ήταν που έπεσε η μοιραία πιστολιά.
 
Ήταν η τελευταία πράξη τού ανταγωνισμού των αρπακτικών ευρωπαϊκών δυνάμεων για τη μοιρασιά των υπολειμμάτων της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο οποίος και πυροδότησε τους Βαλκανικούς Πολέμους τού 1912-13· ο άνθρωπος που δολοφόνησε τον αρχιδούκα ήταν ένας Σέρβος εθνικιστής, ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ, πίσω του όμως κρυβόταν η εθνικιστική οργάνωση «Μαύρη Χειρ» και ο λοχαγός Ντραγκούτιν Ντιμιτρίγιεβιτς, οι ίδιοι που μερικά χρόνια πριν, το 1903, είχαν δολοφονήσει τον βασιλιά τής Σερβίας Αλέξανδρο τον Α΄ (Ομπρένοβιτς) και τη σύζυγό του Ντράγκα, για να ενθρονίσουν τον εξόριστο μνηστήρα τού θρόνου Πέτρο Καραγεώργεβιτς (ολοκληρώνοντας έναν μακρύ κύκλο αιματηρής βεντέτας ανάμεσα στις δύο δυναστείες ––Ομπρένοβιτς και Καραγεώργεβιτς–– για τον θρόνο τής Σερβίας). Ένα μήνα μετά τη δολοφονία του Αρχιδούκα στο Σεράγεβο, εν πάση περιπτώσει, η Αυστρία κήρυσσε πόλεμο στη Σερβία και όλη η δυτική Ευρώπη συρόταν στη δίνη τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
 
Με το τέλος τού Πολέμου και της διάλυση των δύο αυτοκρατοριών (Αυστροουγγρικής και Οθωμανικής), Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Σερβία και Κοσσυφοπέδιο, Μαυροβούνιο και Μακεδονία σχημάτισαν το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων που το 1929 μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία («Γη των Νοτίων Σλάβων»). Ήταν η πρώτη δημιουργία αυτής της πολιτικής οντότητας που έμελλε να δοκιμαστεί και πάλι σκληρά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη διάρκειά του η επαρχία τής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης κατελήφθη από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς κι ενσωματώθηκε στο νεοϊδρυθέν φασιστικό κράτος τής Κροατίας. Οι κροάτες Ουστάτσι ξεπέρασαν τους γερμανούς ναζί στον ζήλο με τον οποίον καταδίωξαν τους Εβραίους τής Βοσνίας – και μαζί, βέβαια, Σέρβους και Μουσουλμάνους (μολονότι, για να γίνουν ακόμη πιο περίπλοκα τα πράγματα, κάποιοι Μουσουλμάνοι συμμάχησαν με τους ναζί κατά των Σέρβων συντοπιτών τους). Οι Σέρβοι σήκωσαν το κύριο βάρος τής αντιφασιστικής αντίστασης με δύο μέτωπα, τους εθνικιστές Τσέτνικ και τους κομμουνιστές υπό την ιδιοφυή καθοδήγηση του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Το 1943 το Αντιφασιστικό Συμβούλιο Λαϊκής Απελευθέρωσης του στρατάρχη Τίτο συνέταξε σύνταγμα για τη μεταπολεμική Σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία, η οποία το 1944 (και με τη βοήθεια τού επελαύνοντος Ερυθρού Στρατού) ήταν γεγονός. Το 1954, ως γνωστόν, ο Τίτο διέρρηξε τις σχέσεις του με τη Μόσχα κι έγινε ηγετική φιγούρα του Κινήματος των Αδεσμεύτων (μαζί με τον Νάσερ, τον Νεχρού και τον Μακάριο). Στο πλαίσιο τής Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας η Βοσνία παρέμενε μάλλον υπανάπτυκτη επαρχία παρά τον εξαιρετικό πλούτο της σε ξυλεία και μεταλλεύματα.
 
            Η πλατεία μπροστά στον πολυσύχναστο Καθολικό Καθεδρικό είναι ένα κομψό και πολυσύχναστο μέρος. Εκεί καθίσαμε για να πιούμε καφέ το δεύτερο απόγευμα, κι εκεί, στο πεζοδρόμιο δεξιά μας, είδαμε ένα από τα τελευταία εναπομείναντα «ρόδα τού Σεράγεβο». Έλεγαν έτσι τα μακάβρια σκαμμένα αποτυπώματα από βλήματα όλμων, τα οποία συμβολικά οι κάτοικοι γέμιζαν εκ των υστέρων με παχύ στρώμα κόκκινης μπογιάς.  
 
Εξ άλλου, η πόλη είναι γεμάτη νεκροταφεία. Διαβάζουμε πάνω στις πλάκες τις χρονολογίες: οι καταληκτικές, στη συντριπτική τους πλειονότητα μεταξύ 1993 και 1999 (και οι γενέθλιες συνήθως πολύ κοντά). Το Σεράγεβο είναι μια πόλη περίκλειστη, σαν τον πάτο πηγαδιού. Αυτές οι ωραίες, κατάφυτες πλαγιές που βλέπεις από παντού να την περιβάλλουν οδηγώντας σε μια στεφάνη από κορυφογραμμές, έγιναν μια ορισμένη στιγμή βρόχος θανάτου. Από το 1993 ως το 1995 το σερβικό πυροβολικό, ακροβολισμένο στα υψώματα υπό τις διαταγές τού δυσώνυμου Ράτκο Μλάντιτς, βομβάρδιζε ακατάπαυστα κάνοντας την πόλη ένα τεράστιο μνήμα για τους κατοίκους της. 10.500 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 50.000 τραυματίστηκαν, ενώ μια κληρονομιά έξι αιώνων έγινε σχεδόν στάχτη. Η θλίψη τού Σεράγεβο ανακαλεί την πιο φρικαλέα κορύφωση του πρόσφατου Γιουγκοσλαβικού εμφυλίου.
 
            Μετά τον θάνατο του Τίτο το 1980 όλα τα εθνικιστικά πάθη που κρυφόκαιγαν αναζωπυρώθηκαν, με τεράστια ευθύνη τού υπερεθνικιστή σέρβου ηγέτη Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ασφαλώς, προπάντων όμως με την εγκληματική εξωτερική υποκίνηση των Ευρωατλαντικών δυνάμεων – κυρίως της Γερμανίας… Πρώτοι κινήθηκαν οι Σλοβένοι και οι Κροάτες, το 1989. Η Σλοβενία, με την υποστήριξη της Γερμανίας και του Βατικανού, κέρδισε την ανεξαρτησία της το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ύστερ’ από έναν σύντομο πόλεμο 10 ημερών με τον γιουγκοσλάβικό στρατό. Με την Κροατία, υπό τον ακροδεξιό ηγέτη Φράνιο Τούτζμαν, τα πράγματα ήταν δυσκολότερα δεδομένου ότι στην επικράτειά της υπήρχαν σερβικοί πληθυσμοί που αντιστέκονταν (ο σερβικός θύλακος της Κράινα στον νότο κήρυξε αμέσως τη δική του «ανεξαρτησία»). Μετά από δύο χρόνια σκληρές εχθροπραξίες, Μιλόσεβιτς και Τούτζμαν είχαν μια σειρά μυστικές συνεννοήσεις και φαίνεται ότι, θεωρώντας δεδομένη πλέον την αυτονόμηση της Κροατίας, σχεδίαζαν να μοιραστούν τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Οι βόσνιοι Μουσουλμάνοι όμως εξεγέρθηκαν με τη σειρά τους υπό τον Αλία Ιτζμπέγκοβιτς και τον Οκτώβριο του 1991 κήρυξαν επίσης την ανεξαρτησία τους. Αναγνωρίστηκε με εντυπωσιακή προθυμία από τη διεθνή κοινότητα στις 6 Απριλίου 1992, αλλά το Σεράγεβο ήταν ήδη κυκλωμένο από τον σερβικό στρατό… Κι ενώ το Σεράγεβο βομβαρδιζόταν αλύπητα, στα δυτικά τής επαρχίας, Καθολικοί εξοπλισμένοι από τη γειτονική Κροατία έδιωχναν με αγριότητα τους Σέρβους από τα χωριά τους. Ταυτόχρονα, από τις αρχές τού 1993 ξεσπούν εχθροπραξίες ανάμεσα σε Μουσουλμάνους και Καθολικούς τής περιοχής ανοίγοντας άλλο ένα μέτωπο. Ύστερ’ από επέμβαση του ΟΗΕ, ειρηνευτική δύναμη 7.500 κυανοκράνων επιχειρεί να δημιουργήσει ζώνες προστασίες αμάχων γύρω από τη Σρεμπένιτσα, όταν όμως το ΝΑΤΟ αποφάσισε με αεροπορικούς βομβαρδισμούς για να κρατήσει τους Σέρβους μακριά, αυτοί συνέλαβαν 300 κυανόκρανους και τους έκαναν ζωντανές ασπίδες. Τον Ιούλιο του 1995 ένας τέτοιος προστατευόμενος θύλακος έπεσε στις σερβοβοσνιακές δυνάμεις υπό τον Μλάντιτς και κάπου 8.000 Μουσουλμάνοι σφαγιάστηκαν σ’ ένα από τα χειρότερα μαζικά εγκλήματα στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (σε πολλούς θύμισε τη σφαγή των αμάχων Παλαιστινίων στη Σάμπρα και Σατίλα). Τον Αύγουστο η Κροατία εξεδίωξε 150.000 από τον σερβικό θύλακο της Κράινα, οι οποίοι κατέληξαν στη σερβική επαρχία τής Μπάνια Λούκα στη βόρεια Βοσνία. Το NATOκαι η κυβέρνηση Κλίντον έκαμψαν τελικά με τη δύναμη των βομβαρδιστικών το πείσμα των Σέρβων και τους οδήγησαν στη Συνθήκη τού Νταίητον το 1995, που ήταν η απαρχή τού διαμελισμού τής χώρας. Ο Μλάντιτς και Ράντοβαν Κάρατζιτς (ο ηγέτης των Σέρβων τής Βοσνίας) επικηρύχθηκαν ως εγκληματίες πολέμου και για πολλά χρόνια κρύβονταν.
 
            Εν συνεχεία υποκινήθηκαν ταραχές από τους αλβανούς αυτονομιστές στο Κοσσυφοπέδιο (Κόσοβο). Αυτό πήγαινε πολύ, διότι η περιοχή έχει τεράστιο συμβολικό φορτίο για τους Σέρβους. Το Κοσσυφοπέδιο (η αποκαλούμενη «Παλαιά Σερβία») είναι η φαντασιακή κοιτίδα τού σερβικού έθνους, η καρδιά τής ένδοξης μεσαιωνικής Σερβικής Αυτοκρατορίας, που έγινε κυρίαρχη δύναμη στα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, πριν και η ίδια πέσει στους Οθωμανούς. Η μέγιστη ακμή της συμπίπτει με τη βασιλεία τού Στέφανου Δουσάν (1331-1355), του επιλεγόμενου «ισχυρού», επί των ημερών τού οποίου η Σερβία απέκτησε τη μέγιστη έκτασή της: κάλυπτε ουσιαστικά ολόκληρη τη Βαλκανική Χερσόνησο, εκτός από τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Ο Στέφανος θέσπισε το Σύνταγμα της Σερβικής Αυτοκρατορίας, γνωστό ως «Κώδικας του Δουσάν», και αναβάθμισε τη Σερβική Εκκλησία από αρχιεπισκοπή σε Πατριαρχείο· νίκησε τους Ούγγρους και τους Οθωμανούς και φαινόταν έτοιμος να πάρει την ίδια την Κωνσταντινούπολη καταλύοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στο τελευταίο της καταφύγιο, όταν ξαφνικά θα πεθάνει στο στρατόπεδό του,  πιθανώς δηλητηριασμένος. Η αυτοκρατορία του κατέρρευσε τη στιγμή τής πιο μεγάλης της δόξας ενώ τα διαιρεμένα της υπολείμματά έγιναν πλέον εύκολη λεία για τους Τούρκους, οι οποίοι εντέλει συνέτριψαν μιαν αδύναμη και καχύποπτη συμμαχία Σέρβων, Αλβανών και Βουλγάρων πριγκίπων στη μοιραία πεδιάδα τού Κοσσυφοπεδίου. Η αποφράδα εκείνη ημέρα τού Ιουνίου 1389 απαθανατίστηκε στο «Έπος τού Κοσόβου», ένα απόσταγμα χρονικών, τραγουδιών και προφορικών αφηγήσεων που συμβολίζει το μαρτυροδρόμιο του σερβικού έθνους, υπερασπίζοντας την τιμή του και τη Χριστιανοσύνη κατά των απίστων. Τον δέκατο ένατο αιώνα, στον ανεμοστρόβιλο των εθνοτικών αφυπνίσεων, έγινε συστατικός μύθος τής εθνικής ταυτότητας και της πολιτισμικής και πολιτικής ενοποίησης των Σέρβων και των νοτιοσλαβικών εθνών. Οι Αλβανοί από την πλευρά τους έβλεπαν πάντα τις περιοχές αυτές ως δική τους κοιτίδα, και τους Σλάβους ως εισβολείς-κατακτητές που απώθησαν τους προγόνους τους από τη μακεδονική γη στα βουνά τής Αλβανίας. Τώρα που οι μεγάλες δυνάμεις ––οι ΗΠΑ με τους δυτικούς της συμμάχους από τη μία πλευρά, και η Τουρκία από την άλλη–– είναι για τους δικούς τους ιδιοτελείς λόγους με το μέρος τους, νιώθουν πως ήρθε η στιγμή τής ιστορικής εκδίκησης. Ο UCK, μαφιόζικου τύπου αλβανική παραστρατιωτική οργάνωση, έγινε ο ένοπλος προασπιστής τού οράματος της Μεγάλης Αλβανίας. 
 
Η αντεπίθεση των Σέρβων το 1998-99 ήταν μια σαρωτική εθνοκάθαρση που οδήγησε κάπου 800.000 αλβανούς Κοσοβάρους στη Μακεδονία και στην Αλβανία – αλλά η επέμβαση της Δύσης υπήρξε αστραπιαία και αποφασιστική. Οι βομβαρδισμοί τού Βελιγραδίου ήταν η τελευταία πράξη. Ο Μιλόσεβιτς έπεσε τελικά στις εκλογές τού 2000, και όταν ακόμα και οι Ρώσοι έδωσε την υποστήριξή της στον νικητή Βοϊσλάβ Κοστούνιτσα, το τέλος του είχε κριθεί. Το Μαυροβούνιο είχε μείνει ο τελευταίος σύμμαχος της Σερβίας, αλλά τον Μάιο του 2005, υπό τη μεθοδευμένη πίεση της Δύσης, 55% των Μαυροβουνίων ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας τους από τη Σερβία, η οποία κηρύχθηκε επισήμως τον επόμενο μήνα. Τον Φεβρουάριο του 2008 ανάλογη κίνηση έγινε από το Κόσοβο, πράγμα που η Σερβία θεωρεί παράνομο κι εξακολουθεί ν’ αντιμάχεται πεισματικά. Τα προβλήματα των εθνοτικών θυλάκων που παραμένουν εγκλωβισμένοι σε αυτά τα κρατίδια παραμένουν τεράστια.
 
Το απόγευμα του μεγάλου Σαββάτου συναντήσαμε στον Ορθόδοξο Καθεδρικό τής Θεοτόκου τη Νάντα. Μας την είχε συστήσει ο Μίρκο. Σερβικής υπηκοότητας, εργαζόταν για τον ΟΗΕ και μας μίλησε με πολλές λεπτομέρειες για τα προβλήματα της χώρας. Σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος τού πολέμου η Βοσνία είναι μια τελείως κατεστραμμένη περιοχή, η ανεργία φτάνει το 50%, και ζει ουσιαστικά από τη βοήθεια των ξένων (τη λεγόμενη «ανθρωπιστική»). Με όλη την ξένη κηδεμονία, προφανώς, που αυτό συνεπάγεται. Η Συνθήκη του Νταίητον δημιούργησε ένα περίεργο σχήμα τριμερούς εκ περιτροπής προεδρίας εκ μέρους των τριών βασικών κοινοτήτων τής χώρας, υπό τη διαιτησία ενός Ανώτερου Εκπροσώπου τής Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος ουσιαστικά έχει, όπως θα περίμενε κανείς, όλη την πραγματική εξουσία (είναι το ίδιο περίπου σχήμα που με το Σχέδιο Ανάν προσπάθησαν ––και ακόμα πασχίζουν–– να επιβάλουν στην Κύπρο).