Η πρόσφατη ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την αντισυνταγματικότητα των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Όχι μόνο οι παροικούντες τα δικαστήρια και οι ειδικοί, αλλά ο κάθε πολίτης έχει συνειδητοποιήσει ότι την τελευταία τριετία οι μνημονιακές πολιτικές έχουν καταστήσει κενό γράμμα πολλές από τις συνταγματικές επιταγές.
Η υποβάθμιση του Συντάγματος, δεν είναι χωρίς συνέπειες για την δημοκρατία. Γίνεται δε πραγματική βόμβα για το πολίτευμα, όταν συναντά την καλπάζουσα κριση πολιτικής νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος και την ταχύτατη αποσύνθεση των κομματικών του πυλώνων. Οι τρεις κυβερνήσεις που προώθησαν τα τρία τελευταία μνημόνια επέβαλαν πολιτικές ουσιαστικά χωρίς λαϊκή εντολή. Η πρώτη, του ΠΑΣΟΚ, είχε εκλεγεί με κεντρικό σύνθημα “λεφτά υπάρχουν.” Η δεύτερη, υπό ένα μη εκλεγμένο τραπεζίτη, εξορισμού δεν είχε άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση. Η δε τρέχουσα, τρικέφαλη συγκυβέρνηση είναι ήδη διπλά ανακόλουθη: δεν έχει μόνον εγκαταλείψει κάθε σκέψη για επαναδιαπραγμάτευση (η οποία, μαζί με την παραμονή στο Ευρώ, αποτελούσε την βασική προεκλογική εξαγγελία και των τριών της εταίρων) αλλά παρασάγγες απέχει και από τις δεσμεύσεις της μετεκλογικής συμφωνίας τους.
Μέχρι σήμερα, πάντως, το κόμμα του μνημονίου, με όλες του τις μετενσαρκώσεις, είχε μία άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Όχι πια. Η κοινωνική κατακραυγή έχει καταστήσει ουσιαστικά την παρούσα κυβέρνηση κυβέρνηση μειοψηφίας: 148 μόνον ψήφους πήρε η κεντρική επιλογή των ιδιωτικοποιήσεων στην πρόσφατη ψηφοφορία. Και ναι μεν δεν γεννάται (ακόμη) ζήτημα άρσης της εμπιστοσύνης της βουλής ή έλλειψης τυπικής νομιμότητας της απόφασης αυτής, προφανώς όμως ανακύπτει μείζον ζήτημα ουσιαστικής, πολιτικής νομιμοποίησης.
Η κυβέρνηση δεν έχει χάσει ακόμη την δεδηλωμένη, δεν ελέγχει όμως σταθερά την πλειοψηφία της Βουλής. Ενόψει δε και της κοινωνικής απομόνωσης της, όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εξασφαλίσει την υλοποίηση των μέτρων, ακόμη και εάν αυτά υπερψηφιστούν. Η απόσταση όμως ανάμεσα στις προεκλογικές εξαγγελίες και τις αντίθετες πρακτικές δημιουργεί ένα τεράστιο κενό πολιτικής αξιοπιστίας. Τούτο, σε συνδυασμό με την εμπέδωση της πρακτικής κατά την οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται μονομερώς από την τρόϊκα και επιβάλλονται εκβιαστικά στο εγχώριο πολιτικό σύστημα, κινδυνεύει να καταστήσει πλέον την δημοκρατία μας εικονική, τη χώρα μας μπανανία.
Με άλλα λόγια, η οικονομική κηδεμονία των δανειστών εξελίσσεται ταχύτατα σε πλήρη πολιτική επικυριαρχία και σε ευνουχισμό της δημοκρατικής αρχής. Αυτό δεν μπορούν να το κρύψουν ούτε οι απολογητές του μνημονίου. Ισχυρίζονται, όμως, ότι η υποχώρηση στον εκβιασμό αποτελεί μονόδρομο για να μην χρεωκοπήσει η χώρα. Και όμως, η τυφλή υποταγή στον εκβιασμό είναι αυτή που οδηγεί αναπόφευκτα στην άτακτη χρεοκοπία της χώρας, είτε επειδή οι δανειστές μας θα αποφασίσουν να «τραβήξουν την πρίζα», είτε επειδή τα νούμερα δεν θα βγαίνουν, είτε επειδή η κοινωνία δεν θα αντέχει άλλο τις θεραπείες σοκ, είτε μετά από ένα διεθνές «ατύχημα».
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: το δημόσιο χρέος που ήταν στα 299 δις ευρώ το 2009, ή 129.3% του ΑΕΠ, αυξήθηκε στα 329 δις ευρώ το 2010, ή στο 144,9% του ΑΕΠ, ενώ το 2011, έφτασε τα 368 δις υπερβαίνοντας το 169% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την απόφαση της Συνόδου Κορυφής του Οκτωβρίου του 2011 υποτίθεται ότι η εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων, θα οδηγούσαν το χρέος το 2020 στα επίπεδα του 2010, ήτοι γύρω στο 120%. Ήδη όμως, παρά την απάτη του PSI που ουσιαστικά κούρεψε την δημόσια περιουσία και όχι το χρέος, το τελευταίο, σύμφωνα με το σχέδιο του προϋπολογισμού, το 2013 θα ξεπεράσει το 189% του ΑΕΠ. (Δείγμα της απώλειας κάθε ελέγχου επί της φαύλης σπείρας θανάτου της οικονομίας αποτελεί το ότι στο προσχέδιο του προϋπολογισμού που είχε κατατεθεί ένα μόλις μήνα πριν, το ποσοστό αυτό υπολογιζόταν στο 179%. Χωρίς τίποτα να μεσολαβήσει, εκτοξεύθηκε δέκα μονάδες παραπάνω).
Συνεπώς, και για την οικονομία και για την δημοκρατία το μνημόνιο αποτελεί θανατηφόρο φάρμακο, χειρότερο από την αρρώστεια που υποτίθεται ότι θεραπεύει. Ήρθε η ώρα να απαλλαγεί η χώρα από αυτό και όσους το υπηρετούν.