Συνέντευξη στη Βασιλική Σιούτη                           
 
Ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης, ο παλαιότερος εν ενεργεία βουλευτής, έχει ζήσει όλες τις ταραγμένες περιόδους της χώρας μεταπολεμικά. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και από το 1974 μέχρι σήμερα εκλέγεται βουλευτής, ζώντας όλα αυτά τα χρόνια την άνοδο, την κυριαρχία αλλά  και την πτώση του άλλοτε κραταιού Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Απόστολος Κακλαμάνης συνεχίζει να υποστηρίζει το κόμμα του, παρά την κριτική που ασκεί κατά καιρούς, δίνοντας τις δικές του εξηγήσεις.
 
Παραμένει ωστόσο ασυμβίβαστος -και είναι μάλλον ο μοναδικός βουλευτής της  συμπολίτευσης όλα αυτά τα χρόνια- στη στάση του απέναντι στη διαπλοκή, και εξακολουθεί να υπερασπίζεται τους δημοκρατικούς θεσμούς για τους οποίους σήμερα δηλώνει στο ThePressProject ότι «κακοποιούνται βάναυσα και, πρωτίστως, η Βουλή και η Δικαιοσύνη».  Η κρίση χρησιμοποιείται ως άλλοθι, λέει, «ώστε να εμφανίζεται η εθνική αντιπροσωπεία σαν υπηρεσία πρωτοκόλλου και διεκπεραίωσης νομοσχεδίων».
 
Όσο για την πρακτική των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, δηλώνει ότι αυτή «θίγει βασικές αρχές λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος» και ότι σε κάποιες περιπτώσεις πρόκειται για «υφαρπαγή της ψήφου των βουλευτών». Αποκαλύπτει επίσης ότι «συχνά πρόκειται για ζητήματα μείζονος σημασίας και οικονομικών συμφερόντων, και οι βουλευτές δεν έχουν καμία δυνατότητα να γνωρίζουν σε κάθε περίπτωση περί τίνος ακριβώς πρόκειται».
 
Ο Απόστολος Κακλαμάνης δε μασάει τα λόγια του ούτε -και κυρίως- με τη διαπλοκή. Στην Ελλάδα πάντοτε, λέει, διάφοροι επιχειρηματίες παρενέβαιναν στην πολιτική ζωή και στο έργο των κυβερνήσεων, και αυτό έχει μεγιστοποιηθεί «αφ’ ής περιήλθαν υπό τον έλεγχο τέτοιων συμφερόντων μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα και τηλεοπτικές επιχειρήσεις». Το κριτήριο προβολής στα ΜΜΕ που ελέγχουν, αναφέρει, είναι «η θετική ή μη ανταπόκρισή τους σε οικονομικού χαρακτήρα αιτήματα των ιδίων ή επιχειρηματιών για τους οποίους  διαμεσολαβούν». Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την κατάσταση, εξηγεί, παίζει το αρχηγικό στυλ άσκησης εξουσίας στα κόμματα,  «που οδηγεί τον εκάστοτε ‘ηγέτη’ και το προσωπικό περιβάλλον του σε κατάσταση ομηρίας»,  ενώ δεν διστάζει να καταγγείλει ότι «όποιος αρνείται να συναλλαγεί εξοντώνεται».
 
Αναλυτικά, όλη η συνέντευξη του Απόστολου Κακλαμάνη:
 
Έχετε ζήσει την ταραγμένη δεκαετία του ’60, τη χούντα, τη μεταπολίτευση. Κάποιοι βρίσκουν ομοιότητες ανάμεσα στη σημερινή περίοδο και τη δεκαετία  του ’60. Συμφωνείτε;
«Πρόκειται για παντελώς, σχεδόν, ανόμοιες περιόδους. Η περίοδος του ’60 αρχίζει με τη δημοκρατική έκρηξη του Ανένδοτου Αγώνα μετά τις εκλογές βίας και νοθείας του 1961, εξελίσσεται σε μια μεγάλη δημοκρατική και πολιτισμική άνοιξη και καταλήγει, μετά το αμερικανόπνευστο πραξικόπημα ανατροπής της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, στις βασιλικές κυβερνήσεις των αποστατών και στη βαρυχειμωνιά της δικτατορίας. Η περίοδος που ζούμε άρχισε με τον αποκλεισμό μας από τις χρηματοπιστωτικές αγορές και το τσουνάμι της οικονομικής , κοινωνικής αλλά και αξιακής κρίσης που μαστίζει τη χώρα, τις στερήσεις του λαού μας και την ανισοκατανομή των θυσιών εις βάρος των οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερων. Η ίδια ανισοκατανομή ισχύει και ως προς  τις ευθύνες για την κρίση μεταξύ εκείνων που αφού κυβέρνησαν επί 5,5 χρόνια έφυγαν αφήνοντας μια αναμμένη φωτιά, κι εκείνων που έσπευσαν να τη σβήσουν, όπως επέβαλλε το πατριωτικό τους καθήκον, χωρίς ν’ ακολουθήσουν τους πρώτους, ούτε εκείνους που  αντί να βάλουν πλάτη, υπονόμευσαν παντοιοτρόπως την εθνική προσπάθεια.  Σε σύγκριση με την περίοδο του ’60 η πορεία μας τώρα είναι αντίστροφη. Πιστεύω ότι αν δεν το βάλουμε κάτω, χάρη στις θυσίες του λαού μας, πρωτίστως, θα ανακτήσει η χώρα και η οικονομία μας τη διεθνή αξιοπιστία τους και θα προχωρήσουμε ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις μας σε μια νέα πορεία ανάπτυξης και προόδου».
 
 –Είστε ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Το ζήσατε από την πρώτη μέρα και σε όλες τις μεγάλες στιγμές του. Οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν κοντά στο 6% πλέον. Έχει μέλλον το ΠΑΣΟΚ ή τελειώνει; Περιμένατε ότι το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ θα έφτανε τόσο χαμηλά;
«Ζω το ΠΑΣΟΚ από την πρώτη ημέρα της ίδρυσής του. Έχω συμμετάσχει σε όλες τις μάχες που έδωσε και δίνει αυτό το κίνημα για την εθνική ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία και την κοινωνική απελευθέρωση του λαού μας, το τρίπτυχο που προσδιόρισε την ιδεολογία και τη στρατηγική μας. Αυτήν την ιδεολογία, τις αρχές του δημοκρατικού πατριωτισμού που διαμορφώθηκαν μέσα από εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες δεκαετιών στους οποίους ηγήθηκαν προσωπικότητες από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου μέχρι τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον Νικόλαο Πλαστήρα και τον Ανδρέα Παπανδρέου, εξακολουθεί να υπηρετεί αταλάντευτα το ΠΑΣΟΚ σήμερα. Αντιλαμβάνομαι ότι πολλοί από τους συνοδοιπόρους μας σε αυτήν την πορεία διαφωνούν σήμερα με την άποψή μου. Αλλά είμαι βέβαιος ότι για όλους εμάς που αναλάβαμε από το 2010 την ευθύνη-φορτίο να εφαρμόσουμε πολιτικές που βρίσκονται στον αντίποδα των ιδεών μας, με μοναδικό σκοπό  να μην τσακιστεί η πατρίδα στα βράχια της χρεοκοπίας, και επιτύχαμε να παραμείνει όρθια τριάμισι χρόνια τώρα, που επιμένουμε και προσδοκούμε ότι θα ορθοποδήσει οριστικά,  θα ισχύσει η περίφημη φράση που είχε απευθύνει προς τους δικαστές του δικτάτορα Μπατίστα ο Φιντέλ Κάστρο : ‘Ακόμα κι αν μας καταδικάσετε σε θάνατο, η Ιστορία θα μας αθωώσει’».
 
-Πιστεύετε ότι ο  Αντρέας Παπανδρέου θα έκανε διαφορετικούς χειρισμούς σχετικά με τη διαχείριση της κρίσης ή όχι;
«Δεν θεωρώ ότι έχει νόημα στην Ιστορία να κάνει κανείς υποθέσεις. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι ιδιαίτερα στην τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Ανδρέας  έβλεπε με μεγάλη αγωνία την αρνητική εξέλιξη των ευρωπαϊκών πραγμάτων. Ανησυχούσε και το εξέφραζε δημοσίως για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, και ιδιαίτερα για την εξέλιξη του χρέους. Προειδοποιούσε για τους κινδύνους στα εθνικά μας ζητήματα ενόψει των αλλαγών στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Αυτές τις προειδοποιήσεις ,δυστυχώς, ακόμα και κάποιοι από τους οικονομικούς εγκεφάλους του πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου δεν τις αξιολόγησαν, στο βαθμό τουλάχιστον που μπορούσαν και έπρεπε να πράξουν».
 
-Όταν ο Κ. Σημίτης έβαζε τη χώρα στην ΟΝΕ, μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειες;
«Η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ είναι η φυσιολογική κατάληξη της στρατηγικής επιλογής της συμμετοχής της χώρας στην κοινή ευρωπαϊκή πορεία πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης. Στην πορεία αυτή συμπίπτουν, ήδη από τη δεκαετία του 1960, οι βασικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις του τόπου, με επιμέρους διαφωνίες, κατά περιόδους μάλιστα έντονες. Αλλά, αυτή η στρατηγική ουδέποτε αμφισβητήθηκε συνολικά, ακόμα και από τη μη κομμουνιστική Αριστερά,
Άλλωστε, ακόμα και σήμερα, με εξαίρεση το ΚΚΕ η συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ θεωρείται δεδομένη. Αυτό μάλιστα διαβεβαίωσε πρόσφατα στις ΗΠΑ και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τσίπρας, ύστερα από μια περίοδο κατά την οποία εξέπεμπε ο ίδιος και τα κορυφαία στελέχη του κόμματός του αντιφατικά μηνύματα στο εσωτερικό της χώρας, για ευνόητους λόγους. Για άλλους, εξίσου όμως ευνόητους,  λόγους και οι πλέον δραχμολάγνοι του ΣΥΡΙΖΑ εντός και εκτός Βουλής σιωπούν.
Αυτό, λοιπόν, που πέτυχε ο Κώστας Σημίτης ήταν ένας εθνικός στόχος και η ιστορική δικαιοσύνη επιβάλλει την αναγνώρισή του. Τα υπόλοιπα δεν αφορούν την πολιτική  αλλά την ακαδημαϊκή ανάλυση».
 
 -Υπάρχει κατά τη γνώμη σας πρόβλημα δημοκρατικού ελλείμματος και υποβάθμισης των θεσμών; Συμφωνείτε με τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου;
«Ζω από τα νεανικά μου χρόνια μέχρι σήμερα την περιπέτεια αυτού του τόπου, τον αγώνα για να στεριώσει μια αληθινή Δημοκρατία. Ποτέ δεν υπήρξε εποχή απαλλαγμένη από το ‘δημοκρατικό έλλειμμα’. Ακόμα και στις πιο λαμπρές στιγμές δημοκρατικής ανάτασης, ακόμα κι όταν έπεφταν στη δεκαετία του 1980 ο ένας μετά τον άλλο όλοι οι ιδεολογικοί, κοινωνικοί και φυλετικοί φραγμοί που εμπόδιζαν την ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στην κοινωνική ζωή.  Δυστυχώς, όμως, σήμερα οι δημοκρατικοί θεσμοί κακοποιούνται βάναυσα και πρωτίστως η Βουλή και η Δικαιοσύνη. Η κρίση χρησιμοποιείται ως άλλοθι ώστε να εμφανίζεται η εθνική  αντιπροσωπεία σαν υπηρεσία πρωτοκόλλου και διεκπεραίωσης νομοσχεδίων, που δεν υφίστανται την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τον κανονισμό της Βουλής συστηματική επεξεργασία από τις αρμόδιες επιτροπές της. Η από διετίας εισαχθείσα πρακτική των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, χωρίς να συντρέχουν οι εκ του Συντάγματος όροι για την υπογραφή τους από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, θίγει βασικές αρχές λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Αποκορύφωμα αυτής της καταφρονητικής του προεδρικού θεσμού αλλά και της Βουλής, ως του πλέον άμεσου και αυθεντικού εκφραστή της λαϊκής κυριαρχίας, που είναι η βάση του πολιτεύματός μας, εμφανίζεται η εισαγωγή στην ολομέλεια της Βουλής με μορφή άσχετων συχνά προς το συζητούμενο νομοσχέδιο τροπολογιών, που αποτελούν από μόνες τους αυτοτελή νομοσχέδια. Χωρίς επεξεργασία από συναρμόδιες επιτροπές  όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, χωρίς καν τη  γνώμη του επιστημονικού συμβουλίου, στην πράξη υφαρπάζεται η ψήφος -ως τεκμαιρόμενη λόγω της δεδηλωμένης- της πλειοψηφίας του σώματος. Συχνά πρόκειται για ζητήματα μείζονος σημασίας και οικονομικών συμφερόντων, και οι βουλευτές δεν έχουν καμία δυνατότητα να γνωρίζουν σε κάθε περίπτωση περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Έχω την αίσθηση ότι η συστηματική απαξίωση της Βουλής από την κυβέρνηση δεν είναι άσχετη και με την εξίσου συστηματική απαξίωση της Βουλής από ΜΜΕ ισχυρών συγκροτημάτων Τύπου και με αξιοποίηση είτε της συμπεριφοράς ελαχίστων γραφικών νυν ή πρώην βουλευτών, είτε με την προβολή μεμονωμένων -και προκατασκευασμένων- επεισοδίων μεταξύ τοιούτων και πάλι προσώπων που ενισχύουν τη σύγχυση και την έκπτωση στη συνείδηση του λαού που πάσχει και αγωνιά, του κατεξοχήν δημοκρατικού θεσμού του εθνικού μας Κοινοβουλίου».
 
-Έχετε ασκήσει πολλές φορές κριτική για τις σχέσεις διαπλοκής επιχειρηματιών ΜΜΕ και κυβερνήσεων. Η διαπλοκή ωστόσο φαίνεται για την ώρα να βγαίνει αλώβητη -αν όχι και κερδισμένη- και από την κρίση.
«Είναι απολύτως ορθή η διαπίστωσή σας. Κάποτε ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ είχε χαρακτηρίσει ‘πληγή’ της δημοκρατίας τους το  ‘στρατιωτικοβιιομηχανικό σύμπλεγμα’ το οποίο για ευνόητους λόγους συνέβαλλε σε όλο και μεγαλύτερη ένταση του ψυχρού πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση. Στην Ελλάδα πάντοτε, αλλά μετά τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική κυρίως μεγέθυνση της οικονομίας, διάφοροι επιχειρηματίες, κατά μόνας ή ως ομάδες συγκρουόμενων συχνά μεταξύ τους συμφερόντων, παρενέβαιναν στην πολιτική ζωή και το έργο των κυβερνήσεων προς ίδιον όφελος. Το κακό αυτό έχει μεγιστοποιηθεί αφ’ ής περιήλθαν υπό τον έλεγχο τέτοιων συμφερόντων μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα και τηλεοπτικές επιχειρήσεις. Αντλούν δύναμη επιρροής μέσω του οβολού των απλών αναγνωστών ή της αυξανόμενης τηλεθέασης του κοινού. Προβάλλουν ή απαξιώνουν πολιτικά και κυβερνητικά στελέχη, υπουργούς, πρωθυπουργούς, με κριτήριο τη θετική ή μη ανταπόκρισή τους σε οικονομικού χαρακτήρα αιτήματά των ιδίων ή επιχειρηματιών για τους οποίους  διαμεσολαβούν. Σύμμαχος εξ αντικειμένου των συμφερόντων αυτών είναι η ‘του ενός ανδρός αρχή’ το γενικότερο δημοκρατικό έλλειμμα, ιδίως, στη λειτουργία των κομμάτων, που οδηγεί τον εκάστοτε ηγέτη και το προσωπικό περιβάλλον του σε κατάσταση ομηρίας,  υπό το έλεος αυτών των συμφερόντων. Όποιος αρνείται να συναλλαγεί εξοντώνεται. Όπως αντιλαμβάνεστε, περίοδοι όπως η σημερινή προσφέρονται ιδιαίτερα για την καλλιέργεια και προαγωγή σχέσεων και συμφερόντων της φύσεως αυτής».