του Γιώργου Μουργή

Δημιουργώντας, έτσι, το γνώριμο πλέον σε όλους μας ιδιότυπο καθεστώς εξαίρεσης -το οποίο καταστρατηγεί με χαρακτηριστική ευκολία βασικά και αναφαίρετα δικαιώματα των κρατουμένων- λειτουργώντας τιμωρητικά για όσους και όσες θεωρούνται ή βαφτίζονται επιλεκτικά, εχθροί και πολιτικοί αντίπαλοι κράτους και εξουσίας, από συγκεκριμένα δικαστικά και πολιτικά κέντρα. 

Ο Σπύρος Χριστοδούλου, κρατούμενος στη φυλακή Λάρισας, βρίσκεται από
τις 14 Ιανουαρίου σε απεργία πείνας, διεκδικώντας να συγχωνευτούν οι
ποινές που εκκρεμούν σε βάρος του, σύμφωνα με το άρθρο 551 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς και να κριθεί η αίτησή του από το αρμόδιο σύμφωνα με το νόμο δικαστήριο που αυταπόδεικτα δεν είναι άλλο από το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.

Κλείνοντας πέντε εβδομάδες απεργίας πείνας, με είκοσι δύο κιλά απώλεια βάρους και την κατάσταση της υγείας του -σύμφωνα με την τελευταία ιατρική γνωμάτευση-  ιδιαίτερα επιβαρυμένη, εξακολουθεί να διεκδικεί τα αυτονόητα που προβλέπει η εφαρμογή του νόμου για τις υποθέσεις του και την περίπτωσή του, περί συγχώνευσης των ποινών του.

Το δικονομικό, δε, παράδοξο που συμπληρώνει το αληθινό αυτής της ιδιότυπης εκδικητικής εξαίρεσης για τον Σπύρο Χριστοδούλου είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει καθορισμός συνολικής ποινής όπως προβλέπουν για όλους τους κρατούμενους και τις κρατούμενες οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, του Σωφρονιστικού αλλά και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Και αυτό δεν αποτελεί απλά μία τυπική διαδικασία αλλά ουσιαστική στη πράξη, με αποτέλεσμα διαδοχικά να παρατείνεται ανεπίτρεπτα ο χρόνος κράτησής του χωρίς κανένας να γνωρίζει πόσα χρόνια έκτισης ποινής έχει ακόμα ή πότε θα αποφυλακιστεί.

Το ΤΡΡ επικοινώνησε με την Κάτια Τάτση, δικηγόρο και συνήγορο του Σπύρου Χριστοδούλου θέτοντας μια σειρά ερωτήσεις για την εξέλιξη της υπόθεσης αυτής αλλά και την πορεία της υγείας του ύστερα από ένα μήνα απεργίας πεινάς:

Εξηγήστε μας την ουσία του αιτήματος και τους λόγους που οδήγησαν τον Σ. Χριστοδούλου στην απεργία πείνας

Ο Σπύρος Χριστοδούλου μέχρι στιγμής έχει υποβάλλει συνολικά τρεις
διαδοχικές αιτήσεις περί καθορισμού συνολικής ποινής απευθυνόμενες προς
το αρμόδιο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, καμία από τις
οποίες, εσφαλμένα, δεν εισήχθη προς συζήτηση στο Δικαστήριο στο οποίο
απευθυνόταν με πράξεις των Εισαγγελέων Εφετών Αθηνών που χρεώθηκαν
τις αιτήσεις του.

Ειδικότερα, η πρώτη αίτηση που υπέβαλε όπως και η τρίτη κατά σειρά,
διαβιβάστηκαν αναρμόδια στην Εισαγγελία Εφετών Ευβοίας με το σκεπτικό
πως η βαρύτερη ποινή του, δηλαδή αυτή η προηγούμενη συγχωνευτική
απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, δεν μπορεί να
συγχωνευθεί με τις υπόλοιπες, με την αιτιολογία πως ο Σπύρος
Χριστοδούλου φέρεται να τέλεσε αδίκημα κατά το χρόνο της δοκιμασίας,
δηλαδή κατά το χρόνο της υπό όρο απόλυσης.

Με αυτό το εσφαλμένο σκεπτικό διαβίβασαν την αίτηση στην Εισαγγελία του τόπου που βρίσκεται το Δικαστήριο που επέβαλε τη δεύτερη κατά σειρά βαρύτερη ποινή.
Η αιτιολογία αυτή των Εισαγγελέων Εφετών Αθήνας αντίκειται στη διάταξη του νόμου, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν έχουν ουδεμία εξουσία να κρίνουν την αρμοδιότητα, εξουσία που έχει μόνο το Δικαστήριο που θα εξετάσει την ουσία της αίτησης.

Πέρα από αυτό, έκριναν παράτυπα και ταυτόχρονα χωρίς να ελέγξουν το μείζον, δηλαδή, τον βασικό και νόμιμο ισχυρισμό που περιλαμβάνεται στην αίτηση πως η απόλυση υπό όρο που είχε χορηγηθεί στο παρελθόν θεωρείται -χωρίς να απαιτείται καμιά περαιτέρω διατύπωση- σαν να μην είχε χορηγηθεί ποτέ, σύμφωνα με το άρθρο 101 του Ποινικού Κώδικα.

Περιγράφετε μια αυθαιρεσία, αν κατάλαβα καλά;

_ Ναι. Ο Σπύρος Χριστοδούλου βρίσκεται σε μόνιμη «δικαστική» οδύσσεια όπως εξελίχθηκε η αίτηση του προς το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών περί καθορισμού συνολικής ποινής.

Ταυτόχρονα μέσω μιας μεθοδευμένης ολιγωρίας και εξουδετέρωσης κάθε ένδικου μέσου από πλευράς Εισαγγελικών Αρχών, καθώς και  με τις παράτυπες πρακτικές  θέτουν εν γνώση τους σε σοβαρή διακινδύνευση τη ζωή και την υγεία ενός ανθρώπου. Όπως είναι ήδη γνωστό οι αιτήσεις του, μέχρι σήμερα, ουδέποτε εισήχθησαν προς κρίση στο δικαστήριο που απευθυνόταν και παρά του γεγονότος πως σύμφωνα με το νόμο, οι Εισαγγελείς έχουν υποχρέωση να εισαγάγουν τις σχετικές αιτήσεις στο Δικαστήριο, το οποίο είναι και το μοναδικό αρμόδιο να τις κρίνει, στην περίπτωση του Σπύρου Χριστοδούλου, έχουν εφεύρει διάφορες καινοφανείς πρακτικές προκειμένου η αίτησή του να μην τύχει της αρμόζουσας δικαιοδοτικής κρίσης.

Παρόλα αυτά η Εισαγγελία Εφετών Ευβοίας προσδιόρισε τη συζήτηση της αίτησης για τις 28 Φεβρουαρίου στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Ευβοίας;

Κατόπιν συνεχών καθυστερήσεων -καθυστερήσεις που σαν αποτέλεσμα έχουν τη συνεχή επιδείνωση της υγείας του, η αίτησή του διαβιβάστηκε -αναρμόδια πάλι-  στην Εισαγγελία Εφετών Ευβοίας.

Ο Σπύρος Χριστοδούλου παραιτήθηκε νόμιμα της συζήτησης τής αίτησής του από το αναρμόδιο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Ευβοίας.
Αυτή τη φορά όμως του επεφύλαξαν νέα δυσάρεστη «έκπληξη» προσδιορίζοντας την αίτηση για τις 28 Φεβρουαρίου σε αναρμόδιο Δικαστήριο.

Παρά τη ρητή παραίτησή του, η οποία συνοδεύτηκε από δική μου σχετική αίτηση, η Εισαγγελέας Εφετών Ευβοίας, αρνήθηκε να ακούσει και να λάβει υπόψη τους νόμιμους και βάσιμους ισχυρισμούς που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Αθήνας και ευθυγραμμίστηκε απόλυτα με την εσφαλμένη νομικά άποψη των Εισαγγελέων Εφετών Αθηνών που επιλήφθησαν των σχετικών αιτήσεων, δηλώνοντας πως αυτά είναι ζητήματα που θα τα κρίνει το Δικαστήριο, παρά τη κρίσιμη κατάσταση της υγείας του.

Μάλιστα, στην επιμονή μου σχετικά με την αδυναμία της να εισαγάγει την αίτηση που της διαβιβάστηκε, αναρμόδια και εσφαλμένα, στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων, καθώς αφενός υφίσταται αναρμοδιότητα και αφετέρου έχει μεσολαβήσει παραίτηση του αιτούντα, η απάντηση που έλαβα, μεταξύ άλλων, είναι πως έχει «υπηρεσιακή υποχρέωση» να την εισάγει στο ακροατήριο. 

Πώς γίνεται άραγε να έχει υπηρεσιακή υποχρέωση να εισάγει αίτηση στο δικαστήριο Εισαγγελέας η οποία επιλήφθηκε στη συνέχεια και στην οποία της διαβιβάστηκε εσφαλμένα αίτηση, αλλά αυτή την ίδια υπηρεσιακή υποχρέωση δεν την έχουν οι Εισαγγελείς της Αθήνας στους οποίους και υποβλήθηκαν οι σχετικές αιτήσεις, είναι πραγματικά απορίας άξιο.

Αντιλαμβάνομαι σωστά πως βρισκόμαστε απέναντι σε μια πρακτική με κάποια σκοπιμότητα;

Πράγματι, σχετικές πρακτικές αντιβαίνουν σε κάθε ερμηνεία του νόμου και κάθε έννοια ορθής και αποτελεσματικής απονομής δικαιοσύνης

Ο Σπύρος Χριστοδούλου, στα όρια της αντοχής, του ζητά και αξιώνει από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές να εξετασθεί στην ουσία η υπόθεση του και να ληφθούν υπόψη οι βάσιμοι νομικά ισχυρισμοί του, από το αρμόδιο Δικαστήριο στο οποίο και απευθύνθηκε.

Σε κάθε περίπτωση, η μοναδική εξουσία που έχουν,εν προκειμένω οι Εισαγγελείς είναι να εισαγάγουν την αίτηση και να προσδιορίσουν ημερομηνία δικασίμου, καθώς η τελική κρίση επαφίεται στο Δικαστήριο.  Αυτό που προβλέπει δηλαδή το δικαιϊκό μας σύστημα είναι πως σε περίπτωση διαφωνίας της Εισαγγελικής Αρχής ως προς τη βασιμότητα της αίτησης ή τη δυνατότητα συγχώνευσης ορισμένων από τις ποινές, ο Εισαγγελέας της έδρας δύναται να προτείνει την απόρριψη τής σχετικής αίτησης, ενώ η τελική κρίση ανήκει στο δικαστή.

Ευθύνη βέβαια φέρουν και οι Εισαγγελείς Εφετών Ευβοίας που ευθυγραμμίστηκαν με την εσφαλμένη νομικά άποψη της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών και εισήγαγαν την αίτηση σε αναρμόδιο δικαστήριο αντί να τη διαβιβάσουν εκ νέου στην Αθήνα.

Αποφάσισαν, δηλαδή,  στην περίπτωση του Σ. Χριστοδούλου οι Εισαγγελείς Εφετών αντί των αρμόδιων δικαστηρίων;

Στην περίπτωση του Σπύρου Χριστοδούλου, οι Εισαγγελείς από τα χέρια των οποίων πέρασαν οι σχετικές αιτήσεις, αποφάσισαν, υποκαθιστώντας το φυσικό δικαστή, τόσο ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, όσο και ως προς το «μελλοντικό αμετάκλητο!» νεώτερης καταδίκης που πιθανό θα απαγορεύσει για το μέλλον τη συγχώνευση με ποινή βάσης τη βαρύτερη του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, παρακάμπτοντας εσκεμμένα το βασικό και νόμιμο
ισχυρισμό του αιτούντα πως ουσιαστικά δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις
της ανάκλησης και προφανώς της άρσης της απόλυσης υπό όρο καθώς η υπό όρο
απόλυσή του που προηγήθηκε θεωρείται ως ουδέποτε χορηγηθείσα.

Δηλαδή, ακόμα και υποκαθιστώντας το φυσικό δικαστή, οι Εισαγγελείς που επιλήφθησαν αγνόησαν πλήρως το βασικό και ουσιαστικό ισχυρισμό του Σπύρου Χριστοδούλου που αφορά τη συγχώνευση των ποινών που εκτελούνται σε βάρος του και για τις οποίες κρατείται, ισχυρισμός που θεμελιώνει, χωρίς άλλο, τη βασιμότητα της αίτησης και την ίδια την αρμοδιότητα του δικαστηρίου της Αθήνας.

Άρα, κατά τα λεγόμενα σας, δεν έχει καμιά αρμοδιότητα το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Ευβοίας να κρίνει στην περίπτωση αυτή;

Ακριβώς. Σύμφωνα με τη διάταξη του νόμου, η αίτηση συζητείται από το Δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται, το οποίο απήγγειλε τη βαρύτερη ποινή και το οποίο είναι το μοναδικό κατά το νόμο αρμόδιο να κρίνει τόσο την αρμοδιότητα, όσο και τη βασιμότητα των ισχυρισμών σχετικά με τη συνδρομή των ουσιαστικών
προϋποθέσεων για τον καθορισμό συνολικής ποινής. Προκειμένου να μην μπούμε σε λεπτομέρειες που αφορούν το ποιο δικαστήριο είναι καθ’ ύλην  και κατά τόπο αρμόδιο για τον καθορισμό αυτής της συνολικής ποινής, κατά μία γενική διατύπωση, στην περίπτωση που ορισμένες από τις προς συγχώνευση αποφάσεις έχουν εκδοθεί από ποινικά δικαστήρια που είναι αρμόδια για την εκδίκαση κακουργημάτων, τότε αρμόδιο είναι το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων. Και σε αυτή την περίπτωση επειδή η βαρύτερη ποινή απαγγέλθηκε από Δικαστήριο Αθηνών, μιλάμε για το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.

Συνεπώς, η μόνη ορθή δικαστική απόφαση που θα μπορούσε να λάβει το
Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Ευβοίας είναι να κηρύξει τον εαυτό του
αναρμόδιο και να παραπέμψει στην Αθήνα.

Αντιλαμβάνεστε δηλαδή, τον κίνδυνο και το κόστος που έχουν τέτοιες παράτυπες πρακτικές για οποιοδήποτε κρατούμενο, πόσο μάλλον για έναν απεργό πείνας που έθεσε τον εαυτό του, την υγεία του και την ίδια του τη ζωή, ως ανάχωμα, διεκδικώντας με αυτό τον τρόπο την ορθή και ακώλυτη απονομή δικαιοσύνης και την ελευθερία του.

Ποια είναι σήμερα η κατάσταση της υγείας του Σπύρου Χριστοδούλου;

Δυστυχώς έχει χάσει 22 κιλά. Μετά από ένα μήνα απεργία πείνας η κατάσταση της υγείας του βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Οι τιμές του σακχάρου, οι σφίξεις και η αρτηριακή του πίεση κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σε αυτιά που είναι ανεπίτρεπτο να εξακολουθούν να κωφεύουν επιδεικτικά, κόντρα σε κάθε κοινωνική αξίωση για ορθή απονομή δικαιοσύνης χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες και υποκειμενικές ερμηνείες, στα δίκαια αιτήματά του.

Με δεδομένο πως ο Σπύρος Χριστοδούλου θα συνεχίσει την απεργία πείνας
μέχρι να δικαιωθεί, καλώ τις Εισαγγελικές Αρχές τόσο της Αθήνας, όσο και της
Εύβοιας να αποκαταστήσουν άμεσα την ορθή και νόμιμη μεταχείριση του
απεργού πείνας και να εισαχθεί άμεσα προς συζήτηση η αίτησή του στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.

Ισονομία και κράτος δικαίου. Από τη θεωρία στη πράξη πάντα με εξαιρέσεις

Δυστυχώς υπάρχουν στιγμές όπου το βαθύ χάσμα ανάμεσα στην κοινωνία ή συγκεκριμένων στοχοποιημένων ομάδων και στον θεσμικό ρολό νόμων, δικαστών και εισαγγελέων φαντάζει αγεφύρωτο θέτοντας εκ προοιμίου στο κάλαθο των αχρήστων το διαμεσολαβητικό ρόλο που η πολιτεία οφείλει να έχει στη σχέση του κρατούμενου και της κοινωνικής επανένταξης του.

Η θεωρία της ισονομίας και του κράτους δικαίου δε, όταν αποτελεί μέρος μόνο ενός απλουστευμένου ευχολογίου θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την ευρύτερη έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και την επί ίσοις όροις συμμετοχή, το αναφαίρετο δικαίωμα εν προκειμένω των φυλακισμένων στη ζωντανή επανένταξή τους.
Δικαιώματα που κερδίζονται στην πράξη, πέρα από τη νομική τεχνογνωσία, μέσα στα καταστήματα κράτησης και είναι η μόνη κλωστή του κοινωνικού ιστού που οφείλει να δίνει το ίδιο το σύστημα για να κρατιέται στη ζωή κάθε κρατούμενος σε ανθρώπινες συνθήκες κράτησης.

Τα ζητήματα της ισότιμης απονομής ποινών, της επανένταξης, της εργασίας και της εκπαίδευσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, ως ο πυρήνας των ατομικών δικαιωμάτων, έτσι ώστε η τιμωρητική διάσταση των ποινών και του εγκλεισμού να καθίσταται το τελευταίο, το άχρηστο κομμάτι του δικαιϊκού μας συστήματος.
Ο σωφρονισμός δε, όπως τίθεται από τον γραφειοκρατικό βραχίονα του Σωφρονιστικού Κώδικα, καταλήγει να γίνεται μια υπόθεση δικαίωσης των διατάξεών του, οι οποίες μόνιμα παρερμηνεύονται σε βάρος των κρατουμένων.

Η αδιέξοδη επιλογή κάθε τιμωρητικού – εκδικητικού εγκλεισμού όπως και το ειδικό  καθεστώς εξαίρεσης καταχρηστικά συγκεκριμένων κρατουμένων μέσα από κατασκευασμένες αποφάσεις ή μεθοδεύσεις εντός του θεσμικού ρόλου της δικαιοσύνης, μόνο ως μέρος ενός παραδικαστικού συστήματος μπορεί να εξηγηθεί και παράλληλα να ερμηνευθεί ως άλλη μία αυθαιρεσία ενός ιδεοληπτικού εισαγγελικού κατεστημένου που βάζει στοίχημα τη ζωή ενός κρατουμένου.  

Η αρχή, όμως, του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας και ζωής δεν μπορεί να τίθεται υπό διαπραγμάτευση σε καμία περίπτωση. Ειδικά μετά από ένα μήνα απεργία πείνας, όπως στην περίπτωση του Σπύρου Χριστοδούλου.