Της Λαμπρινής Χ. Θωμά
H αντιμετώπιση με καραμπίνες εργαζόμενων μεταναστών που διεκδικούσαν δεδουλευμένα, στη Μανωλάδα, ξεσήκωσε, και δικαίως, πολλές αντιδράσεις. Οι περισσότερες από αυτές, όμως, περιορίστηκαν σε εύκολα συνθήματα και αφορισμούς ― όσες δεν ήταν απλή και ξεκάθαρη υποκρισία, όπως η ξαφνική «ευαισθησία» από την πλευρά της κυβέρνησης.
Εφημερίδες και ίντερνετ γέμισαν άρθρα που αποδίδουν το έγκλημα της Μανωλάδας συλλογικά στον «κακό» ελληνικό λαό. Τα συνήθη επαρχιώτικα, κομπλεξικά και, συνειδητά ή ασυνείδητα, φασιστικά άρθρα. Επαρχιώτικα ― γιατί αγνοούν ότι τα ίδια ακριβώς γίνονται έξω (με πρώτη την «πολιτισμένη Δύση»), κομπλεξικά ― γιατί εξαιρούν πάντα τον εαυτό τους από την κατηγορία την οποία προσάπτουν σε όλους εμάς τους υπόλοιπους «κωλοέλληνες», και φασιστικά, γιατί αναπαράγουν την φασιστική θεωρία της «Συλλογικής Ευθύνης».
Δυο πρόχειρα παραδείγματα. Ο Τάσος Θεοδωρόπουλος, αρθρογράφος, μας ενημερώνει ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη κωλοφάρα από τους νεοέλληνες» και ειδικά εσένα «μπουζουκόκαβλε φασίστα νεοέλληνα. Που έχεις κάνει τη χώρα μου να αντανακλά το βρώμικο χνώτο από τα σαπισμένα δόντια σου κι εμένα εξόριστο. Εσύ γιόρτασες προκαταβολικά το Πάσχα των Ελλήνων Πάσχα. Πυροβολώντας στο ψαχνό 200 εξαθλιωμένους Μπαγκλαντεσιανούς που ήθελαν τα δεδουλευμένα τους για να τρως φραουλίτσες». Μπουζούκια, Πάσχα, και χαλασμένα δόντια (ότι χαλάει την προχωρημένη «αισθητική» του αρθρογράφου), μαζί ανάκατο, να σκιαγραφεί τον κακό Έλληνα ―εμένα και εσένα― που για να «φάει φραουλίτσες» εκμεταλλεύεται εξαθλιωμένους.
Ο Πάσχος Μανδραβέλης από την άλλη, παραδέχεται ότι «φαινόμενα ρατσισμού, ακραίας εκμετάλλευσης ή άλλων άνομων πρακτικών υπάρχουν παντού στον κόσμο», αλλά μας επιφυλλάσει ειδική θέση, εμάς των κακών Ελλήνων, αφού «Μια κοινωνία δεν κρίνεται από αυτά. Κρίνεται, όμως, από την αντίδραση της στα συγκεκριμένα φαινόμενα. Αν τα στοχάζεται ή αν τα προσπερνά ελαφρά τη καρδία. Αν ανησυχεί ή αν επαναπαύεται με το ρωμαίικο “έλα μωρέ…”».[1]
Άρα, για τα φαινόμενα αυτά φταίει ο πολύς κόσμος, αν όχι για τίποτα άλλο, πάντως σίγουρα επειδή επιμένει να αγοράζει φτηνές φράουλες. Επίσης, η αντιμετώπιση των φαινομένων αποτελεί ιδιαιτερότητα «ρωμαίικη», και όλα συνέβησαν λόγω «ρατσισμού» (ανάμεσα στα άλλα, ξέχασαν όλοι ότι τους ξυλοδαρμούς, το 2008, των μεταναστών απεργών αλλά και μελών του ΠΑΜΕ, στην ίδια περιοχή, τους είχαν αναλάβει Αλβανοί, πρωτοπαλίκαρα των τσιφλικάδων.).
Κόντρα σε αυτές τις «αφέλειες», ας μπει η αλήθεια ξεκάθαρα: δεν είναι η Ελλάδα που δημιουργεί αυτά τα φαινόμενα, είναι η εποχή μας. Και δεν είναι ο ρατσισμός που γεννάει αυτά τα τέρατα, είναι το κέρδος. Η Μανωλάδα είναι το άλλο όνομα της «ανταγωνιστικότητας» και της «ανάπτυξης» ― των δύο εκσυγχρονιστικών οραμάτων με τα οποία μας ντοπάρει η κυβέρνηση, η Τρόϊκα και όλη η παγκόσμια οικονομία, η στηριγμένη στο μοντέλο που ευαγγελίζονται πολλοί εξ αυτών που σκίζουν τα ιμάτιά τους σήμερα.
Υποχρεωτική, λοιπόν, μια βόλτα στην ανεπτυγμένη Δύση.
Το 2010, σε εποχή υψηλής ανεργίας για τις ΗΠΑ, άρχισε πάλι να αναπτύσσεται και να διαδίδεται το γνωστό «οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές». Αυτή τη φορά, η United Farm Workers, η ένωση των αγροτών, δεν θέλησε να αφήσει το πράγμα να διογκωθεί. Ξεκίνησε μια καμπάνια με το όνομα Take Our Jobs (Δεχθείτε Τις Δουλειές μας). Κάλεσε, λοιπόν, όσους άνεργους αμερικάνους ήθελαν να δώσουν στίγμα και τους έφερε σε επαφή με εταιρίες που χρειάζονταν αγροτικά χέρια, σε φάρμες, στις φράουλες, στα βατόμουρα, στα λάχανα. Μες σε τρεις μήνες τρία εκατομμύρια άνθρωποι είχαν επισκεφτεί την σχετική ιστοσελίδα. Από αυτούς περί τα δύο εκατομμύρια Αμερικανοί όντως ενδιαφέρονταν να εργαστούν στον αγροτικό τομέα. Μόλις 8.600, όμως, από αυτά τα δύο εκατομμύρια που πέρασαν από τη σελίδα αναζητώντας εργασία επικοινώνησαν για το επόμενο βήμα, εξετάζοντας σοβαρά το ενδεχόμενο να δουλέψουν ανασφάλιστοι, χωρίς περίθαλψη, χωρίς ένσημα, χωρίς ωράριο, χωρίς αργίες, με αμοιβή πολύ πιο κάτω από το επίσημο ελάχιστο ωρομίσθιο. Και από αυτούς μόνον επτά (7) δέχθηκαν τελικά να εργαστούν σε αυτές τις συνθήκες.
Στην δική μας πλευρά του Ατλαντικού, το Φεβρουάριο του 2004, στον κόλπο Μόρικαμπ (Morecambe) της Βορειοδυτικής Αγγλίας, έχασαν τη ζωή τους εν ώρα “εργασίας” 21 λαθρομετανάστες εργάτες, 18-28 ετών πλην δυο σαραντάρηδων, όλοι κινεζικής καταγωγής [2]. Μάζευαν κυδώνια (θαλασσινά) και τους έπνιξε το παλιρροϊκό κύμα. Δούλοι και αυτοί: αμείβονταν με πέντε λίρες για κάθε 25 κιλά κυδώνια που θα μάζευαν, χωμένοι στο νερό, άμαθοι στη θάλασσα. Η κατακραυγή μεγάλη, η αντίδραση της πολιτείας σχετικά άμεση: το ελάχιστο ημερομίσθιο, η σωστή διαμονή, η ασφαλής μεταφορά, το ωράριο γίνανε νόμος για όλους τους εργαζόμενους παντού. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εφαρμόστηκαν κιόλας. Τα σκλαβοπάζαρα συνεχίζουν να παραμένουν σκλαβοπάζαρα. Οι εργάτες που εργάζονται στην Αγγλία σε εποχιακές δουλειές, χωρίς άδεια εργασίας, συνεχίζουν να καταγγέλλουν τραγικές συνθήκες, πολύ χαμηλά ημερομίσθια και ωράρια εξοντωτικά. Και μάλιστα εργάτες ερχόμενοι από τη Βουλγαρία, τη Λιθουανία, τη Λετονία και λοιπές χώρες της Ευρώπης. Η σκλαβιά δεν κοιτάει χρώμα δέρματος.
Στην ισχυρή Γερμανία της ανάπτυξης, πάλι, έχουμε περιπτώσεις όπως των Ρουμάνων εργατών που εργάζονταν ως οικοδόμοι σε μεγάλες κατασκευές στην Φρανκφούρτη για ένα (1) ευρώ την ώρα και που ο εργολάβος τους παρακράτησε τα διαβατήρια και τους έβαλε να υπογράψουν ότι εργάζονται ως «αυτοαπασχολούμενοι», δηλαδή χωρίς ασφάλιση ή οποιαδήποτε κάλυψη σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος. Δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό ― είναι ο κανόνας για ανειδίκευτους μετανάστες, σε βαθμό που η Γερμανική συνδικαλιστική ομοσπονδία DGB ξεκίνησε πρόσφατα το πρόγραμμα «Δίκαιη κινητικότητα», για να προωθήσει τη δικαιότερη αντιμετώπιση των μεταναστών εργατών.
Δούλος, το Επάγγελμα του Μέλλοντος
Τίποτα από όσα τραγικά είδαμε τις τελευταίες μέρες, και δυστυχώς θα ξαναδούμε, δεν είναι ελληνικό. Είναι η παγκόσμια βάρβαρη όψη του καπιταλισμού. Φαινόμενο της “ελεύθερης αγοράς” των σκλαβωμένων ανθρώπων. Οι δουλειές που κάνουν οι παράνομοι μετανάστες, δεν είναι δουλειές που θα έκανε κάποιος άλλος με τα ίδια χρήματα και τις ίδιες συνθήκες. Είναι δουλειές που δε θέλει κανείς να κάνει, γιατί είναι δουλεία και κανείς ηθελημένα δε γίνεται δούλος (εξαιρείται η κυβέρνηση). Όσο για τη φράουλα, αποτελεί έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς τομείς εκμετάλλευσης και σύγχρονης δουλείας παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα.
Αποδίδοντας το έγκλημα στο «ρατσισμό» των μπράβων (ή των τσιφλικάδων), αθωώνεται το όλο σύστημα εκμετάλλευσης. Καταλήγουμε έτσι να θεωρούμε ότι φταίνε είτε στενά οι τρείς «παλιοχαρακτήρες» επιστάτες της Ηλείας, είτε, ευρύτερα, ο «κωλοέλληνας» και κρύβουμε τα πραγματικά αίτια κάτω απ' το χαλάκι. Αυτό όμως δεν είναι ούτε ολοκληρωμένος προβληματισμός, ούτε πολιτική σκέψη, ούτε (πολύ περισσότερο) αριστερή κριτική. Δευτεράντζα κολπάκι αυτοδικαίωσης είναι και στάχτη στα μάτια.
Η κρίση και τα μνημόνια δεν έχουν μόνον οριζόντια εφαρμογή. Έχουν και κάθετη: οι πλούσιοι βγάζουν τα λεφτά τους στις υπέρακτιες (off shore) και εξαφανίζονται, η μεσαία τάξη συμπιέζεται -κλείνει το μαγαζάκι της, συσσωρεύει χρέη, σφίγγει το ζωνάρι-, οι φτωχότεροι πέφτουν στην απελπισία -μακροχρόνια ανεργία, πείνα, κατασχέσεις-, και οι ακόμη πιο αδύναμοι, όπως οι μετανάστες, παραχώνονται σαράντα μέτρα κάτω από τη γη.
Η «ανάπτυξη» και η «ανταγωνιστικότητα» την οποία επαγγέλλονται οι μνημονιακοί και κάποτε και οι μη μνημονιακοί πολιτικοί, όχι απλά προϋποθέτουν τη Μανωλάδα και την εκμετάλλευση, αλλά περνάνε από τη διαδικασία μετατροπής όλης της Ελλάδας σε μια μεγάλη Μανωλάδα. Διαδικασία η οποία έχει ήδη αρχίσει εδώ και χρόνια, πολύ πριν την «κρίση» (βλέπε «γενιά των 700 ευρώ»), και η οποία επιταχύνθηκε και απέκτησε νομική υπόσταση και πολιτική εξουσία με το Μνημόνιο.
Όταν η τρόϊκα ―και οι διακηρύξεις της κυβέρνησης― λένε να γίνουμε «ανταγωνιστικοί», εννοούν να δίνουμε μεροκάμματα όχι 22 (όπως οι εργάτες στη Μανωλάδα) αλλά επτά και πέντε ευρώ. Όπως δίνουν στην Βουλγαρία και την Τουρκία ― αλλιώς πως θα γίνουμε ανταγωνιστικοί;
Αν η «ανάπτυξη» (και όχι η κοινωνική δικαιοσύνη και η ισότητα) είναι το ζητούμενο, δεν υπάρχει τρόπος να την επιτύχεις σήμερα, στην Ελλάδα, χωρίς να πατήσεις επί πτωμάτων.
Αν ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Δένδιας, έτρεξε, άλλωστε, να προστατεύσει τους απλήρωτους εργαζόμενους / μετανάστες, δεν ήταν επειδή η τρυφερή του καρδιά σκίρτησε μπροστά στο άδικο. Πέραν των λόγων δημόσιας εικόνας, μπροστά στην γενική κατακραυγή, έχει ανάγκη η κυβέρνηση να μας πείσει ότι η εκμετάλλευση αρχίζει και τελειώνει εκεί, στη Μανωλάδα, στους πυροβολισμούς, στο ρατσισμό, και, επομένως, όλα τα άλλα έργα και μέτρα θα πρέπει να τα θεωρήσουμε ικανοποιητικά.
Δεν έδειξε την ίδια ευαισθησία, όμως, η κυβέρνηση και ο Νίκος Δένδιας όταν αντιμετώπισε με τα ΜΑΤ τους απλήρωτους επί έναν ολόκληρο χρόνο εργαζόμενους στον τομέα της ψυχικής υγείας στις αρχές του μήνα, ούτε όταν αντιμετώπισε με τα ΜΑΤ τους απολυμένους των Metropolis και τους απλήρωτους γιατρούς του Ερρίκος Ντυνάν, τότε που ήρθε επίσκεψη η Μεγαλοτσιφλικού Ανγκέλα (στην τελευταία μάλιστα περίπτωση η βία ήταν τέτοια που προκάλεσε την ευαισθητοποίηση των ξένων ΜΜΕ). Τα ΜΑΤ είχε στείλει και κατά των εργαζομένων στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, οι οποίοι, απλήρωτοι, κατέβηκαν σε ειρηνική πορεία.
Ο άνθρωπος που εμφανίστηκε τόσο ευαίσθητος στη Μανωλάδα έχει δώσει εντολή να χτυπήσουν με αγριότητα εκαντοντάδες απλήρωτους εργαζόμενους, έχει αποδεχθεί βασανιστήρια ως «αναγκαία» και σήμερα συγκεντρώνει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ναρκομανείς και αστέγους (για να κάνει την Αθήνα «μια ωραία εικόνα» που λέει και ο Δήμαρχος Αθηναίων, από κει ψηλά στα σύννεφα που βρίσκεται). Προφανώς, η στάση του Νίκου Δένδια δεν καθορίζεται από το ευαίσθητο του χαρακτήρα του. Καθορίζεται από τη Μνημονιακή πολιτική.
Η ανάπτυξη απαιτεί φθηνά ανειδίκευτα χέρια και μειωμένες αντιστάσεις ― όσοι περισσότεροι μετανάστες τόσο το καλύτερο, λοιπόν. Μήπως οι ΗΠΑ δεν προέκυψαν ως οικονομική υπερδύναμη στον 20ο αιώνα με την εκμετάλλευση (σε συνθήκες χειρότερες και της Μανωλάδας) των συνεχών ρευμάτων ευρωπαίων και ασιατών μεταναστών; Και το μεταπολεμικό «Γερμανικό θαύμα» στην εργασία των κακοπληρωμένων Ελλήνων και Τούρκων μεταναστών δεν βασίστηκε;
Όσο για την εξίσωση των εργατικών δικαιωμάτων και των μισθών των μεταναστών με των ντόπιων (η οποία θα περιόριζε την εκμετάλλευση), αυτή δεν έχει επιτευχθεί σε καμμία χώρα της Δυτικής Ευρώπης, και δεν υπάρχει περίπτωση να επιτευχθεί ούτε εδώ, και μάλιστα εν μέσω κρίσης. Η έλλειψη ειδίκευσης, η ανάγκη, η απομόνωση σε ένα ξένο τόπο, η συνεχής ροή «νέου αίματος», αρκούν για να ακυρώσουν οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια. Ο καπιταλισμός, άλλωστε, έχει αποδείξει ότι αυτά τα ζητήματα δεν λύνονται με νόμους: όλοι οι εργατικοί νόμοι και τα δικαιώματα δεν εμπόδισαν ντόπιους εργαζόμενους να είναι μήνες ή και χρόνους απλήρωτοι, να εξαναγκάζονται σε υπερωρίες ή σε ελαστικά ωράρια εξοντωτικά και να υφίστανται περικοπές και απολύσεις κατά την ευχέρεια της επιχείρησης.
Επιτρέψτε μου να σταθώ, μες στα πάρα πολλά σχετικά, σε χαρακτηριστικό παράδειγμα φίλου «προνομιούχου»: Οπερατέρ, απλήρωτος όχι έξι αλλά δεκαοκτώ μήνες, μαζί με όλο το συνεργείο. Εναν και μισό χρόνο με την εφορία και τις τράπεζες να του στέλνουν ραβασάκια απειλών κατάσχεσης των μηχανημάτων του, χωρίς τα οποία χάνει και την δουλειά του (και την ελπίδα ότι κάποτε μπορεί να πληρωθεί για την δουλειά αυτήν, που είναι αναγκασμένος να συνεχίσει να κάνει, όντας απλήρωτος) και μαζί και το σπίτι του. Αν αυτός και διακόσιοι συναδελφοί του μαζευτούνε έξω από την ΕΡΤ ζητώντας το μισθό τους, θα πλακώσουν όχι τρείς αλλά τριακόσιοι ένστολοι υφιστάμενοι του Δένδια και θα τους ανοίξουν τα κεφάλια, αφού τους ψεκάσουν με χημικά. Μαζί μας, και αυτός, στους «κωλοέλληνες» που κατηγορούν τα επιπόλαια άρθρα και οι κραυγές των ημερών.
Η Μανωλάδα δεν είναι παρά το πλέον κραυγαλέο παράδειγμα. Ο πάτος του βαρελιού. Δολοφονώντας τους σύγχρονους δούλους, με τα σωματεία ανύπαρκτα, με τη μνημονιακή πολιτική να ισχυροποιείται μέσα από ανθρωποθυσίες, με τα μεροκάματα του τρόμου, γινόμαστε Ευρώπη και Αμερική ― έχουμε δούλους για τις φράουλες όπως κι εκείνοι. Ανθρώπους που δουλεύουν χωρίς δικαιώματα σε μια δουλειά που καταστρέφει τη ζωή και την υγεία τους, που στρίβουν επώδυνα κεφάλι και ώμους και τεντώνονται αφύσικα για να μαζέψουν τους μικρούς καρπούς, τσακίζοντας τις πλάτες και τους μύες τους. Ανθρώπους που αναπνέουν, αγγίζουν, καταπίνουν δηλητηριώδη φυτοφάρμακα 10 και 12 ώρες την ημέρα (οι εργάτες της φράουλας, λένε οι αμερικάνικες μελέτες, λαθρομετανάστες και εκεί, δούλοι της σήμερον, θερίζονται από καρκίνους).
Η Μανωλάδα δεν είναι έργο του «κωλοέλληνα ρατσιστή». Δεν είναι η εξαίρεση στην πολιτισμένη Δύση. Δεν είναι παρασπονδία στο δρόμο για την «ανάπτυξη» και την «ανταγωνιστικότητα». Η Μανωλάδα είναι η Ανάπτυξη και η Ανταγωνιστικότητα ενσαρκωμένες.
Και, σιγά σιγά στην αρχή και ολοένα και πιο απότομα πλέον, όλη η Ελλάδα, όλη η αγορά εργασίας, μετατρέπεται σε μια τεράστια Μανωλάδα.
Σε αυτή την Μανωλάδα, όποιος συνυπογράφει σχέδια «ανόδου της ανταγωνιστικότητας» που μεταφράζονται στην βουλγαροποίηση της Ελλάδας, όποιος καταφέρεται εναντίον των εργατικών διεκδικήσεων και του συνδικαλισμού (γιατί μας «περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα»), όποιος παρουσιάζει την μετανάστευση σαν κάποιου είδους πολυπολιτισμικό πανηγύρι (λες και άλλο καϋμό δεν είχανε οι εργάτες του τρίτου κόσμου παρά να «μπολιάσουν» με την κουλτούρα τους την Κυψέλη), όποιος αντί για τους καπιταλιστικούς σχεδιασμούς καταγγέλει τον απλό κόσμο που υποφέρει και ο ίδιος (τον «κωλοέλληνα»), όποιος, τέλος, αποδέχεται την προτεραιότητα των αγορών και το σκύψιμο του κεφαλιού, Αυτός κρατάει την καραμπίνα.
[1] (Ο αρθρογράφος ρωτά και «τι σόι φυτείες είναι αυτές στη Μανωλάδα που χρειάζονται τρεις «επιστάτες» για να λειτουργήσουν;», με τουλάχιστον 200 εργάτες. Ο ίδιος γνωρίζει να μας πει την αναλογία δημοσιογράφων και αρχισυντακτών στην Καθημερινή;).
[2] Ευχαριστίες στο σύντροφο ΠΑΟΚτζή Νίκο Σιδηρόπουλο, που μου υπενθύμισε την βρετανική εργατική τραγωδία.
*Ο τίτλος από το τραγούδι του Σόννυ Μπόνο Bang Bang My baby shot me down. Τo έργo “Η σκλαβιά στις φυτείες της Ζάχαρης”, του Ντιέγκο Ριβέρα.