Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η στρατηγική προϋπέθετε κατά βάση την επίδειξη «μαλακής» ισχύος, δηλαδή την άσκηση επιρροής μέσα από ένα συνδυασμό πολιτικών που θα αποτύπωναν τον ηγεμονικό ρόλο της Τουρκίας, χωρίς η τελευταία να αναγκάζεται να προσφεύγει στη χρήση βίας. Το κεμαλικό «Ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον κόσμο» εξελισσόταν σε «ειρήνη στη χώρα κάτω από την ηγεμονία του πολιτικού Ισλάμ, ειρήνη στον κόσμο -κοντά μας- κάτω από την ηγεμονία της Τουρκίας».

Ένας συνδυασμός παραγόντων εσωτερικής φύσης- πόλωση πολιτικού Ισλάμ και κοσμικών, καπιταλιστική φούσκα, εσωτερικά ρήγματα του συστήματος εξουσίας του ΑΚP και βεβαίως η Ερντογανική μεγαλομανία– και εξωτερικής φύσης, με κύρια την είσοδο στην εποχή του ιμπεριαλισμού –ξανά- κι την επακόλουθη διαδικασία βίαιης αλλαγής συνόρων, έπεισαν τον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο ότι αφενός με τις πλάτες της Δύσης και αφετέρου ως η προμετωπίδα της θα μπορούσε να εγκαταστήσει μια σειρά δορυφορικών κυβερνήσεων στη Μ. Ανατολή- τζιχαντιστές στη Συρία, μέρος των Κούρδων στο Ιράκ, Αδερφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο, φίλιες δυνάμεις στη Λιβύη κλπ.

Αυτή η μετατόπιση αποτέλεσε σημείο καμπής: μεταξύ άλλων λόγων επειδή ενώ η «μαλακή» ισχύς επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία κινήσεων, η στρατιωτική ισχύς τείνει να δημιουργεί έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο εγκλωβισμού στην επιδίωξη νικών, αντιστρέφοντας σταδιακά τη σχέση «πολιτικής- πολέμου» με τον δεύτερο να επικαθορίζει την πρώτη.

Η κρισιμότερη επιλογή δε, μέσα στην εν λόγω μετατόπιση ήταν ο πόλεμος στη Συρία και η άμεση τουρκική ανάμειξη. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θεώρησαν ότι στη Συρία θα επαναλάμβαναν το σενάριο της Λιβύης. Διαψεύστηκαν και έτσι η Τουρκία που μαχαίρωσε πισώπλατα τη Συρία βρέθηκε εγκλωβισμένη σε έναν δεκαετή, διεθνή πόλεμο.

Μέχρι πρόσφατα ωστόσο, η ικανότητα του Ερντογάν να «παίζει» με ΗΠΑ και Ρωσία του απέδιδε οφέλη και μάλιστα μεγάλα. Μπορούσε να περηφανεύεται ότι και οι δύο μεγάλες δυνάμεις του αναγνώριζαν ρόλο στο μεταπολεμικό διακανονισμό της Συρίας κι επομένως της Μ. Ανατολής. Ενίοτε όμως, οι διαδοχικές επιτυχίες απλώς στρώνουν το δρόμο προς μια μεγάλη ήττα. Ο πρόεδρος της Τουρκίας, διευκολύνοντας ουσιαστικά την αναδίπλωση των στρατευμάτων των ΗΠΑ στη Συρία με το να τις αναγκάσει να εγκαταλείψουν το PYD έμεινε να διαπραγματεύεται μόνο με τη Ρωσία. Μοιραία, το «παιχνίδι» μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας κατέστη λιγότερο ισορροπημένο, ιδίως με δεδομένο ότι η τελευταία δεν εγκαταλείπει την επιδίωξη για de facto απόσπαση εδάφους από τη Συρία.

Από εκεί και πέρα, η στρατιωτική κλιμάκωση είναι απολύτως αναμενόμενη. Σαφώς, η Ρωσία δε θέλει να χάσει τη σχέση που έχει χτίσει με την Τουρκία- σχέση κατά βάση τακτικού και όχι αποδεδειγμένα στρατηγικού χαρακτήρα. Ωστόσο δεν μπορεί να θυσιάσει τη Συρία. Εξ ου και στέλνει το μήνυμα ότι ναι μεν δεν επιδιώκει σύγκρουση με την Τουρκία- που άλλωστε θα μπορούσε να συμπαρασύρει στην προοπτική της το ΝΑΤΟ- δε θα ανεχτεί δε, τον τουρκικό επεκτατισμό.

Ο Ερντογάν από την άλλη δεν μπορεί να υποδέχεται φέρετρα πολεμώντας για τζιχαντιστές και μισθοφόρους, τους οποίους μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας αντιμετωπίζει ως απειλή στον τρόπο ζωής της αλλά από την άλλη έχει εγκλωβιστεί σε μια ρητορική και σε μια πρακτική οξύτερης κλιμάκωσης. Επιπλέον και το κυριότερο, μπορεί να στραφεί και πάλι πλήρως προς τις ΗΠΑ αλλά όχι λανθασμένα φοβάται ότι είναι προγραμμένος από το κατεστημένο της Ουάσινγκτον.

Πίσω από τις μεγαλοστομίες λοιπόν και τις απειλές προς τη Συρία προβάλλει η αμηχανία του: η στρατηγική της επέκτασης της Τουρκίας εις βάρος γειτονικών της κρατών σημαίνει θύματα, οικονομικό και πολιτικό κόστος και εν τέλει βαθύτερη εξάρτηση από μία από τις μεγάλες δυνάμεις. Αντικειμενικά λοιπόν αναιρεί τη βασική του επιδίωξη για πιο αυτόνομο ρόλο της Τουρκίας διεθνώς. Επιπλέον, μια εγγενώς αντιφατική πολιτική δεν μπορεί παρά να αποτυπωθεί τελικά και στο στρατιωτικό πεδίο, γεγονός που με τη σειρά του έχει κόστος.

Κάπως έτσι από τη μια η Τουρκία σύρεται βαθύτερα στον πόλεμο στη Συρία, ενώ από την άλλη περαιτέρω αντιπαράθεσή του με τη Ρωσία και με τη Συρία συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος προσωπικά για τον ίδιο τον Ταγίπ Ερντογάν. Η τυχόν βίαιη διάψευση του νέο- οθωμανικού επεκτατισμού έχει μια πιθανή συνέπεια: ένα πραξικόπημα εναντίον του προέδρου της Τουρκίας, υπό καλύτερους όρους σε σχέση με το προηγούμενο. Ο κίνδυνος αυτός μεγαλώνει όσο αυξάνεται ο αριθμός των νεκρών στρατιωτών της Τουρκίας. Μια τέτοια εξέλιξη θα επαναβεβαιώσει την ηγεμόνευση της Τουρκίας από τις ΗΠΑ και θα σημάνει νέα περιπέτειες για την περιοχή, αναλόγως και των εξελίξεων στις τελευταίες.