Του Κωνσταντίνου Πουλή
Η θεωρία των δύο άκρων υποστηρίζει ότι η άκρα Αριστερά και η άκρα Δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος ταυτίζονται, καθώς αποτελούν πανομοιότυπα βίαιες εκφράσεις του ολοκληρωτισμού, με διαφορετικό πρόσημο. Η ιστορική τεκμηρίωση αυτής της άποψης αναζητεί ευλογοφανώς τις απαρχές της στην κριτική του σοβιετικού ολοκληρωτισμού. Στη Χάννα Άρεντ, π.χ., που συνεξέτασε στο βιβλίο της “Η γένεση του ολοκληρωτισμού“ τον φασισμό και τον κομμουνισμό. Αυτή η συζήτηση ήταν πολύ ενδιαφέρουσα κάποτε, και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τη φράση του Καστοριάδη ότι αν έπρεπε να διαλέξει με το μαχαίρι στον λαιμό ανάμεσα στις αδυναμίες της αστικής δημοκρατίας ή τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό, θα προτιμούσε μια χώρα σαν την Αμερική, όπου τουλάχιστον μπόρεσε να αναπτυχθεί ένα κίνημα εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ. Αυτή είναι μια ωραία υπενθύμιση και, αν υπήρχε η Σοβιετική Ένωση, το ΚΚΣΕ, το ανατολικό μπλοκ και ο ψυχρός πόλεμος, θα μας έλυνε ένα δίλημμα. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα από αυτά, γιατί ζούμε σε άλλη εποχή.
Η αλήθεια είναι ότι όσο πλησιάζουμε προς την εποχή μας, τόσο πιο προβληματική καθίσταται η συγκεκριμένη θεωρία. Αρχικά, όταν έρθουμε στα δικά μας, χρειάζεται να εξισώσει την αριστερή με τη δεξιά βία τη δεκαετία του ʼ40. Η άποψη είναι βεβαίως προκλητική, αλλά θα βρει τη συνδρομή μιας νέας ιστοριογραφίας που μας διαβεβαιώνει πως έχει κι ο ταγματασφαλίτης τα δίκια του: Αναπαράγεται με ατράνταχτο μεθοδολογικό τουπέ ο ισχυρισμός των ταγματασφαλιτών ότι οι Γερμανοί τούς απελευθέρωσαν από την τρομοκρατία στην οποία ζούσαν! Όταν περάσουμε αυτόν τον ιστορικό σταθμό και φτάσουμε στην εποχή μας, τα πράγματα χειροτερεύουν ακόμη περισσότερο.
Θα πρέπει πρώτα να πειστούμε ότι η «Αριστερά» όπως την αντιλαμβάνεται αυτό το επιχείρημα εκτείνεται από το ΚΚΣΕ και τον ελληνικό εμφύλιο μέχρι το σύγχρονο αντάρτικο πόλης, τους αναρχικούς γενικώς, και περιλαμβάνει μέχρι και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ότι αυτοί οι χώροι έχουν ζήσει διαφωνώντας ή μαχόμενοι μεταξύ τους έχει μικρή σημασία. Σημασία έχει να ταυτιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως οι κοινωνικές διαμαρτυρίες με τη βία.
Ας ξεκινήσουμε με μια υπενθύμιση: Η άκρα δεξιά σφάζει. Όχι μεταφορικώς, όχι με το μπαμπάκι ή με τα λόγια: σφάζει με τα μαχαίρια. Η Αριστερά μπορεί να υπερασπίζεται διάφορες εκδοχές της πολιτικής ανυπακοής, μπορεί ενίοτε και να κατηγορηθεί για λαϊκισμό αν εξετάσουμε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το κάνει, αλλά δεν σφάζει. Η απόπειρα να εξισωθεί πολιτικά η πράξη του να μην πληρώνεις διόδια ή να γιαουρτώνεις με τη σφαγή είναι απλώς εξωφρενική, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να είναι σχεδόν συνηθισμένη στον συντηρητικό τύπο και την τηλεόραση. Ο Πάσχος Μανδραβέλης μπορεί έτσι να αποφαίνεται πως «Όταν νομιμοποιείται η έστω χαμηλής έντασης πολιτική βία, στη συνείδηση των ανθρώπων νομιμοποιείται κάθε βία», ο Γιάννης Πρετεντέρης πως η διαμάχη αναρχικών-φασιστών είναι «εσωτερική διαμάχη στο κόμμα της βίας», αλλά το όσκαρ του χυδαίου συμψηφισμού παίρνει ο Στέφανος Κασιμάτης: «το χρώμα της βίας δεν κάνει καμία διαφορά ως προς την ουσία της. Ανοίγει τον δρόμο για την επιβολή της νομιμότητας προς κάθε πλευρά: κουκουέδες, συριζαίους, χρυσαυγίτες – όλοι τους βλάπτουν τη δημοκρατία εξίσου».
Αυτό που χρειάζεται προσοχή εδώ είναι ότι ταυτίζονται εκδηλώσεις πολιτικής διαμαρτυρίας, δηλαδή η μόνη μας ελπίδα για να μην ισοπεδωθούν τα πάντα ακόμη περισσότερο, με εκδηλώσεις ρατσιστικού μίσους απέναντι σε μετανάστες. Δεν πρόκειται ούτε για φιλελεύθερο επιχείρημα ούτε για συντηρητικό: πρόκειται για φλερτάκι με τον φασισμό. Εκείνοι που κατάφεραν με την αναπαραγωγή της ατζέντας της Χρυσής Αυγής να τη φτάσουν στο 10%, επιμένουν να τη χαϊδεύουν, γιατί κατά βάθος η ανησυχία τους είναι να μη σηκώσει κεφάλι η Αριστερά.
Μια εξίσου σημαντική λαθροχειρία αυτής της θεωρίας είναι πως υπονοεί ότι το κράτος παρακολουθεί τη σύγκρουση των άκρων από τη θέση του ουδέτερου παρατηρητή. Η αστυνομία δηλαδή που βασανίζει αναρχικούς, λειώνει κεφάλια διαδηλωτών, ψηφίζει μαζικά τη Χρυσή Αυγή και επιφυλάσσει το μέτρο των προληπτικών προσαγωγών μόνο για τις διαδηλώσεις και βεβαίως ποτέ για τα πογκρόμ, για τα παιδιά με τα καδρόνια και τα μαύρα μπλουζάκια, καλούμαστε να πιστέψουμε ότι τηρεί ίσες αποστάσεις. Γιατί να το πιστέψουμε αυτό; Διότι είναι η μόνη ελπίδα των αστικών κομμάτων. Πού αλλού να εναποθέσουν τις ελπίδες τους; Στην αξιοπιστία τους; Στην οικονομική αποτελεσματικότητα; Στην ηθική υπεροχή τους; Εδώ υπάρχει διπλή στρατηγική: από τη μία η ελπίδα τους είναι να μας πείσουν ότι όσο άδικοι, διεφθαρμένοι και ανίκανοι και αν είναι, αυτοί εκπροσωπούν τη γαλήνη μιας αστικής δημοκρατίας. Με τα προβληματάκια της, τις ανισότητές της, τη διαφθορά της, αλλά με ένα πλατύ συναινετικό κέντρο. Η δεύτερη στρατηγική (που δυστυχώς κερδίζει έδαφος όσο σκληραίνει η εποχή, και το συναινετικό κέντρο εξατμίζεται) είναι μια διαρκής διολίσθηση προς την ακροδεξιά, όλο και πιο προκλητικά. Η πιο επαίσχυντη στιγμή αυτής της διολίσθησης ήταν η παροχή πολιτικής κάλυψης στους βασανιστές της ΓΑΔΑ, αλλά τα πλοκάμια είναι πολλά. Εκτείνεται από τις φιλικές δηλώσεις παλιότερα του Γιώργου Καρατζαφέρη, τώρα του Φαήλου Κρανιδιώτη, του Μάκη Ψωμιάδη αλλά και του Ανδρέα Λοβέρδου για τη Χρυσή Αυγή, και φτάνει μέχρι την υποκριτική καταδίκη των φασιστών από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, την ώρα που δεν διστάζουν να συγκυβερνούν με τον Δένδια.
Δια ταύτα: ποιο είναι το μακροπρόθεσμο πολιτικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής; πως η θεωρία των δύο άκρων συνιστά αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Με τον καιρό δηλαδή δεν μένουν πολλές λύσεις: καθώς το κράτος συμπορεύεται με την ακροδεξιά, ένα μεγάλο μέρος του κόσμου θεωρεί πικρό αστείο να προσπαθήσει να βρει το δίκιο του στα αστικά δικαστήρια, κι έτσι η πόλωση προχωρεί με γοργούς ρυθμούς. Όσο σταδιακά οι απεργοί θα αντιμετωπίζονται σαν εγκληματίες, θα αποδεικνύεται ότι η πόλωση συνιστά συνειδητό σκοπό της κυβέρνησης, που επαναφέρει την εμφυλιοπολεμική ρητορική προκειμένου να επιτύχει δια της βίας τη συναίνεση που κάποτε εξασφάλιζε η αποχαύνωση.
Βιβλία…
H. Arendt, Το ολοκληρωτικό σύστημα, μτφρ. Γ. Λάμψας, εκδ. Ευρύαλος 1988
Στ. Καλύβας, «Κόκκινη τρομοκρατία: η βία της Αριστεράς στην Κατοχή», στο M. Mazower (επιμ.) Μετά τον πόλεμο, εκδ. Αλεξάνδρεια 2004