Εδώ και λίγες μέρες μια φράση τριγυρνάει συνεχώς στο μυαλό μου: «Αν ο λαός δε θέλει…». Ήταν η κατακλείδα μιας συζήτησης με το Γιώργο Χουρμουζιάδη, καθηγητή του ΑΠΘ, ο οποίος δεν έκρυβε την απαισιοδοξία του: «Αλλαγές μπορούν να υπάρξουν μόνο αν ο λαός ξεσηκωθεί, ή πιέσει να προκύψουν, ή αναγκάσει αυτούς που μπορούν να τις προκαλέσουν» είπε στην κουβέντα αυτή και πώς να διαφωνήσει κανείς μαζί του; Θυμήθηκε και το νόμο Γιαννίτση που αναγκάστηκε να πάρει πίσω, τότε που σημειώθηκε, ίσως, η τελευταία νίκη των εργαζομένων, χάρη στη μαζική λαϊκή αντίδραση.
«Σήμερα η κοινωνία έχει πάψει να οραματίζεται. Κοιτάζει μόνο να επιβιώσει και αυτό είναι αρνητική εξέλιξη» ανέφερε, καταλήγοντας: «Η κρίση ζητά πολιτικές αλλαγές, αλλά αυτές πρέπει να τις ζητήσει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο ο λαός, επειδή αυτός υφίσταται την κρίση. Αν ο λαός δε θέλει…». …Δεν θα αλλάξει τίποτα, αν δε θέλει ο λαός. Αυτό εννοούσε ο καθηγητής. Και πράγματι, τίποτα αυτή τη στιγμή δε δείχνει ότι ο ελληνικός λαός είναι πρόθυμος να εξεγερθεί για να διεκδικήσει όσα του έκλεψαν.
Θυμάμαι πέρσι το καλοκαίρι που υπολογίζαμε ότι τα (περσινά) Χριστούγεννα θα είχαμε εξέγερση. Στη συνέχεια την περιμέναμε τον Ιούνιο ή τον Σεπτέμβριο, μετά τις διακοπές. Η τελευταία πρόβλεψη ήταν για αυτόν τον Ιανουάριο (κάποιοι το αναβάλλουν ήδη για την άνοιξη), τώρα που θα καταλάβουν στην πράξη οι θιγόμενοι τα νέα σκληρότερα μέτρα που ψηφίστηκαν με την τρίτη αναθεώρηση του μνημονίου. Αυτή δεν έχει διαψευστεί (ακόμα).
Σίγουρα το σοκ έχει λειτουργήσει πολύ αποτελεσματικά. Μέσα σε δύο χρόνια πήραν από τους πολίτες όσα κατάκτησαν εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Από την άλλη, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 η ελληνική κοινωνία ακολουθούσε το “greek dream” της ατομικής αποκατάστασης, που σταδιακά αντικαθιστούσε κάθε συλλογικό όραμα για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία. Πως θα πλουτίσουμε γρήγορα και χωρίς κόπο, πως θα αποκτήσουμε ακριβό αυτοκίνητο, πως θα διοριστούμε στο δημόσιο…Δεν σκέφτονταν όλοι με αυτόν τον τρόπο, αλλά αυτό ήταν το πρότυπο που πρόβαλλαν κόμματα, ΜΜΕ και κάθε είδους εξουσία. Και το είχαν ενστερνιστεί πολλοί που ποτίστηκαν από την αντίστοιχη νοοτροπία. Ακόμα και σήμερα, που όλοι βλέπουν το έδαφος να καταρρέει κάτω από τα πόδια τους, κάποιοι πιστεύουν ότι θα καταφέρουν να εξαιρεθούν από την κοινή μοίρα. Ότι την τελευταία στιγμή θα τους πάρουν μαζί τους στη σωσίβια λέμβο, ως ένα ακόμα ρουσφέτι, αυτοί που σίγουρα θα διασωθούν. Για αυτό και προτιμούν να πάνε μαζί τους, παρά να συγκρουστούν – κι ας γνωρίζουν ότι ζητούν να τους σώσουν αυτοί που τους βούλιαξαν.
Είναι κι αυτοί που κατέβηκαν με ενθουσιασμό σε όλες τις κινητοποιήσεις που έγιναν τα τελευταία δύο χρόνια κι έδωσαν δυναμικό παρόν στο Σύνταγμα. Αλλά απογοητεύτηκαν όταν είδαν ότι δεν γινόταν τίποτα μετά. Τίποτα απ’ όσα περίμεναν να ακολουθήσουν. Είναι αυτοί που προσδοκούσαν στην οργανωμένη εξέγερση και τη συνέχιση των αγώνων μέχρι τη νίκη, αλλά τώρα νιώθουν ηττημένοι.
Κι ο ΣΥΡΙΖΑ; Είναι ελπίδα ο ΣΥΡΙΖΑ; Όσο δεν έχει δοκιμαστεί στην εξουσία, ίσως και να είναι. Οι επιφυλάξεις όμως είναι αρκετές. Και μία βασική: Πως μπορεί να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση, ή έστω ισχυρό αριστερό κόμμα, όταν δεν υπάρχει από κάτω ένα δυναμικό και μαζικό λαϊκό κίνημα, το οποίο θα στηρίζει, θα πιέζει και θα ελέγχει; Κάποια κομματικά στελέχη μπορεί να το βρίσκουν και βολικό, αλλά δεν είναι. Επικίνδυνο είναι. Και για αυτούς και κυρίως για την κοινωνία. Σε ποια λαϊκά αιτήματα ανταποκρίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ; Ποιες είναι οι αποφάσεις που επιβλήθηκαν από τη βάση; Δεν υπάρχουν πειστικές απαντήσεις κι η κατάσταση παραμένει ανησυχητική. Γιατί δεν προχωράμε μπροστά. Με την όπισθεν πηγαίνουμε. Κι όσο η ελληνική κοινωνία δεν αντιδρά, δεν έχουν λόγο να σταματήσουν να της αφαιρούν κι άλλα δικαιώματα. Προφανώς στην ελληνική ιστορία έχουμε ξαναπεράσει αντίστοιχες καταστάσεις, αλλιώς ο ποιητής δεν θα έγραφε τότε: «Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»