Κατεξοχήν οι περίοδοι των δομικών κρίσεων προωθούν τέτοιες διαδικασίες γρήγορης και βίαιης ωρίμανσης, κατά τη διάρκεια των οποίων οι βεβαιότητες συντρίβονται από την ορμητική είσοδο του αδιανόητου και οι πολιτικές δυνάμεις κρίνονται από τη διαύγεια της στρατηγικής τους και από την ετοιμότητα της δράσης τους.
Τα παραπάνω αφορούν κυρίως τα κόμματα της αριστεράς και τη σημερινή φάση, διεθνώς και στο εσωτερικό. Η δεξιά, το κατεστημένο είχε και έχει στρατηγική αλλά και αποφασιστικότητα στη δράση της. Πίσω ακόμα και από επιφανειακά σπασμωδικές κινήσεις εμφανίζεται με σαφήνεια η στρατηγική της συγκεντροποίησης, της φτωχοποίησης, του αυταρχισμού και άρα της νέας συσσώρευσης πλούτου, όχι στη βάση «επαναστατικοποίησης» των μέσων παραγωγής αλλά απόσπασης μεγαλυτέρου μέρους της υπεραξίας.
Είναι η αριστερά σε όλες της τις αποχρώσεις που στέκεται αμήχανη μπροστά στα ιστορικά της καθήκοντα, ιδίως στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη. Καθήκοντα που προκύπτουν από το γεγονός ότι η Ευρώπη και δη η ευρωζώνη, με τις μονεταριστικές της αγκυλώσεις και με την προσπάθεια γερμανικής επιβολής απέναντι εν τέλει στην ίδια την ιστορική πορεία της ηπείρου μετατρέπονται στον αδύναμο κρίκο στην αλυσίδα του παγκοσμίου καπιταλισμού.
Και μέσα στην ευρωζώνη τη θέση του αδυνάμου κρίκου κατέχει- μαζί και με άλλες χώρες βεβαίως- η Ελλάδα. Θέση που δεν αφορά μόνο κοινωνίες οι οποίες βρίσκονται σε σχεδόν προ- καπιταλιστικό στάδιο ανάπτυξης όπως λανθασμένα αρκετοί πιστεύουν διαβάζοντας στατικά το Λένιν.
Αφορά εντός του καπιταλιστικού συστήματος όλες εκείνες τις οικονομίες που ευρισκόμενες σε υποδεέστερη θέση ως προς τις πλέον αναπτυγμένες δυσκολεύονται να ακολουθήσουν το ρυθμό των τελευταίων και οι οποίες είτε συντρίβονται πλήρως είτε επαναστατούν στις συνθήκες οξείας ενδό- καπιταλιστικής σύγκρουσης.
Αυτή η βασική ανάλυση απουσιάζει από ευρύτατα τμήματα της αριστεράς τα οποία αρχικά εξέλαβαν- ευθαρσώς ή ανομολόγητα- την παρούσα κρίση ως ένα ακόμα επεισόδιο άσκησης πολιτικών λιτότητας, χωρίς να αντιλαμβάνονται το βαθύτερο κρισιακό χαρακτήρα και που έπειτα, φοβισμένα και απρόθυμα μπροστά σε ιστορικές επιταγές επιχειρούν να προσαρμόσουν την παρούσα δομική κρίση σε κοντινές χρονικά εμπειρίες τους, αφορώσες κρίσεις σχεδόν αποκλειστικά του πολιτικού- θεσμικού εποικοδομήματος. Εξ ου και οι λανθασμένοι παραλληλισμοί με την περίοδο της χούντας.
Έπειτα, σχεδόν εξ ολοκλήρου η αριστερά αρνείται και αδυνατεί να αποκτήσει στρατηγική συνεπή προς τη φύση της: η φύση κάθε σοσιαλιστικής ή κομμουνιστικής κίνησης δεν μπορεί παρά να είναι απτά και ουσιαστικά επαναστατική. Όπου ο όρος επαναστατικός αναφέρεται στην πρόταξη ενός άλλου μοντέλου οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, μιας ριζικά διαφορετικής στρατηγικής και όχι σε κάποια κυρίως συμβολικού χαρακτήρα γεγονότα. Σε αυτήν την κατεύθυνση η όντως αριστερά όποιας απόχρωσης εντάσσει τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες πολιτικές της, που με τη σειρά τους βεβαίως και αποσκοπούν σε άμεσες, επιμέρους νίκες του λαού εναντίον της ολιγαρχίας.
Αν το στρατηγικό κομμάτι είτε ευθέως λείπει, είτε αναφέρεται τυλιγμένο σε ένα θεολογικού τύπου μυστικισμό, η αριστερά δεν έχει λόγο ύπαρξης και άρα μοιραία παρακμάζει, χαρίζοντας τη ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων σε σκοταδιστικές, ακροδεξιές αντιλήψεις. Η παρακμή της αριστεράς φαίνεται ανάγλυφα όταν χορεύει στο ρυθμό που της χτυπάει το κατεστημένο, κυνηγώντας την ουρά της και αναλωνόμενη σε βραχυπρόθεσμες προτάσεις επί ζητημάτων που η αστική τάξη ορίζει.
Προσοχή: είναι άλλο πράγμα να καταλαμβάνεις και να αξιοποιείς το πεδίο που ανοίγει ο αντίπαλος, πράγμα φυσιολογικό όταν δεν είσαι εσύ που κυριαρχείς και τελείως διαφορετικό να αποδέχεσαι τα ερωτήματα που σου θέτει και να εξαντλείσαι σε αυτά.
Η έλλειψη επαναστατικής στρατηγικής, άρα στόχου για τον οποίο να αξίζει η στράτευση των μαζών στην αριστερά εξηγεί την πρωτοφανή οργανωτική της αδυναμία. Αντί να προχωρήσει αυτοκριτική και επανασχεδιασμό δεδομένου ότι μέσα στην κρίση, μαζικότατες κινητοποιήσεις σκόρπισαν στο τέλος τους απογοήτευση και σύγχυση στο λαό, επιμένει στην ανόητη γραμμή εξύμνησης κάθε αυθόρμητης, κατατετμημένης, σπασμωδικής και εν τέλει αναποτελεσματικής κινητοποίησης. Προσπαθεί να «ιδεολογικοποιήσει» την αδυναμία της ή ακόμα χειρότερα, σε κάποιες περιπτώσεις να αποφανθεί ότι φταίει ο λαός, λες και υπήρξε ποτέ περίοδος που άνθισε η ταξική συνείδηση από μόνη της, χωρίς παρέμβαση της πρωτοπορίας.
Φυσιολογικά λοιπόν καταλήγει στη στατική ερμηνεία των πραγμάτων. Αντιμετωπίζει το αναλυτικό της αντικείμενο συνεπώς, συντηρητικά, αποστασιοποιημένα, (ψευδό-) αντικειμενικά, χωρίς να συναισθάνεται την αξία της αλληλεπίδρασης, της κίνησης, της συσχέτισης παρατηρητή και παρατηρουμένου, πρωτοπορίας και μαζών. Εκφράζει δε, την αδυναμία της να προβλέψει την εξέλιξη είτε διογκώνοντας την ισχύ του αντιπάλου, είτε με αφελείς βολονταρισμούς που συνήθως στρέφονται κατά της βιτρίνας του συστήματος- πχ. Μέρκελ.
Κατόπιν όλων των παραπάνω είναι λογικό να προσχωρεί στις πιο έντονες ιδεοληψίες και φετιχισμούς, ένας εκ των οποίων είναι ο νομισματικός. Τόσο εκείνοι που αρνούνται να συζητήσουν καν το ζήτημα της αλλαγής νομίσματος λες και προσπαθούν να ξορκίσουν το κακό, όσο και εκείνοι που νομίζουν ή καλλιεργούν έντεχνα την πεποίθηση ότι η επόμενη στάση από την επιστροφή στη δραχμή ή στη λιρέτα κλπ, είναι το τέλος της κρίσης παίζουν το παιχνίδι του κατεστημένου που θέλει να κρατήσει για τον εαυτό του το προνόμιο να συζητά και να αποφασίζει για τα ουσιαστικά ζητήματα.
Πολύ περισσότερο τέτοιους φετιχισμούς εντοπίζει κανείς όταν φτάνει η συζήτηση σε στρατηγικά ζητήματα μεγαλύτερου βάθους: ποιές σχέσεις παραγωγής, με ποιές παραγωγικές δυνάμεις, σε ποιό διεθνή συσχετισμό και με ποιό πολιτικό, πνευματικό, κοινωνικό εποικοδόμημα. Εκεί οι κατηγορίες περί ξύλινου λόγου μπλέκονται με τις πιο αφελείς αοριστολογίες, που προδίδουν αφόρητη ηττοπάθεια και άρα καιροσκοπισμό.
Με τούτα και μ’ εκείνα, οι δυνάμεις της αριστεράς διαφόρων αποχρώσεων αρνούνται πεισματικά να βγουν στο κατεξοχήν προσκήνιο, όχι δηλαδή μόνο στο πρόσκαιρο εκλογικό αλλά και στο στρατηγικό πεδίο των κοινωνικών ζυμώσεων που ορίζει μακρόχρονα και την εκλογική κυριαρχία. Λογικό λοιπόν να αλωνίζουν οι εμφανώς συστημικές δυνάμεις και οι καμουφλαρισμένα συστημικές, της ακροδεξιάς.