Ο Σεφέρης έλεγε ότι το καβαφικό Che fece… il grand rifiuto τον ενοχλούσε γιατί μπορούσε ο καθένας να το γεμίσει με όλα τα «όχι» και τα «ναι» που του έλαχαν στο μεροκάματό του. Ο στίχος του Δάντη που χρησιμοποιεί ως τίτλο ο ποιητής αναφέρεται, λένε οι μελετητές, κατά πάσα πιθανότητα σε έναν μοναχό που ανέλαβε το αξίωμα του πάπα στα ογδόντα του και στη συνέχεια, μετά από πέντε μήνες, παραιτήθηκε «από δειλία». Έχει νόημα να συγκρίνουμε έναν πάπα με τα «όχι» και τα «ναι» που έλαχαν στο μεροκάματό μας; Έχει νόημα να συγκρίνουμε «το έπος του ’40» με τη ζωούλα μας; Αυτός είναι ο προβληματισμός που συνοδεύει στο μυαλό μου κάθε επέτειο. Το ίδιο σκεφτόμουν για τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ που ανέφερε το περίφημο «καλή αντάμωση στα γουναράδικα». Εξαιτίας του συνδυασμού ηλιθιότητας και δολϊότητας που διακρίνει το κυβερνών κόμμα, η κουβέντα ξεστράτισε στο αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει εμφύλιο πόλεμο. Το αληθινό ερώτημα είναι: τι σημαίνει για σένα η φράση «καλή αντάμωση στα γουναράδικα»; Εδώ δεν τολμάς να βγεις απ’ το Ευρώ, τα λόγια των ανθρώπων που ζήσαν αγκαλιά με τον θάνατο σε μαράνανε;
Αφηγείται ο Θεοτοκάς ότι τον Νοέμβριο του ’40 συναντά μια κυρία που τον ειρωνεύεται: «Χτες σας είδα που χειροκροτούσατε τους τραυματίες. Τι ωραία που είναι να είναι κανείς γερός και να χειροκροτεί τους τραυματίες που γυρνούν από τον πόλεμο!» Σε κάθε τέτοια επέτειο ένας ζωντανός υμνεί έναν νεκρό. Αυτό συμβαίνει εξ ορισμού. Τι μπορεί να βγει απ’ αυτή την άνιση αφετηρία; Το να συγκρίνεις τον πόλεμο με την ειρήνη πάντα οδηγεί σε αδιέξοδα, γιατί ο θάνατος έχει χαρακτήρα απόλυτο, δεν μπαίνει σε καμιά ζυγαριά. Ένας μικρός τον καιρό της κατοχής πουλάει παστέλια με την τάβλα. Βλέπει ένα σταματημένο καμιόνι με Άγγλους αιχμαλώτους και τους πετάει ολόκληρο το ταψί. Ο Γερμανός φρουρός πάει να τον πιάσει και ο μικρός ανοίγει το σακάκι του, τεντώνει το στήθος του και φωνάζει: «χτύπα, ρε, αν είσαι άντρας!» Αυτό με τι να το συγκρίνεις; Όμως, αν έχει κάποιο νόημα η ιστορική μνήμη, υποθέτω πως είναι ακριβώς να μας διδάσκει ότι το όριο του ανθρώπου είναι πιο πέρα από όσο βλέπει το μάτι μας. Κάποιος πηδάει δυόμιση μέτρα στο άλμα εις ύψος, λοιπόν το πεζουλάκι που περνάμε εμείς ανακαλύπτουμε ότι είναι χαμηλό. Συγκρινόμαστε με ήρωες ίσα ίσα για να χωνέψουμε ότι έχει κι άλλο, έχει και πιο πέρα. Αν δεν είναι αυτό, δεν είναι τίποτα.
Στην περίπτωσή μας αυτή η ηρωική εθνική ανάταση, ωστόσο, είναι απολύτως και μόνο φαντασιωσική. Δεν είναι τυχαίο ότι η Νέα Δημοκρατία συνδυάζει την εθνικιστική υστερία με το πιο απροκάλυπτο πλατσούρισμα στα βρωμόνερα των διεθνών ταπεινώσεων. Τι άλλο συμπέρασμα μπορεί να βγάλει κανείς από το ότι αυτού του τύπου η περηφάνια, που είναι συλλογική και ριζικά αέρινη, δεν είναι ποτέ χειροπιαστή και προσωπική, ποτέ λύση προσωπικού κόστους και πρακτικής αυτοθυσίας, είναι η μόνη ανώδυνη, και γι’ αυτό και χαίρει τέτοιας ενθουσιώδους υποστήριξης από όλα τα θεσμικά μέσα. Σκέφτεσαι έναν άνθρωπο που θα φωνάζει όλη μέρα συνθήματα υπέρ της ελευθερίας του έθνους και το βράδυ θα γυρίζει πειθήνιος στο κλουβάκι του. Τι καλύτερο από αυτή την εκτόνωση; Σαν καρναβαλικό δρώμενο, όπου ο τρελός του χωριού ντύνεται βασιλιάς και λοιδορείται, για να επιστρέψουν την άλλη μέρα στη θέση τους και ο βασιλιάς και ο τρελός. Οι σημερινοί άνθρωποι εκδηλώνουν τον θαυμασμό τους για στρατιώτες που πολέμησαν, κι όμως όταν έρχεται η ώρα να κριθεί κάτι στη ζωή τους, όχι για μάχες δεν είναι ικανοί, τρέμουν και να απεργήσουν, βαριούνται και να διαδηλώσουν. Πάντοτε μου θυμίζουν μία φράση που έχω ξαναχρησιμοποιήσει, όπου η κινηματογραφική γυναίκα του Γούντι Άλλεν αναρωτιέται πόσο θα άντεχε στα βασανιστήρια, και εκείνος τής απαντά ότι θα ομολογούσε τα πάντα μόλις της έκοβαν τις πιστωτικές κάρτες.
Αντίθετα με τον Σεφέρη, λέω: ας ήταν να λέγονταν πιο συχνά αυτά τα ασήμαντα «όχι», εκεί που τόσοι άνθρωποι ζουν μέσα στον φόβο και την παθητικότητα. Κι ας έμενε και καμιά σημαία στο συρτάρι, από όλον αυτόν τον θαυμασμό για τα μακρινά κατορθώματα των ηρώων του ’40. Εις ό,τι με αφορά, ισχύει πάντοτε για τον ηρωισμό ο στίχος του Καβάφη: «Και μη επαναπαύεσαι που στην ζωή σου περιωρισμένη, τακτοποιημένη, και πεζή, τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει». Αυτά τα «όχι» που έλαχαν στο μεροκάματο, ας είναι η ταπεινή περιουσία μας, αφού δεν βρεθήκαμε (ευτυχώς) στα βουνά και στα φαράγγια ζωσμένοι φυσεκλίκια, ούτε στα βουνά της Αλβανίας φαντάροι. Σε πείσμα του Σεφέρη, θέλω να πω, ας σεβαστούμε τα αναίμακτα «όχι» που απαιτούν το θάρρος της εποχής της ειρήνης. Κι αυτό θάρρος είναι.