Στις 7 Αυγούστου 1936 η εφημερίδα «Καθημερινή» έγραφε στο κύριο άρθρο της: «Η από της παρελθούσης Τρίτης επιβληθείσα νέα τάξις πραγμάτων εις την Ελλάδα δεν ευρίσκει απλώς σύμφωνον την εφημερίδα αυτήν. Την ευρίσκει εν μέρει υπεύθυνον. Διότι από μακρού χρόνου η εφημερίς αυτή συνέστησε και ηυχήθη όπως έλθη ημέρα, κατά την οποίαν το κράτος του κοινοβουλευτισμού και των ελευθεριών αντικαταστήση, έστω και προς καιρόν, νέον κράτος επιβολής και αυστηρότητος».
 
Παρατηρώ τον επαίσχυντο ρόλο που έχει αναλάβει η «Καθημερινή» (με τις εξαιρέσεις και τις αντιφάσεις της διαρκώς να λιγοστεύουν) καθώς η προπαγάνδα της περνάει πια στη δεύτερη φάση. Πρώτη φάση ήταν υπεράσπιση του Μνημονίου με το σκεπτικό πως είμαστε διεφθαρμένοι και τεμπέληδες, λοιπόν καιρός είναι να σοβαρευτούμε ζώντας ήσυχα και φτωχικά. Αυτά μοιάζουν χαριτωμένα πια αν τα συγκρίνει κανείς με τη Φάση Β΄, την ομοβροντία υπεράσπισης των φασιστών που εξαπολύει εσχάτως η ίδια εφημερίδα. 
 
Δημοσιογράφοι της εξηγούν ότι η Χρυσή Αυγή «είναι μεν εγκληματική αλλά…», και εκεί ξεκινάει το πανηγύρι: αλλά φταίει το παραεμπόριο, αλλά φταίει η λαθρομετανάστευση, αλλά φταίει η κουλτούρα της ανομίας και της κριτικής στο κοινοβούλιο, που καλλιέργησε η Αριστερά, αλλά φταίει η εγκληματικότητα των μεταναστών, και πάει λέγοντας. Στοιχειώδης ρητορική διαπίστωση: ό,τι λέγεται πριν το «αλλά» είναι ψέμα. Όταν ξαμολάς ένα κατεβατό ρατσιστικής προπαγάνδας μετά την καταδίκη, καταλαβαίνουμε ότι είναι μεν δύσκολο να δικαιολογήσεις τους φασίστες που βιντεοσκοπούν τα αδικήματά τους και τα υπερασπίζονται δημοσίως, γι’ αυτό τα καταδικάζεις και μετά αναμασάς τα επιχειρήματά τους. Όταν ένας αρθρογράφος υποστηρίζει πως η Χρυσή Αυγή «κακώς εγκληματεί, αλλά…», η απάντηση είναι μόνο μία: δεν έχει «αλλά»!
 
 Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ακολουθείται σε πλειάδα άρθρων από σχόλια όπως «οι αιτίες είναι η παράνομη μετανάστευση, η διάσπαρτη εγκληματικότητα και η διάχυτη ανομία (…) Ενώ τα αριστερά κόμματα στρουθοκαμήλιζαν στις ιδεοληψίες τους, η Χρυσή Αυγή έκανε ακτιβισμό» (Λυγερός) ή «Αυτό που θρέφει τον φασισμό είναι ο τρόπος αντίδρασης σε πολιτικές θέσεις. Ποιος θυμάται τους προπηλακισμούς των βουλευτών τον πρώτο καιρό της “αγανάκτησης”; Τις “αντισυγκεντρώσεις” στο ΠΑΣΟΚ που έκαναν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ; Όταν νομιμοποιείται η έστω χαμηλής έντασης πολιτική βία, στη συνείδηση των ανθρώπων νομιμοποιείται κάθε βία. (…) Ας μην τους κακίζουμε – έτσι έμαθαν. Διδάχθηκαν ότι νόμος είναι το δικό τους δίκιο» (Πάσχος Μακιαβέλης). Καταλήγουμε στο ιστορικών διαστάσεων έμεσμα του Στ. Κασιμάτη που τόλμησε να ευχαριστήσει τη Χρυσή Αυγή γιατί μας αποκάλυψε ότι το πρόβλημα της μεταπολίτευσης είναι η Αριστερά που χαλάει τα μάρμαρα του Συντάγματος, συνεπώς (εδώ όποιος διαβάζει προσεκτικά ανατριχιάζει) «το χρώμα της βίας δεν κάνει καμία διαφορά ως προς την ουσία της. Ανοίγει τον δρόμο για την επιβολή της νομιμότητας προς κάθε πλευρά: κουκουέδες, συριζαίους, χρυσαυγίτες – όλοι τους βλάπτουν τη δημοκρατία εξίσου».

Ο Στ. Κασιμάτης χρησιμοποιεί έναν καβαφικό στίχο, ως οφείλει κάθε αρθρογράφος που υπερασπίζεται τους φασίστες από τις στήλες μιας καθώς πρέπει εφημερίδας σαν την «Καθημερινή». Όπως συμβαίνει συχνά με όσους ενσωματώνουν έναν στίχο για γαρνιτούρα, τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα: όταν ο Καβάφης σχολιάζει πως ο ήρωας έχει τη «συνείδησή [του] ήσυχη για το αψήφιστο της εκλογής», εννοεί πως πρόκειται για το επιχείρημα που χρησιμοποιεί κάποιος προκειμένου να δικαιολογήσει πως είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα. Αυτό είναι το συμπέρασμα που ειρωνεύεται το ποίημα που δεν κατάλαβε ο Στ. Κασιμάτης. Έχει μάλιστα πολύ ενδιαφέρον ότι όταν ο Τσίρκας ρώτησε τον Καβάφη τι δουλειά θα έκανε σήμερα ο ήρωας του ποιήματος, απάντησε ότι θα ήταν δημοσιογράφος!
Επειδή όμως αυτή η επιχειρηματολογία εξαπλώνεται με τη μορφή λαίλαπας (Δεν θέλω να αδικήσω τους θιασώτες της ίδιας άποψης που δεν εργάζονται στην «Καθημερινή». Η αλήθεια είναι ότι τις απόψεις αυτές συμμερίζονται πια η Δεξιά, η Κεντροδεξιά, το Κέντρο και η Κεντροαριστερά της ΔΗΜΑΡ: Μπίστης, Ψαριανός, Πρετεντέρης, Σαχινίδης, Δένδιας κα), ας τη δούμε αναλυτικά:

Επιχείρημα πρώτο: «Τη βία τη νομιμοποίησε η Αριστερά». Το μόνο πρόσφατο παράδειγμα φονικής βίας που άσκησε ένα κομμάτι του αναρχικού χώρου αλλά τη χρεώθηκε συλλήβδην η Αριστερά ήταν η Μαρφίν. Πρώτ’ απ’ όλα, ας εφαρμόσουμε την κριτική μας στην πλευρά μας: όταν κανείς λέει πως κακώς κάηκαν τρεις άνθρωποι α) αλλά ο Βγενόπουλος τους είχε υποχρεώσει να δουλεύουν, β) αλλά ήταν κλειστή η έξοδος κινδύνου και δεν υπήρχε πιστοποιητικό πυρασφάλειας, γ) αλλά κι αυτοί γιατί δέχτηκαν να δουλέψουν αντί να απεργούν, και δεν ξέρω τι άλλο, απαντούμε: δεν έχει «αλλά»! Υπήρξαν ομάδες από τον αντεξουσιαστικό χώρο που είπαν ακριβώς αυτό, χωρίς μισόλογα. Ας μου επιτραπεί παρ’ όλ’ αυτά να παρατηρήσω ότι η ψυχική συνθήκη της οπλισμένης ομάδας που επιτίθεται με λοστάρια και μαχαίρια και δολοφονεί μελαμψούς περαστικούς, και η ρίψη μολότωφ σε τράπεζα, δεν είναι ίδιας έντασης. Ούτε η αντίδραση της κοινωνίας ήταν ίδια. Για ένα χρόνο είχε μουδιάσει το πανελλήνιο μετά τη Μαρφίν. Σήμερα η Χρυσή Αυγή ανεβάζει τα ποσοστά της διαφημίζοντας τα (ποιοτικώς και ποσοτικώς ασύγκριτα) εγκλήματά της. Όσο για την υπόλοιπη βία, που «είναι χαμηλής έντασης, αλλά νομιμοποιεί κάθε βία», όποιος δεν καταλαβαίνει τη διαφορά μεταξύ απεργίας και φονικού, όποιος δεν μπορεί να ξεχωρίσει ένα στραγγιστό γιαούρτι από ένα λοστάρι, δεν έχει ελπίδα να καταλάβει.
 
Επιχείρημα δεύτερο: «φταίει η ανομία που καλλιέργησε η Αριστερά». Αυτό το επιχείρημα προέρχεται από ανθρώπους που (με ακούραστο πρωταθλητή τον Στάθη Καλύβα της ίδιας εφημερίδας) πιστεύουν ότι στη χώρα του Βουλγαράκη, του Τσουκάτου, της Siemens, του Βατοπεδίου κ.λπ., ανομία είναι να γράφεις στους τοίχους ή να αντιγράφεις στις εξετάσεις (Το παράδειγμα είναι πραγματικό και προέρχεται από άρθρο του Στ. Καλύβα). Να πιστεύεις πως ανομία είναι η αντιγραφή στις εξετάσεις, σε μια χώρα που έχει στείλει στη φυλακή μόνο τον Τσοχατζόπουλο όλα αυτά τα χρόνια, και ας δούμε για πόσο, σημαίνει ότι συγκαλύπτεις τα εγκλήματα των αφεντικών σου, προσπαθώντας να εστιάσεις σε σχολικές αταξίες.
Επιχείρημα τρίτο: «Αφού οι μετανάστες εγκληματούν, τι να κάνει κι ο απλός λαϊκός άνθρωπος;» Και, προσοχή, ο Λυγερός μάς ειδοποιεί πως αντιρρήσεις σε αυτό το επιχείρημα φέρνουν μόνο οι καλομαθημένοι αστοί που έχουν τους ξένους για υπηρέτες, όχι οι αγνοί λαϊκοί φασίστες των «γκέτο», που υποφέρουν. Με τη σειρά: δεν εγκληματούν «οι μετανάστες», γενικώς. Εγκληματούν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι θα πρέπει να τιμωρηθούν για τα εγκλήματά τους, αυτοί και μόνο, όχι όσοι τους μοιάζουν, και να τιμωρηθούν από τη δικαιοσύνη και όχι από τον οποιονδήποτε τυχαίο ψυχασθενή. Όποιος ενδιαφέρεται για τα στοιχεία που δείχνουν πόσο διογκωμένη εμφανίζεται η εγκληματικότητα των μεταναστών από την αστυνομία, ας ανατρέξει στον φάκελο «Ο φασισμός στο σαλόνι μας» στο www.thepressproject.gr. Εδώ ας πούμε μόνο ότι συλλογική τιμωρία στο μυαλό υγιούς ανθρώπου δεν υπάρχει. Αν εννοούν οι δημοσιογράφοι της «Καθημερινής» ότι «κατανοούν» τους φασίστες, φοβάμαι ότι η πολλή κατανόηση σε αυτή την περίπτωση είναι φλερτ με τον φασισμό, δεν είναι ψυχική ευρυχωρία.
Επιχείρημα τέταρτο: «τη Χρυσή Αυγή εξέθρεψε ο αντικοινοβουλευτισμός της Αριστεράς». Δηλαδή δεν πρέπει να μιλάμε κατά των βουλευτών, διότι τα επιχειρήματά μας τα χρησιμοποιεί και η Ακροδεξιά. Αν εγώ ασκώ κριτική στον κοινοβουλευτισμό γιατί θέλω περισσότερη δημοκρατία, είμαι υπαίτιος για τα εγκλήματα αυτού που ασκεί κριτική γιατί θέλει να ψήσει τους Εβραίους σε κρεματόρια; Πολύ δύσκολο.
 
Όπως τη δεκαετία του ’40 τα αστικά κόμματα είχαν αποξενωθεί από την κοινωνία και άφησαν τους φασίστες και τους ταγματασφαλίτες να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, να ασκήσουν βία κατά της Αριστεράς, φαίνεται ότι το ίδιο θα ζήσουμε και τώρα. Σχολίαζε ο Μαρξ ότι εργοστασιάρχες και μεγαλοκτηματίες χαιρέτισαν την επιτυχία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη λέγοντας πως τα εγκλήματά του θα μείνουν στα χέρια του, ενώ από τους καρπούς τους θα ωφεληθούν οι ίδιοι. Ο συρφετός των διεφθαρμένων πολιτικών που κυβέρνησε στη διάρκεια της μεταπολίτευσης βλέπει να αυξάνεται η απόστασή του από την κοινωνία. Θεωρεί πως το μόνο χαρτί που έχει να παίξει είναι να θεωρηθεί σωτήρας απέναντι στη «βία των άκρων», όπως προσπαθεί διακαώς να περιγράψει αυτό που συμβαίνει σήμερα, συγχέοντας εσκεμμένα κινητοποιήσεις και φονικά. Πού αλλού να εναποθέσει τις ελπίδες της η δόλια η «Καθημερινή»; Στην υπεράσπιση των Μνημονίων; Η ελπίδα της είναι να αναβαπτίσει τα απολύτως ανυπόληπτα αστικά κόμματα σε εγγυητές της ασφάλειας, να ποντάρει δηλαδή στον φόβο, αφού τα κόμματα αδυνατούν να προσφέρουν ελπίδα. Αντιθέτως προς την τότε «Καθημερινή» και τους σημερινούς υπαλλήλους της, η δική μου επιθυμία είναι να αποφευχθεί πάση θυσία η περεταίρω διολίσθηση προς το «κράτος επιβολής και αυστηρότητος». Η επίκληση του ζητήματος της ασφάλειας είναι το άλλοθι με το οποίο ελπίζουν να ξεχάσουμε την αδικία. Ας μην τους κάνουμε τη χάρη. Αυτή τη στιγμή υπερασπίζονται ωμά τους φασίστες συκοφαντώντας την Αριστερά, γιατί το πρόβλημά τους είναι να μην καλύψει η Αριστερά την απόστασή τους από τον λαό. Εμείς θα χρειαστεί να εξηγήσουμε στους φασίστες ότι δεν είμαστε αδύναμοι και στους προπαγανδιστές ότι δεν είμαστε ηλίθιοι.