Θα πω την αμαρτία μου σήμερα, κι ας με στραβοκοιτάξουν αρκετοί αναγνώστες. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξα ανέκαθεν υποστηρικτής του μισητού θεσμού των διοδίων. Θεωρούσα πάντα πολύ πιο δίκαιο και ορθολογικό το κόστος για τη συντήρηση και την επέκταση του εθνικού οδικού δικτύου να επιβαρύνει κυρίως τους χρήστες του παρά να επιβαρύνει το σύνολο του πληθυσμού, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού.
 
Μη βιάζεστε να με κρεμάσετε στα μανταλάκια – δεν το πιστεύω πια. Δεν είναι ότι άλλαξε η γενική προσέγγισή μου στο θέμα, είναι απλώς ότι ανατράπηκαν άρδην τα δεδομένα, όπως και σε τόσους άλλους τομείς της ζωής μας.
 
Σήμερα βλέπω τις εθνικές οδούς σαν πελώριους και εξαιρετικά μακρόστενους λεμονοστύφτες, που ξεζουμίζουν όποιον κάνει το λάθος ή είναι υποχρεωμένος να εισέλθει σ’ αυτές.
 
Φροντίζει γι’ αυτό ένα πυκνό δίκτυο από check points (στρατιωτικά φυλάκια κατοχής, κατά τα πρότυπα αυτών που έχουν εγκαταστήσει οι Ισραηλινοί στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη), το οποίο μέσα από ένα πλέγμα ελέγχου που συνίσταται σε  προσωπικό ασφαλείας, μπάρες, κάμερες και άλλα μηχανήματα,  ενισχυμένα με ένα ισχυρότατο νομοθετικό οπλοστάσιο εκτάκτου ανάγκης, σε στύβει σιγά σιγά και χειρουργικά.
 
Οι λόγοι που ένα ήπιο και ορθολογικό μέτρο αυτοχρηματοδότησης του οδικού δικτύου από τους χρήστες του έχει μεταλλαχθεί σε ληστρικό σύστημα οικονομικής εξουθένωσης των ταξιδιωτών και των επαγγελματιών μεταφορέων είναι νομίζω τρεις:
 
* Κατ’ αρχήν έχει ανατραπεί η βασική αρχή του θεσμού. Η ιδέα ήταν οι χρήστες του εθνικού δικτύου να επιβαρύνονται με το κόστος συντήρησής του. Ανέκαθεν αυτό συνέβαινε σ’ αυτή τη χώρα. Ο κρατικός προϋπολογισμός επιβαρυνόταν με την κατασκευή του δικτύου, και εν συνεχεία εξασφάλιζε την απόσβεση της επένδυσης και τη χρηματοδότηση των εργασιών συντήρησης και βελτίωσής του με τα έσοδα από ένα ήπιο τέλος διέλευσης. Αυτό δεν ισχύει πια. Σήμερα, για το κόστος του δικτύου δεν επιβαρύνονται πια οι χρήστες του, σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του θεσμού που προαναφέραμε. Για να γίνει κατανοητό αυτό, θα χρησιμοποιήσω ένα ακραίο παράδειγμα: Θέλω να πάω στο σπίτι μου στα Τρίκαλα Κορινθίας. Στα διόδια του Ζευγολατιού πληρώνω (μειωμένα, λέει) 2,50 ευρώ. Λίγο πιο κάτω συγκρούομαι μετωπικά με νταλίκα (πράγμα που λόγω της αθλιότητας του δρόμου είναι πιθανότερο από το να φτάσω σώος στον προορισμό μου) και αποδημώ εις Κύριον. Στο μεταξύ, όμως, έχω χρηματοδοτήσει ένα έργο του οποίου ουδέποτε θα γίνω χρήστης. Είναι το ίδιο ακριβώς σαν να με βάλουν να χρηματοδοτήσω μέσω του κρατικού προϋπολογισμού την Εγνατία οδό, την οποία ενδέχεται να μη χρησιμοποιήσω ποτέ. Η αρχή της ανταποδοτικότητας έχει καταλυθεί.
 
* Το τίμημα των διοδίων είναι υπερβολικό και αυξάνεται συνεχώς, αυθαίρετα και κατά το δοκούν, χωρίς καμία διαφάνεια και χωρίς λογοδοσία ως προς τον τρόπο προσδιορισμού του. 28,30 ευρώ για να πας στη Θεσσαλονίκη κι άλλα τόσα για να γυρίσεις αποτελούν τεράστιο ποσό, ιδίως στις σημερινές συνθήκες εσωτερικής υποτίμησης. Επιβαρύνουν δυσανάλογα τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, αποθαρρύνουν τις μετακινήσεις, διογκώνουν το κόστος μεταφοράς των αγαθών το οποίο μετακυλίεται στους καταναλωτές, απειλούν να ερημώσουν την περιφέρεια, αντί να την αναζωογονήσουν. Επιπλέον δημιουργείται τεράστιο πρόβλημα στους κατοίκους των περιαστικών περιοχών, που επιβαρύνονται σε καθημερινή βάση υπερβολικά για τις εντελώς ανελαστικές μετακινήσεις τους. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στην αύξηση των διοδίων στον κάθε σταθμό, ούτε στο γεγονός ότι οι αυξήσεις είναι δυσανάλογες στα δημοφιλέστερα σημεία διέλευσης, αλλά και στην αυθαίρετη δημιουργία νέων εμβόλιμων σταθμών διοδίων που διογκώνουν έτι περαιτέρω τις επιβαλλόμενες αυξήσεις. Σε κάθε περίπτωση, το κόστος των διοδίων έχει καταστεί υπέρογκο, αδικαιολόγητο και αβάσταχτο.
 
* Η διαχείριση και το προϊόν όλης αυτής της διαδικασίας έχει ιδιωτικοποιηθεί, γεγονός που γιγαντώνει τον παραλογισμό και αυξάνει την καχυποψία σε σχέση με τα κριτήρια επιβολής των αυξήσεων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η διαδικασία των διαδοχικών αυξήσεων στα διόδια συνέπεσε απολύτως με το πέρασμα των εθνικών δικτύων στους ιδιώτες. Οι εργολάβοι – ιδιοκτήτες πλέον των οδικών δικτύων εκμεταλλεύονται τη μονοπωλιακή τους θέση και επιβάλλουν τις τιμές που θα μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε αλγόριθμο που θα συνέδεε το κόστος κατασκευής και συντήρησης με το προϊόν των εισπράξεων, πολύ δε περισσότερο με τις αλυσιδωτές αντικοινωνικές συνέπειες των αυξήσεων.
 
Κατόπιν όλων αυτών, δέχομαι ως τιμωρία να γράψω χίλιες φορές τη φράση «Ποτέ δεν θα ξαναϋπερασπιστώ τον θεσμό των διοδίων». Και παρόλο που δεν με συμφέρει, θα δεχόμουν αντ’ αυτού να γράψω χίλιες φορές τη φράση «Ποτέ δεν θα ξαναϋπερασπιστώ τον θεσμό των διοδίων, τουλάχιστον μέχρι να αναθεωρηθεί ριζικά προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, και χωρίς υποχωρήσεις έναντι των εργολάβων – αναδόχων», που είναι και πιο σωστό.
 
Μέχρι τότε, όμως, θα θεωρήσω θεμιτή κάθε μορφή αντίδρασης απέναντι στα check point των εργολάβων, ακόμα και αν αυτή κινείται στα απώτατα όρια της νομιμότητας. Ίσως να έχει νόημα και ένα μποϊκοτάζ των εθνικών δικτύων, όταν και όπου αυτό είναι θεμιτό.