Όταν ξεκίνησε ο οχετός της χλεύης και απαξίωσης προς τα στελέχη του, περιέλαβε αρχικά τα στελέχη σαν τον Μπαρμπαρούση και τον Μπούκουρα, για τους οποίους είπε ότι «δεν είναι ανόητος», λοιπόν δεν θα έβαζε κάποιον που πουλάει τυρόπιτες και κάποιον που βόσκει πρόβατα να διευθύνουν εγκληματική οργάνωση. Φαίνεται ότι αυτοί οι άνθρωποι μόνο για βουλευτές κάνουν, αλλά αν είχες να αναθέσεις σε κάποιους την εγκληματική σου οργάνωση, θα διάλεγες οπωσδήποτε πιο προσεκτικά.

Το πράγμα σοβαρεύει όταν προχωράει στον Πατέλη, για τον οποίο φρόντισε να υπονομεύσει το κεντρικό υπερασπιστικό επιχείρημα της διανομής φυλλαδίων (έτσι δικαιολογούν τη συγκέντρωση μελών της τοπικής τη βραδιά της δολοφονίας Φύσσα), λέγοντας ότι δεν είχε αποφασίσει αν θα κάνει την ομιλία. Όταν τον ρωτάει η πρόεδρος αν δεν συνεννοούνται, ο ομιλητής με αυτούς που μοιράζουν φυλλάδια για την ομιλία, απαντά “Όχι”. Φτάνοντας στον Λαγό, εξηγεί ότι «δεν του άρεσαν καθόλου» τα μηνύματά του μετά την επίθεση στο ΠΑΜΕ, καθώς προφανώς ο Λαγός δεν σώζεται με τα στοιχεία που έχουν συσσωρευτεί εναντίον του, οπότε τον αποχαιρετά και τον αφήνει να βουλιάξει.

Ο Μιχαλολιάκος ποτέ δεν διστάζει να παρατήσει αβοήθητους τους συναγωνιστές του στα δύσκολα. Η λίστα είναι μεγάλη: Γιαννόπουλος, Κουσουμβρής, Ζαφειρόπουλος, Καλέντζης. Ο πιο επιφανής ανάμεσά τους είναι σίγουρα ο Περίανδρος (Αντώνης Ανδρουτσόπουλος), πρώην πρωτοπαλίκαρο της Χρυσής Αυγής μέχρι την καταδίκη του για την επίθεση στον Δημήτρη Κουσουρή το 1998. Δεν εμφανίστηκε κανένα στέλεχος της Χρυσής Αυγής στη δίκη του, και οι μόνοι μάρτυρες υπεράσπισης ήταν δύο ηλικιωμένοι οικογενειακοί φίλοι.

Γιατί; Διότι η μαγκιά προϋποθέτει για τον φασίστα τη δύναμη. Μόνο όταν βρίσκεται σε θέση ισχύος εκφράζεται με πυγμή. Ο Νίκος Μιχαλολιάκος λοιπόν περιγράφει τη σύλληψή του και, όπως πάντα, εμφανίζεται ως θύμα, και επικαλείται, αλίμονο, τον Βάρναλη:

Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.

Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.

Δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει κανείς ότι όσο και να παριστάνει το θύμα ο Μιχαλολιάκος, οι πολιτικοί του πρόγονοι δεν ήταν θύματα, ήταν συνεργάτες των κατακτητών που κυνήγησαν μετά αγωνιστές της αντίστασης: ήταν οι δοσίλογοι που συγκρότησαν μετά τον εθνικό κορμό. Θύματα δεν υπήρξαν, γι’ αυτό και όταν ψάχνουν να βρουν ποιητικές εικόνες του κατατρεγμού καταφεύγουν στην αντίπερα όχθη, που κάτι παραπάνω ξέρει από κυνήγι και εξορία.

Ο ναζιστικός λόγος υποκρίνεται ότι βρίσκεται σε άμυνα. Ο Μιχαλολιάκος (και αργότερα και ο αδερφός του) χαρακτηρίζει τον δημοσιογράφο Δ. Ψαρρά “Ιαβέρη”, παρομοιάζοντάς τον με τον απηνή διώκτη του Γιάννη Αγιάννη από τους Άθλιους του Ουγκώ. Στο βιβλίο που έχει αφιερώσει ο Ψαρράς στον Μιχαλολιάκο (Ο αρχηγός, το αίνιγμα του Μιχαλολιάκου) αναφέρεται σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, που τον είχε χρησιμοποιήσει ο ΓΓ της Χρυσής Αυγής στο υπόμνημά του προς το Συμβούλιο Εφετών, και επισημαίνει το προφανές: «αυτό για το οποίο κατηγορείται (ο Ν.Μ.) δεν είναι μία μικροκλοπή». Κατηγορείται ότι διηύθυνε εγκληματική οργάνωση. Δεν είναι μικρή η διαφορά. Εξ άλλου, η Χρυσή Αυγή είναι ο κατ’ εξοχήν διώκτης των κατατρεγμένων, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς λοιπόν πόσο κραυγαλέα ειρωνεία είναι να ταυτίζεται ο Μιχαλολιάκος με τον Γιάννη Αγιάννη. Αν μη τι άλλο, ο Γιάννης Αγιάννης νομίζω ότι δεν είχε εισοδήματα 15.000 ευρώ τον μήνα, χωρίς τα μαύρα.

Αυτή όμως είναι η σταθερή τακτική της Χρυσής Αυγής, να εμφανίζεται ως θύμα σκευωρίας, που τη συναντάμε ήδη με τη δίωξη του Περίανδρου, για την οποία έλεγαν ότι είναι κατασκεύασμα του Ιού και του Δημήτρη Τρίμη, όπως τώρα αναφέρονταν επίμονα στην Δημήτρη Ψαρρά και την εμμονή του να κυνηγά τον Μιχαλολιάκο.

Η απάρνηση της ναζιστικής ιδεολογίας στο δικαστήριο είναι από μία άποψη εξευτελιστική, ωστόσο είναι σταθερή στάση του Μιχαλολιάκου όλα αυτά τα χρόνια. Συνίσταται σε μια συστηματική διγλωσσία, με σαφείς αναφορές προς τους μυημένους (λόγχες που ακονίζονται στα πεζοδρόμια, όπως μεταφράζεται ο στίχος των χιτλερικών ταγμάτων εφόδου, και όχι της Μασσαλιώτιδας που επικαλέστηκε ο Ν.Μ.), ναζιστικά σύμβολα, χαιρετισμοί, αλλά και δηλώσεις υποκριτικής νομιμοφροσύνης.

Η τακτική, ως συνήθως, δεν είναι καινούργια. Την ακολουθούσε και το NPD στη Γερμανία, που απευθυνόταν με διαφορετικό τρόπο στους πολίτες στις εκλογικές συγκεντρώσεις του, όπου διοργάνωνε και δράσεις ενίσχυσης απόρων, καλή ώρα σαν τους δικούς μας, και με διαφορετικό τρόπο στα Φυλλάδια Επιμόρφωσης Στελεχών (βλ. Ο δεξιός εξτρεμισμός στην Ευρώπη σ.46).

Η διαφορά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις συνίσταται σε ένα και μόνο στοιχείο, το οποίο επιμελώς απέκρυπτε στην ομιλία του: τη δύναμη. Όπως έλεγε σε ομιλία στα γραφεία του κόμματος το 2011 (Δ. Ψαρράς, Ο αρχηγός, σ. 193):

«Ο πόλεμος είναι η κατάργηση του αμαρτωλού πολιτεύματος. Μόνο τη δύναμη θα σεβαστούν. Όλα από τη δύναμη εξαρτώνται».

«Χτυπάς, σε χτυπάνε, κι αυτό είναι όλο»,

όπως αναφέρει ο Έξαρχος (ψευδώνυμο του Μιχαλολιάκου, κατά τον Ψαρρά) στο μυθιστόρημα Ομάδα κρούσεως “Λόγχη”.

Ο Νίκος Μιχαλολιάκος είναι νεοναζί, καταδικασμένος τρομοκράτης, υπερασπιστής των βασανιστών της χούντας, υπόδικος τώρα για τη διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Το ότι μέχρι χτες ήταν αρχηγός κοινοβουλευτικού κόμματος είναι ένα γεγονός το οποίο πρέπει να διαβάσουμε πάλι και πάλι, μέχρι να καταλάβουμε. Όπως, τηρουμένων των αναλογιών, οι Γερμανοί χρειάστηκε να αναμετρηθούν με το παρελθόν τους και να αναρωτηθούν πώς συνέβη αυτό, το ίδιο πρέπει να κάνουμε κι εμείς.

Η επιτυχία της Χρυσής Αυγής είναι αποτυχία πολιτική, ανθρώπινη, δημοσιογραφική, είναι μια απορία που πρέπει να κατανοήσουμε σε όλα αυτά τα επίπεδα μαζί. Έχει σημασία τώρα που έχουμε το προνόμιο της αναδρομικής ανάγνωσης, να σκεφτούμε πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό. Έβλεπα τους λιγοστούς παλληκαράδες που φώναζαν συνθήματα υπέρ του στο δικαστήριο και σκεφτόμουν ότι έστω τώρα δεν έχουμε να κάνουμε με τους νεοναζί ως τρίτο πολιτικό κόμμα. Όσο κι αν ανησυχούμε, κάτι είναι κι αυτό.

Μπορούμε από τη σημερινή ημέρα να κρατήσουμε τη θλιβερή παρουσία του αρχηγού που αυτοδιαψεύδεται δέκα φορές μιλώντας για «ρητορικά σχήματα», προδίδοντας ιδέες και ανθρώπους για να σώσει το τομάρι του και να δούμε ότι το μόνο που γοητεύει τους χρυσαυγίτες και τους οπαδούς τους είναι η δύναμη. Γι’ αυτόν τον λόγο, εκτός από το να αποδομούμε επιχειρήματα καταφανώς παράλογα λέγοντας ότι αυτό που υποστηρίζουν συνιστά αντίφαση, χρειάζεται μεν διάβασμα, αλλά πάνω απ’ όλα αγώνας.