Και ενώ η οικονομική κρίση στην Ελλάδα βαθαίνει, οι ίδιοι πολιτικοί που άνοιξαν τις πύλες της χώρας στα διεθνή αρπακτικά, προσπαθούν – μέσα απο ένα παιχνίδι με ενοχές και απειλές – να πείσουν για τα “σωτήρια” μακροπρόθεσμα αποτελέσματα του μνημονίου που ψήφισαν. Η διαφθορά και η αντιπαραγωγικότητα του μέσου πολίτη, παρουσιάζεται ως κινητήριος μοχλός της κρίσης και τα εξοντωτικά νεοφιλεύεθερα μέτρα ως αναποφευκτος μονόδρομος.
Το έργο μοιάζει να το έχουμε ξαναδεί και η συνταγή παραμένει η ίδια. Μόνο που η λύση δεν λειτουργεί, όπως δεν λειτούργησε όπου και αν εφαρμόστηκε.
Το 1997 ξεσπάει η περίφημη ασιατική κρίση, που σηματοδοτείται από την υποτίμηση του νομίσματος της Ταιλάνδης. Η χώρα προσπαθώντας να υπερασπιστεί το νόμισμά της από κύμα κερδοσκοπικών επιθέσεων, εξάντλησε τα συναλλαγματικά της αποθέματα και άφησε ελεύθερη τη διακύμανση του baht. Το εθνικό νόμισμα καταρρέει και μέσα σε λίγους μήνες χάνει το μισό της αξίας του – με το χρηματιστήριο να υποχωρεί την ίδια περίοδο κατα 75%.
Αν και για πολλούς η κατάρευση ήταν ένα απρόσμενο σοκ, τα σημάδια προυπήρχαν. Είχε προηγηθεί η χρηματοοικονομική απελευθέρωση κάτω από τις πιέσεις των ΗΠΑ και του ΔΝΤ, που οδήγησε σε ραγδαία αύξηση των δανείων απο ξένες τράπεζες σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, και μια πολιτκή σύνδεσης του τοπικού νομίσματος με το δολλάριο. Οσο συνέρρεε το δολάριο, τόσο εκτινασσόταν ο δανεισμός, όπως και οι τιμές των ακινήτων και των μετοχών. Το 1996 το έλλειμμα της Ταϊλάνδης άγγιξε το 8% του ΑΕΠ και οι επενδυτές κατάλαβαν πως η κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη. Τα κεφάλαια τράπηκαν σε φυγή, το διαθέσιμο ξένο συνάλλαγμα μειώθηκε και η αγορά ακινήτων κατέρρευσε. Αν και αρχικά προσπάθησε να το αποφύγει, η κυβέρνηση της χώρας κατέληξε τελικά στην λύση του ΔΝΤ και σε δάνεια ύψους 17,2 δισεκατομυρίων για να μπορέσει να επιβιώσει. Τα αποτελέσματα απο τις πολιτικές που επέβαλλε το ΔΝΤ ως αντάλλγμα για το δανεισμό ήταν καταστροφικά και η χώρα κατα την πενταετία 1997-2002 είδε το ΑΕΠ της να συρρικνώνεται κατα 35%. Οπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις τα δάνεια πήγαν απευθείας στις τσέπες των επενδυτών.
Τα πρώτα μέτρα που απαιτήθηκαν ήταν η δραματική μείωση των κοινωνικών δαπανών – σε μια χώρα όπου τα κοινωνικό δίκτυ ασφαλείας ήταν ήδη προβληματικό- αύξηση του ΦΠΑ σε βασικά είδη κατά 7 με 10% και ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Παράλληλα ξεκίνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων και αναθεώρηση της διάταξης που προέβλεπε πως οι πολυεθνικές-με εξαίρεση όσες ήταν αμερικανικών συμφερόντων- μπορούσαν να κατέχουν μόνο το 49% των μετοχών στην Ταιλάνδη.
Οι μειώσεις των δαπανών στην εκπαίδευση και η ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου τα πρώτα χρόνια μετά τις συνταγές ανόρθωσης του ΔΝΤ είχαν τραγικές συνέπειες. Μια μελέτη του τμήματος Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, που δημοσιεύθηκε το 2009 στο περιοδικό Social Science and Medicine, κατέγραψε αύξηση των αυτοκτονιών σε όλη τη ΝΑ Ασία -με εξαίρεση τη Σιγκαπούρη και την Ταιβάν- της τάξης του 50% σε σχέση με τα προ 1997 επίπεδα. Η μελέτη κατέδειξε άμεση σύνδεση της αύξησης των αυτοκτονιών με την αύξηση της ανεργίας. Στην Ταϊλάνδη την περίοδο 1998-2001 οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν κατά 20% και άγγιξαν τις 4000 ετησίως. Στην πλειοψηφία τους αφορούσαν νεαρούς αντρες, των οποίων οι επιχειρήσεις είχαν καταρρεύσει.
Καθώς πάνω απο τρία εκατομμύρια εργαζόμενοι θα χάσουν τις δουλειές τους, τα παιδιά -και κυρίως τα κορίτσια- θα είναι τα πρώτα θύματα. Μόνο τη διετία 1998-1999 τετρακόσιες χιλιάδες μαθητές του δημοτικού το εγκαταλείπουν ενώ για ολόκληρη την επόμενη δεκαετία 1 στους 4 μαθητές δεν θα τελειώνει τη βασική εκπαίδευση. Οι γονείς αδυνατούν να πλήρώσουν σχολικές στολές, βιβλία, μεταφορά και φαγητό. Οι αριθμοί αυτοί ανησυχούν ακόμα και την Παγκόσμια Τράπεζα που στην ετήσια έκθεσή της για την εκπαίδευση στη ΝΑ Ασια αναφέρει πως οι γονείς αποσύρουν τα παιδιά τους απο το σχολείο γιατί δεν έχουν φαγητό να τα ταΐσουν.
Η UNICEF και ανθρωπιστικές οργανώσεις όπως η ECPAT, που δραστηριοποιείται στην προστασία παιδιών, κάνουν λόγο για άυξηση των ποσοστών των παιδιών που οδηγούνται στην πορνεία κατά την πενταετία 1997-2002. Το 1998 ο αριθμός των παιδιών που ζει στο δρόμο θα αυξηθεί κατά 15% και η πλειοψηφία τους θα αφορά παιδιά απο οικογένειες της μεσαίας τάξης. Μόνο το 1998 πάνω απο 250.000 χιλιάδες παιδιά πουλήθηκαν στα πορνεία της Ταιλάνδης ως αποτέλεσμα της εξαθλίωσης που επέφερε η κρίση και των πολιτικων που υιοθετήθηκαν για την αντιμετώπιση της.
Μέχρι το 2002 και υπο τις απαιτήσεις του ΔΝΤ η Ταϊλάνδη θα χάσει την εθνική της αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία θα αγοραστεί εξολοκλήρου απο την ιαπωνική MNC, ενώ πολυεθνικές θα εγκατασταθούν στη χώρα με πλήρη κυριαρχία. Αν και οι εξαγωγές βοήθησαν στην οικονομική ανάκαμψη και στην εισροή κεφαλαίου, αυτό έγινε αποκλειστικά μέσω των πολυεθνικών και τα έσοδα δεν οδήγησαν σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων. Αντιθέτως, δημιούργησαν μιαν υπερπλούσια ελίτ, κάνοντας τις κοινωνικές ανισότητες εντονότερες.
Οι τοπικές εταιρείες παραγωγής, που μέχρι το 1997 αποτελούσαν ένα σημαντικό κεφάλαιο για τη χώρα, εκλεισαν και αγοράστηκαν απο τις 3 μεγάλες πολυεθνικές Carrefour, Tesco και Casino. Οι εταιρείες επωφελήθηκαν απο τις χαμηλές τιμές της αγοράς και τις ευνοϊκές ρυθμίσεις και μέχρι το 2002 είχαν ήδη ανοίξει 148 καταστήματα στη χώρα. Τα έσοδα τους έφτασαν το 2006 στα 5 δισεκατομύρια δολάρια και η Tesco προχώρησε στο άνοιγμα 400 ακόμα καταστημάτων. Οι εταιρείες λειτουργούν με προσωπικό του οποίου ο βασικός μισθός αγγίζει τα 275 δολάρια χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ενώ σύμφωνα με την έκθεση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εργασίας του ΟΗΕ, το 2009, το 25% των εργατών στον κατασκευαστικό τομέα κερδίζει λιγότερα απο 150 δολάρια το μήνα.
Οι ανεξέλεγκτες ιδιωτικοποιήσεις του συστήματος ύδρευσης, του ηλεκτρικού, των συγκοινωνιών οδήγησαν σε έναν άνευ προηγουμένου συγκεντρωτισμό καθώς οι εταιρείες προχώρησαν σε έναν επιθετικό ανταγωνισμό που οδήγησε σε εξαγορές και κατα συνέπεια στη δημιουργία ιδιωτικού μονοπωλίου.
Σήμερα η παραγωγή της Ταϊλάνδης περιορίζεται στο δευτερογενή τομέα κατασκευής ρούχων, παπουτσιών και ηλεκτρικών συσκευών για λογαριασμό όμως των μεγάλων πολυεθνικών που κατέχουν την αγορά της χώρας. Το αποτέλεσμα είναι η οικονομία να εξαρτάται άμεσα απο τις πολυεθνικές και η ντόπια παραγωγή να είναι αδύναμη καθιστώντας τη χώρα ευάλωτη σε κλυδωνισμούς της παγκόσμιας οικονομίας.
Η Ταιλάνδη έχει αποπληρώσει τα δάνεια και η οικονομία της, αν και έχει υποστεί αρκετούς κλυδωνισμούς λόγω της κρίσης του 2008 αλλά και των καταστροφικών πλημμυρών της περασμένης χρονιάς, εξακολουθεί να αναπτύσσεται. Το κεφάλαιο όμως που κινείται στη χώρα δεν βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο παρά περιορίζεται σε μια πλούσια ελίτ που κινείται στην πρωτεύουσα Μπανγκόκ καθώς το 70% του πληθυσμού ζεί στις αγροτικές περιοχές. Και μπορεί πλέον η Ταιλάνδη να μην θεωρείται η χώρα του φθηνού εργατικού δυναμικού, καθώς εξαθλιωμένοι μετανάστες απο τη γειτονική Καμπότζη και τη Μιανμάρ εργάζονται για 50 δολάρια το μήνα, οι κοινωνικές ανισότητες και οι αντιθέσεις είναι μια κληρονομιά που θα βαραίνει τη χώρα για πολλές γενιές ακόμα.