του Λουκά Σταμέλλου (δημοσιεύτηκε στο OmniaTV, με την άδεια του συγγραφέα)

Αλλά τα κατατεθέντα σχέδια Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, απέχουν αρκετά ακόμα κι απ’ τον χαρακτηρισμό «μεταρρυθμίσεις», με την κλασσική του έννοια, για τον λόγο ότι έχουν παρατηρηθεί προχειρότητες στις προβλέψεις των νέων κειμένων. Πολύ περισσότερο ενώ η μεταρρύθμιση του Ποινικού Κώδικα είναι κάτι που έχει εξαγγελθεί – και έχει επανεξαγγελθεί – εδώ και πολλά χρόνια, από αρκετές κυβερνήσεις.

Ανάγκη;

Ο Ποινικός Κώδικας είναι εκείνο το νομικό κείμενο που αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά του ποινικού συστήματος στα έθνη – κράτη του λεγόμενου Δυτικού κόσμου. Τα περισσότερα από τα μικρότερα κράτη – μαζί και η Ελλάδα – έχουν αντιγράψει τον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (για συντομία παρακάτω θα αναφέρονται ως ΠΚ και ΚΠΔ αντίστοιχα) από κάποιο μεγαλύτερο και αρχαιότερο έθνος – κράτος, συνήθως εκείνο στου οποίου την ιδιαίτερη σφαίρα επιρροής ανήκαν όταν σχηματίστηκαν. Χαρακτηρίζεται ως «ραχοκοκκαλιά» επειδή πάνω του δομείται το υπόλοιπο σύστημα νόμων που καθορίζουν τα ποινικά αδικήματα.

Ως νομικό κείμενο, ο ΠΚ φέρει απαραίτητα τη σφραγίδα της εκάστοτε ισορροπίας που προκύπτει από την ιστορική διαμάχη των συμφερόντων των ολίγων και ισχυρών με αυτά των πολλών. Όταν προκύπτει μεγάλη απόσταση των προβλέψεων του ποινικού συστήματος από τις εν εξελίξει διεκδικήσεις κοινωνικών ομάδων, οι εξουσίες βρίσκονται σε δυσχερή θέση σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο που διοικούν. Πράγματι, ο ισχύων ποινικός κώδικας έχει μεγάλα προβλήματα, όπως π.χ. τις πολύ αυστηρές ποινές που οδηγούν την Ελλάδα στην κορυφή της Ευρώπης σε ποσοστά καταδικασμένων με ισόβια, ενώ και ο γενικότερος μέσος όρος ποινών στη χώρα είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό.

Γιατί τόση βιασύνη;

Θα περίμενε κανείς ότι η μεταρρύθμιση, όχι ενός αλλά, δύο από τα βασικότερα νομικά κείμενα ενός κράτους που φέρει τον τίτλο της δημοκρατίας, δεν θα γινόταν με μια βιαστική δημόσια διαβούλευση είκοσι ημερών. Είναι δεδομένο ότι, ως εκ της θέσης του ΠΚ και του ΚΠΔ στο σύστημα της νομοθεσίας, θα έπρεπε να δοθεί επαρκής χρόνος για να μπορέσουν πολίτες, ομάδες, συλλογικότητες κ.ά. να μελετήσουν τα κείμενα, να εντοπίσουν προβλήματα, να διατυπώσουν αντιρρήσεις, διορθώσεις και προτάσεις.

Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι οι νομοπαρασκευαστικές επιτροπές διορίστηκαν ήδη από τις 26 Μαΐου 2015, με απόφαση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης, Νίκου Παρασκευόπουλου. Δύο επιτροπές καθηγητών νομικής, με τη σύνθεσή τους να ανανεώνεται κατά καιρούς, επεξεργάστηκαν τα σχέδια ΠΚ και ΚΠΔ επί τέσσερα, σχεδόν, χρόνια. Και το αποτέλεσμα – ελλιπές κατά πολλές κοινωνικές και πολιτικές ομάδες – τίθεται υπ’ όψη του συνόλου της κοινωνίας για τρεις μόνο εβδομάδες.

Προβληματισμοί

Το άρθρο 106 ΠΚ – Η υφ’ όρον απόλυση ως εξαίρεση και η ιδιωτική επιτήρηση

Ένα από τα ζητήματα που υποτίθεται πως έρχεται να καλύψει ο νέος ΠΚ είναι αυτό της υπερσυμφόρησης των φυλακών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις επανειλημμένες και χωρίς περιεχόμενο επιθέσεις της αντιπολίτευσης για τον νόμο 4322/2015 (καθώς όλες οι κυβερνήσεις έχουν κατά καιρούς ψηφίσει όμοιους νόμους, με τον ίδιο σκοπό), τον λεγόμενο «νόμο Παρακευόπουλου», ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης είχε απαντήσει ότι «αυτά τα ζήτήματα (της αποσυμφόρησης δηλαδή των φυλακών) θα λυθούν με τον νέο Ποινικό Κώδικα».

Όμως, η διατύπωση του νέου ΠΚ διατυπώνει ως «εξαίρεση» ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα των κρατουμένων, αυτό της αποφυλάκισης υπό όρο. 
Στο άρθρο 106 του ισχύοντα ΠΚ προβλέπεται:

Παρ. 1: Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η  διαγωγή του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του  για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.

Ενώ στην πρόταση του νέου ΠΚ:

Παρ. 1: Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μη χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Μόνη η επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης.

Περαιτέρω, στην νέα παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, εισάγεται ως θεσμοθετημένη πια, στον πυρήνα της νομοθεσίας, ανάθεση της επιτήρησηςτων αποφυλακιζόμενων σε ιδιωτικές εταιρείες.

Παρ. 3. Η εποπτεία για την τήρηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεώσεων μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας αποφυλακιζομένων.

Τα άρθρα 187, 187Α και 187Β – «Τρομοκρατία» παντού

Αφενός, το άρθρο 187 του σχεδίου νέου ΠΚ προβλέπει τον υποβιβασμό τηςδιεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης σε επιβαρυντική περίσταση της ένταξης σε αυτήν. Αφετέρου, το άρθρο ενισχύεται με αναφορά πλέον σε όλα τα κακουργήματα, ενώ διατηρείται η προβληματική διατύπωση της «επιδίωξης τέλεσης», που σημαίνει ότι εξακολουθεί να μη κρίνεται η ίδια η τέλεση κακουργημάτων αλλά μια πιθανή πρόθεση.

Πρέπει να σημειωθεί ότι είναι διαπιστωμένη η κατάχρηση των γενικόλογων διατάξεων του ισχύοντος 187, κυρίως για ομάδες που με μάλλον διεσταλμένη ερμηνεία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «εγκληματικές οργανώσεις». Τα παραδείγματα έχουν έντονο άρωμα διακρίσεων ταξικού και φυλετικού περιεχομένου, με κυριότερο εκείνο οικογενειών Ρομά που μπορεί να διώκονται ομαδικά π.χ. για μία ή κάποιες παραβάσεις κάποιου μέλους της οικογένειας. Είναι η ασαφής διατύπωση του άρθρου 187 που επιτρέπει την τόσο ευρεία εφαρμογή του.

Το συγγενικό άρθρο 187Α, «περί τρομοκρατικών οργανώσεων», φουσκώνει με περισσότερη πλέον ασάφεια και, μαζί με το νεοεισαγόμενο 187Β, γίνεται μια ομίχλη που μπορεί να σκεπάσει τα πάντα.
Χαρακτηριστικά:
Στον ισχύοντα ΠΚ:

Παρ. 1: […] με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατό να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού […]

Ενώ στον νέο ΠΚ:

Παρ. 1: […] υπό συνθήκες ή με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοια έκταση που να προκαλεί σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα ή για διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά τις νόμιμες αρχές τους ή ένα πληθυσμό ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις πολιτικές ή οικονομικές δομές της χώρας, άλλης χώρας ή διεθνούς οργανισμού […]

Έχουμε δηλαδή τον περίεργο, ασαφή και επικίνδυνο, με κάθε έννοια, νεολογισμό του «εκφοβισμού των νόμιμων αρχών». Τί μπορεί να σημαίνει αυτό; Ότι εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε πολιτικού ή κοινωνικού περιεχομένου παρέμβαση, από συμβολικούς αποκλεισμούς, καταλήψεις, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες σε αστυνομικά τμήματα ή γραφεία υπουργείων, εάν τυχόν ασκηθούν διώξεις για κάποιο από τα «κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα» (δηλαδή ακόμα και πλημμελήματα που συμπεριλαμβάνονται στο 2ο Βιβλίο – 13ο Κεφάλαιο του ΠΚ.

Τρομοκρατία και στα memes

Η παράγραφος 6 του 187Α στον νέο ΠΚ περιλαμβάνει μια απίθανα γενικόλογη διάταξη που ποινικοποιεί το φρόνημα και τον δημόσιο λόγο, όχι τόσο μέσω των κυρίαρχων ΜΜΕ αλλά κυρίως μέσω του «μεγάλου μπαμπούλα», δηλαδή του διαδικτύου:

Άρθρο 187Α Παρ. 6: Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου απειλεί με τέλεση τρομοκρατικής πράξης ή προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξή της και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.

Η εν λόγω διάταξη δεν είναι νέα. Ή τουλάχιστον η απόπειρα εισαγωγής της δεν είναι. Ήδη το 2017, επί υπουργίας Κοντονή, το υπ. Δικαιοσύνης είχε αποπειραθεί να εισάγει τροποποίηση του 187Α με παρόμοια διατύπωση, ως τροπολογία σε άσχετο με το αντικείμενο νομοσχέδιο. Κατόπιν των αντιδράσεων που αντιμετώπισε η διατύπωση τότε, η τροπολογία αποσύρθηκε, με την κυβέρνηση όμως να υπονοεί ότι θα ξαναπροσπαθήσει κάτι παρόμοιο. Πράγμα που, ακριβώς, συμβαίνει τώρα.
To άρθρο 187Β του νέου ΠΚ, εκτός ότι περιλαμβάνει τις προβλέψεις της παραγράφου 6 του ισχύοντος άρθρου 187Α, έχει και μια, αν μη τι άλλο, εμφανώς φωτογραφική διατύπωση:
Στον νέο ΠΚ προστίθεται το εξής:

187Β Παρ. 1: […] Όποιος παρέχει κάθε είδους […] ανεξάρτητα από τη διάπραξη οποιουδήποτε εγκλήματος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου, όταν η τρομοκρατική οργάνωση έχει συσταθεί ή σκοπείται να συσταθεί μόνο για την τέλεση πλημμελημάτων. Το ίδιο ισχύει όταν ο μεμονωμένος τρομοκράτης τελεί ή σκοπείται να τελέσει μόνο πλημμελήματα.

Ουσιαστικά το άρθρο 187Β του νέου ΠΚ, φωτογραφίζει αυτό που τα κυρίαρχα ΜΜΕ αποκαλούν «τρομοκρατική δράση του Ρουβίκωνα», δηλαδή παρεμβάσεις, δημόσιες δράσεις και διαμαρτυρίες με σαφές πολιτικό περιεχόμενο, τις οποίες τοποθετεί στον κουβά της «τρομοκρατικής οργάνωσης που έχει συσταθεί μόνο για την τέλεση πλημμελημάτων». Παράλληλα, ποινικοποιείται, για παράδειγμα, οποιοδήποτε πάρτυ οικονομικής ενίσχυσης ή ακόμα και οι φιλικές και συντροφικές σχέσεις με οποιοδήποτε άτομο έχει αντίστοιχα καταδικαστεί ως «μεμονωμένος τρομοκράτης». 
Και, για τα παραπάνω, κανείς στην Ελλάδα δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν υπήρξαν και δεν υπάρχουν κακοδικίες.

Πέρα όμως και από αυτό, υπάρχει και μια άλλη παράμετρος: Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία επεκτείνεται και αυστηροποιείται, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμμία «έξαρση» (όπως αρέσκονται να χαρακτηρίζουν τα ΜΜΕ) πραγματικής «τρομοκρατικής» δραστηριότητας. Αντίθετα, όσες κι όσοι έχουν καταδικαστεί τα τελευταία χρόνια ως «τρομοκράτες» και ανέλαβαν την ευθύνη της δράσης τους ενώπιον των δικαστηρίων, δεν είχαν ως αποτέλεσμα αυτής της δράσης ούτε νεκρούς, ούτε τραυματίες, ούτε τον εκφοβισμό του «πληθυσμού».

Και τα εγκλήματα μίσους, κυρία;

Αντίθετα με όλα τα παραπάνω, στον νέο ΠΚ εξαλείφεται το ισχύον σήμερα άρθρο 81Α που είχε εισαχθεί με τον νόμο 4285/2014 και αφορούσε στα εγκλήματα μίσους, δηλαδή το ρατσιστικό έγκλημα. Σύμφωνα με το ισχύον άρθρο 81Α, το ρατσιστικό κίνητρο (δηλαδή αν αποδειχθεί ότι το έγκλημα έγινε βάσει των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου) επιβαρύνει τις ποινές. 

Στον νέο ΠΚ, δεν υπάρχει καμμία πρόβλεψη για το ρατσιστικό κίνητρο του εγκλήματος. Με βάση αυτόν, δηλαδή, δεν μπορεί να διερευνηθεί ούτε από τις ανακριτικές, ούτε από τις εισαγγελικές αρχές. Έτσι καθίσταται χωρίς αντικείμενο και το περιβόητο Τμήμα Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας. Η μόνη φάση όπου προβλέπεται ο συνυπολογισμός της ρατσιστικής φύσης του εγκλήματος είναι στην επιμέτρηση ποινής, δηλαδή στο άρθρο 79 παρ. 5 του νέου ΠΚ, το οποίο αφορά στο τέλος της δίκης, όπου το ρατσιστικό κίνητρο είναι απλά επιβαρυντικό για την ποινή. 
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα θύματα ρατσιστικών εγκλημάτων, οι ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές δεν θα μπορούν να διεκδικήσουν την ειδική διερεύνηση ρατσιστικού κινήτρου πριν και κατά τη διάρκεια της δίκης.

Εμπρός, πίσω για τον βιασμό

Πάγια θέση των ευρύτερων γυναικείων διεκδικήσεων είναι ο νομικός ορισμός του βιασμού ως κάθε σεξουαλικής πράξης η οποία τελείται χωρίς συναίνεση. Αυτό άλλωστε προβλέπει και το άρθρο 36 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης [PDF], την οποία, ονομαστικά τουλάχιστον, έχει κυρώσει το ελληνικό κράτος. 
Ο ισχύων ΠΚ, στο άρθρο 336, ορίζει τον βιασμό ως εξής:

Παρ. 1: Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη.

Όμως ο νέος ΠΚ στο άρθρο 336, προβλέπει:

Παρ. 1: Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη.

Η νέα διατύπωση πρακτικά περιορίζει την απειλή μόνο στην χρήση φυσικής, σωματικής βίας. Αντί δηλαδή να έχουμε μια επέκταση των προβλέψεων σε όλες τις μη συναινετικές σεξουαλικές πράξεις, περιορίζονται μόνο στο υποσύνολο των μη συναινετικών σεξουαλικών πράξεων για τις οποίες να πρέπει να αποδειχθεί στο δικαστήριο ότι ασκήθηκε ή απειλήθηκε φυσική, σωματική βία.

Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ισχυροποιεί τους εισαγγελείς και φέρνει παζάρι ενοχής

Η διάρθρωση του ελλαδικού δικαστικού συστήματος, όπου παραχωρούνται υπερεξουσίες στους εισαγγελείς, σε συνδυασμό με υπερβολικά ανοιχτές διατυπώσεις νόμων, έχουν ήδη δημιουργήσει ακραίες περιστάσεις, όπου, για παράδειγμα, μεμονωμένοι εισαγγελείς έχουν την ανεξέλεγκτη εξουσία να αρνούνται ακόμα και απλές άδειες σε φυλακισμένους, τις οποίες υποτίθεται πως ο νόμος προβλέπει ως κανονικές όταν πληρούνται κάποια κριτήρια.

Προδικαστικά, οι αρμοδιότητες του εισαγγελέα σήμερα είναι ήδη αχρείαστα ευρείες. Ουσιαστικά αυτός διαμορφώνει το πλαίσιο κατηγοριών για κάθε υπόθεση που παραπέμπεται σε δίκη ή απαλλάσσεται. Υποτίθεται ότι πρέπει να αιτιολογεί τις προτάσεις του αλλά αυτό δεν έχει πραγματικές συνέπειες, καθώς η έγκυρη ή άκυρη αιτιολόγηση θα κριθεί από άλλους δικαστικούς ή εισαγγελείς και όχι από κάποιο ανεξάρτητο, εξωτερικό ελεγκτικό σώμα.

Ο νέος ΚΠΔ δίνει ακόμα μεγαλύτερες εξουσίες στους εισαγγελείς, αφαιρώντας περισσότερα δικαιώματα από τους κατηγορούμενους. Κι αυτό παραβιάζει, πλαγίως, το δικαίωμα σε «δίκαιη δίκη». Αλλά, ας το δούμε λίγο αναλυτικότερα:
Στην εκδίκαση των κακουργημάτων, το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο κανόναςείναι να δικάζονται από Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και Εφετεία, δηλαδή με τη συμμετοχή ενόρκων, μη επαγγελματιών δικαστών. Ο σκοπός αυτής της πρόβλεψης είναι ότι τα πολύ σοβαρά εγκλήματα πρέπει να κρίνονται με τη συμμετοχή και του «κοινού περί δικαίου αισθήματος».

Ο παραπάνω συνταγματικός κανόνας όμως έχει τη γνωστή εξαίρεση, το «εκτός όπως νόμος ορίζει». Και ο νόμος, δηλαδή ο ΚΠΔ, ήδη ορίζει «εξαιρέσεις» με μεγαλύτερο εύρος εφαρμογής από τον κανόνα:

  • Τα Τριμελή και Πενταμελή Εφετεία Κακουργημάτων που δικάζουν τα κακουργήματα για τα οποία ο ΚΠΔ θεωρεί «ακατάλληλους» τους ενόρκους.
  • Τα Μονομελή Εφετεία Κακουργημάτων, που δημιουργήθηκαν από τον ν. 4055/2012, της συγκυβέρνησης Παπαδήμου, με πρόσχημα την «επιτάχυνση της απόδοσης δικαιοσύνης», τα οποία θεωρούνται αντίθετα στο πνεύμα του Συντάγματος ακόμα και από συντηρητικούς νομικούς, όπως μπορεί να δει κανείς στα σχόλια της δημόσιας διαβούλευσης εκείνου του νόμου.

Ο νέος ΚΠΔ εισάγει ακόμα μία εξαίρεση από το παράθυρο: την διαδικασία «διαπραγμάτευσης ποινής». 
Όσες κι όσοι βλέπουν αμερικανικές ταινίες ή σειρές, θα έχουν μια ιδέα από την διαδικασία: Ο εισαγγελέας απειλεί τον κατηγορούμενο ότι θα επιβαρυνθεί με μια ογκώδη δικογραφία με βαρειές κατηγορίες και του προτείνει να δηλώσει ένοχος για κάτι μικρότερο, για το οποίο μπορεί να πάρει μια ποινή με αναστολή ή χρηματική ποινή.

Αυτό εξασφαλίζει τις καριέρες των εισαγγελέων, καθώς εγγράφουν στο ενεργητικό τους καταδίκες. Σίγουρα πάντως δεν εξασφαλίζει τα δικαιώματα του πολίτη, που μπορεί να βρεθεί κατηγορούμενος για απίθανα πράγματα. Και δεν είναι ότι δεν έχει συμβεί.

Συμπερασματικά; (όχι και τόσο)

Οι παραπάνω προβληματισμοί για τα σχέδια νέου Ποινικού Κώδικα και νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναφέρονται μόνο ενδεικτικά. Είναι μόνο όσα καταφέραμε να εντοπίσουμε, μελετώντας, συζητώντας με νομικούς και συγκρίνοντας με τα παλιότερα κείμενα, κατά τις λίγες μέρες που έχουν μεσολαβήσει από την αρχή της δημόσιας διαβούλευσης (6 Μαρτίου 2019) μέχρι σήμερα.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης οφείλει να επεκτείνει τη δημόσια διαβούλευση σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ώστε όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές να έχουν τη δυνατότητα να έχουν εικόνα των δύο προτεινόμενων νομικών κειμένων και να καταθέσουν ολοκληρωμένες προτάσεις αλλαγών και διορθώσεων πάνω σ’ αυτά. 
Επειδή – είναι κάπως γνωστό – οι βουλευτές που θα τα ψηφίσουν δεν είναι και τόσο μελετηροί.

ΥΓ: Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές, το υπουργείο Δικαιοσύνης εξέδωσε δελτίο Τύπου στο οποίο υπερασπίζεται μεν την «επιστημονική και τεκμηριωμένη εργασία των Νομοπαρασκευαστικών Επιτροπών», αναγνωρίζει ωστόσο ότι «αναδείχθηκαν ζητήματα από τη διαβούλευση» τα οποία «καταγράφει», προκειμένου να επιστρέψουν στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. 


Φωτό: Λεπτομέρεια από την στήλη με τον Κώδικα του Χαμμουραμπί (Gabriele Barni). Θεωρείται το αρχαιότερο κείμενο νομοθεσίας και βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου.