Η προηγούμενη εβδομάδα είχε τουλάχιστον δύο δημόσιες αντιπαραθέσεις και μια επίσημη ανακοίνωση σχετικά με το πρωτογενές πλεόνασμα (ή πιο γενικά, το πρωτογενές αποτέλεσμα). Στις περισσότερες χώρες, αυτό θα συνέβαινε ίσως μια φορά κάθε τρεις μήνες και σίγουρα δεν θα υπήρχε έντονη συχνή δημόσια διαφωνία για την εγκυρότητα των επίσημων στοιχείων. Στην Ελλάδα του 2014 όμως είναι απλώς άλλη μια εβδομάδα σαν τις υπόλοιπες. Με τόσους διαφορετικούς αριθμούς και ρεπορτάζ είναι αναμενόμενο λοιπόν να δημιουργείται σύγχυση στους αναγνώστες (αλλά και πολλές φορές στους συντάκτες) για το τι είναι αυτό το περιβόητο πρωτογενές αποτέλεσμα και το πως υπολογίζεται. Ακολουθεί ένας οδηγός για τους αμύητους.
Τι είναι το πρωτογενές αποτέλεσμα και γιατί είναι σημαντικό;
Το κάθε κράτος έχει έξοδα και έσοδα που λογαριάζονται σε μηνιαία, τριμηνιαία, και ετήσια βάση. Τα έξοδα περιλαμβάνουν μισθούς, συντάξεις, αγαθά, και υπηρεσίες. Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων είναι από φόρους. To πρωτογενές αποτέλεσμα είναι η διαφορά έσοδα – έξοδα και είναι ή πλεονασματικό (+) ή ελλειμματικό (-) για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αν τα έξοδα είναι περισσότερα από τα έσοδα, μιλάμε για πρωτογενές έλλειμμα, αν ισχύει το αντίστροφο τότε υπάρχει προωτογενές πλεόνασμα. Μια και από τη φύση του δεν είναι μόνιμα ούτε πλεονασματικό, ούτε ελλειμματικό, είναι πιο απλό να μιλάμε απλώς για το πρωτογενές αποτέλεσμα αν δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων αν έχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα δεν περιλαμβάνει τα έξοδα για την εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους (τόκοι και χρεολύσια). Επίσης, το πρωτογενές αποτέλεσμα δεν είναι το ίδιο με το συνολικό αποτέλεσμα, που περιλαμβάνει τα έξοδα εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους και επίσης λογαριάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Όταν γίνεται αναφορά απλώς σε “έλλειμμα” ή “πλεόνασμα” είναι αναφορά στο συνολικό αποτέλεσμα, όχι στο πρωτογενές.
Η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος δίνει τη δυνατότητα σε ένα κράτος να αρχίσει να εξοφλήσει μέρος του χρέους του. Σε περίπτωση πρωτογενούς ελλείμματος αναγκάζεται να δανειστεί παραπάνω για να καλύψει τα έξοδα του. Σε αντίθεση με τα περισσότερα κράτη όμως, η Ελλάδα από το 2010 έχασε τη δυνατότητα δανεισμού μέσω των αγορών λόγω υπερβολικού χρέους και αναγκάζεται -υπό αυστηρούς όρους- να δανειστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (τα λεγόμενα μνημόνια με την τρόικα). Ένας από τους όρους για να συνεχιστεί αυτός ο δανεισμός είναι να επιτευχθούν συγεκριμένοι ετήσιοι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα (για την ακρίβεια, το ποσοστό του σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας).
Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο υπάρχει τόσο αυξημένη προσοχή στο πρωτογενές πλεόνασμα. O υπολογισμός του όμως, δεν είναι απλή υπόθεση.
Πως υπολογίζεται και από ποιόν;
Οι δύο βασικοί τρόποι που χρησιμοποιούνται σήμερα για τον υπολογισμό είναι η ταμειακή βάση και η δεδουλευμένη βάση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξηγεί τις διαφορές:
- Στη λογιστική σε ταμειακή βάση οι συναλλαγές καταγράφονται μόνον όταν λαμβάνονται ή καταβάλλονται μετρητά. Δεν γίνεται διάκριση (όπως στη λογιστική σε δεδουλευμένη βάση) μεταξύ αγοράς ενός στοιχείου ενεργητικού και πληρωμής μιας δαπάνης — και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται απλώς για «πληρωμές».
- Στη λογιστική σε δεδουλευμένη βάση, οι συναλλαγές αναγνωρίζονται κατά τη στιγμή της πραγματοποίησής τους: όταν ένα πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από την ΕΕ υποβάλει ένα λογαριασμό τον Δεκέμβριο, ο λογαριασμός αυτός καταχωρείται στο μήνα εκείνο ακόμη και αν η πληρωμή πρόκειται να πραγματοποιηθεί το επόμενο έτος.
Η διαφορά στις παραπάνω δύο μεθόδους είναι ικανή από μόνη της να δημιουργήσει αρκετά σημαντική διαφορά στα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, με την ταμειακή βάση όταν το κράτος καθυστερεί να πληρώσει τους προμηθευτές μπορεί να παραλάβει εμπορεύματα και εξοπλισμούς αλλά να μην εμφανιστούν σαν έξοδα μέχρι να εξοφλήσει τα τιμολόγια. Αντιθέτως, με τη δεδουλευμένη βάση θα γινόταν καταχώρηση σαν έξοδο κατά την παραλαβή.
Οι επίσημες Ευρωπαϊκές στατιστικές του Ελληνικου κράτους παράγονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.). Η ΕΛ.ΣΤΑΤ. -που μετά το 2010 δεν υπόκειται πλεόν στο υπουργείο Οικονομικών και είναι ανεξάρτητη αρχή- όταν ανακοινώνει στοιχεία με μερικούς μήνες καθυστέρηση, αυτά είναι σε δεδουλευμένη βάση. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιεί είναι το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών (που συντομογραφείται “ΕΣΛ 1995”, “ΕΣΛ – ESA” ή “ESA 95”). Για παράδειγμα, τα στοιχεία για το τελευταίο τρίμηνο 2013 θα δημοσιευτούν στα μέσα Απριλίου 2014. Την ίδια μεθοδολογία χρησιμοποιεί η Eurostat για τον υπολογισμό των πρωτογενών αποτελεσμάτων. Τα ανάλογα στοιχεία που καταγράφει η Eurostat κάθε τρίμηνο έρχονται απ’ευθείας από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Τα στοιχεία που παράγει η ΕΛ.ΣΤΑΤ. είναι για την Γενική Κυβέρνηση, που διαφέρει από αυτό που συχνά ονομάζουμε “κράτος”. Συγκεκριμένα:
Η Γενική Κυβέρνηση είναι ο θεσμικός τομέας της οικονομίας που παράγει μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες και αναδιανέμει το εισόδημα ή τον πλούτο. Διακρίνεται σε:
● Κεντρική Κυβέρνηση, η οποία περιλαμβάνει το Κράτος, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και τις Δημόσιες Επιχειρήσεις (σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια για τις τελευταίες).
● Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία περιλαμβάνει τις Περιφέρειες, τους Δήμους και τις Δημοτικές Επιχειρήσεις που εποπτεύουν (σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια για τις τελευταίες).
● Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και Δημόσια Νοσοκομεία.
Από την άλλη, όταν το υπουργείο Οικονομικών ανακοινώνει στοιχεία μερικές εβδομάδες μετά το τέλος του κάθε μήνα (δηλαδή πιο σύντομα από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.), τα περισσότερα από αυτά είναι σε ταμειακή βάση, αλλά κάνει και κάποιες εκτιμήσεις με τη μεθοδολογία ESA 95 (μεταξύ σε αυτές είναι και για το πρωτογενές αποτέλεσμα). Το υπουργείο επίσης χρησιμοποιεί διαφορετικό ερωτηματολόγιο από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. Επιπλέον, το υπουργείο δημοσιεύει ξεχωριστά τα στοιχεία του Κρατικού προϋπολογισμού και της Γενικής Κυβέρνησης (δείτε παραπάνω ποιά η διαφορά των δύο).
Άρα λοιπόν, το υπουργείο ανακοινώνει τακτικά δύο διαφορετικά πρωτογενή αποτελέσματα (για το Κράτος και για τη Γενική Κυβέρνηση) και με δύο διαφορετικές μεθοδολογίες (ταμειακή και ESA 95). Έπειτα ή ΕΛ.ΣΤΑΤ. ακολουθεί μη την ανακοίνωση για τη Γενική Κυβέρνηση με αριθμούς ESA 95 βάσει του δικού της ερωτηματολογίου. Για αυτό τον λόγο δημοσιεύονται διαφορετικές αξίες και σε όλες συχνά αποδίδεται η σύντομη ονομασία “πρωτογενές αποτέλεσμα” ακόμα και αν είναι για το ίδιο χρονικό διάστημα. Απόλυτα λογικό να επικρατεί σύγχυση για το ποιά αξία είναι η σωστή.
Ποιό είναι πρωτογενές αποτέλεσμα που “μετράει” για τους στόχους του μνημονίου;
Τα τελικά στοιχεία αναφοράς για το πρωτογενές αποτέλεσμα είναι αυτά που παράγει η ΕΛ.ΣΤΑΤ. για την Γενική Κυβέρνηση και σίγουρα είναι τα πιο αξιόπιστα. Για τα διαστήματα πριν δημοσιευτούν τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ, τα ανάλογα στοιχεία του υπουργείου (με μεθοδολογία ESA 95) χρησιμοποιούνται για τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές επίσης.
Και εδώ μπαίνει ένα τελευταίο “αλλά”. Οι στόχοι του τωρινού μνημονίου όμως δεν είναι αυστηρά για το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα που χρησιμοποιείται (“programme definition” σελ. 5 εδώ για μια σύντομη περιγραφή) έχει ορισμένες προσαρμογές και εξαιρεί ρητά την κρατική δαπάνη για βοήθεια προς τον τραπεζικό τομέα, τα έσοδα από τα επιστρεφόμενα κέρδη από τα την εξαγορά ομολόγων των προγραμμάτων ANFA και SMP (όπως συμφωνήθηκε με ξεκίνημα από το 2012), και η πώληση ορισμένων μη χρηματοοικονομικών στοιχείων του κρατικού ενεργητικού όπως γη, κτίρια, και λοιπές συμβάσεις παραχώρησης ή άδειες εκμετάλλευσης. Για το 2012 και 2013 μακράν το μεγαλύτερο κομμάτι των εξαιρούμενων δαπανών/εσόδων είναι η δαπάνη για τις τράπεζες.
Επομένως, μπορεί να υπάρχει “μνημονιακό” πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά λόγω της μεγάλης κρατικής δαπάνης για τις τράπεζες το πραγματικό αποτέλεσμα να είναι πρωτογενές έλλειμμα. Αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα.
Ποιό είναι το αντίκτυπο της κρατικής υποστήριξης προς τις τράπεζες;
Το μεγαλύτερο μέρος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από το κράτος μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ξεκίνησε από τα μέσα του 2012 με ολοκλήρωση τον Απρίλιο του 2013. Με αυτές τις ανακεφαλαιοποίησεις το ελληνικό δημόσιο απέκτησε ουσιαστικά το μερίδιο του λέοντος της ιδιοκτησίας των τραπεζών αλλά αυτό έρχεται με μεγαλύτερο κόστος μια και πλέον αναλαμβάνει πιο ενεργό ρόλο από αυτό του εγγυητή όπως ίσχυε μέχρι τότε. Για αυτό και την περίοδο 2012-13 βλέπουμε για πρώτη φορά αρνητικό ποσό λόγω της υποστήριξης των τραπεζών, σε αντίθεση με το 2009-2011 όπου τα έσοδα από τις προνομιούχες μετοχές και τις δεδουλευμένες αμοιβές από τις εγγυήσεις του διατραπεζικού δανεισμού ήταν υψηλότερα από τις δεδουλευμένες δαπάνες.
Σημείωση: όταν δημοσιευθεί η ετήσια οικονομική έκθεση του ΤΧΣ για το 2013, το ποσό της υποστήριξης είναι σίγουρο ότι θα μειωθεί σημαντικά για να συμπεριλάβει της απαιτήσεις έναντι των κρατικών μεριδίων, όπως έγινε τον Αύγουστο του 2013 με αποτέλεσμα μια αξιοσημείωτη αναθεώρηση από την ΕΛΣΤΑΤ για τα στοιχεία 2012. Αυτό με τη σειρά του θα δώσει την τελική εικόνα του πραγματικού πρωτογενούς πλεονάσματος του 2013. Κάτι που σημαίνει ότι ως τότε τα παρακατάτω ποσά (Α) και (Β) για το 2013 θα πρέπει να θεωρηθούν προσωρινά, έστω και αν έχουν ήδη δημοσιευθεί από την ΕΛΣΤΑΤ και το υπουργείο. Ακολουθεί μια σύνοψη των σχετικών στατιστικών για τα τελευταία πέντε χρόνια:
(Α) Πρωτογενές αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης Έλλειμμα (‐) / Πλεόνασμα (+)
2009: ‐€24.190 εκατ.
2010: ‐€10.860 εκατ.
2011: ‐€4.981 εκατ.
2012: ‐€7.771 εκατ.
Ιαν. – Σεπ. 2013: -€17.026 εκατ.
Ιαν. – Δεκ. 2013: -€15.414 εκατ. (στοιχεία υπουργείου Οικονομικών) /1
(Β) Επίδραση της υποστήριξης των τραπεζών
2009: €373 εκατ.
2010: €960 εκατ.
2011: €622 εκατ.
2012: -€5.495 εκατ. προς τράπεζες
Ιαν. – Σεπ. 2013: -€19.626 εκατ.
Ιαν. – Δεκ. 2013: -€19.314 εκατ. (στοιχεία υπουργείου Οικονομικών*) /1
(Γ)=(Α)-(Β) “Μνημονιακό” Πρωτογενές αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης Έλλειμμα (‐) / Πλεόνασμα (+)
2009: -€24.563
2010: -€11.820
2011: -€5.603
2012: -€2.276
Ιαν. – Σεπ. 2013: €2.600 εκατ.
Ιαν. – Δεκ. 2013: €3.900 εκατ. (στοιχεία υπουργείου Οικονομικών)
Πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ. [1] [2] | Υπ. Οικοινομικών [3]
/1: Ο υπολογισμός έγινε με βάση την ανακοίνωση του υπουργείου ότι 2.1% του ΑΕΠ 2013 = €3,9 δισεκατομμύρια (Γ) που συνεπάγεται εκτίμηση ΑΕΠ 2013 στα €185.714 εκατομμύρια. Η ανακοίνωση επίσης δεν ανέφερε το συγκεκριμένο ποσό του πρωτογενούς ελλείμματος αλλά μόνο το ποσοστό 8.3% του ΑΕΠ. Άρα το (Α) υπολογίστηκε σαν -8.3% έπι του ΑΕΠ 2013. Το ποσό της υποστήριξης τραπεζών (Β) υπολογίστηκε ως (Α) – (Γ).
*Ενδεχομένως να περιλαμβάνει και τα έσοδα €2.715 από τα επιστρεφόμενα κέρδη των ομολόγων των προγράμματος ANFA/SMP (πηγή: εκτέλεση κρατικού προϋπολογισμού 2013), κάτι που αν ισχύει σημαίνει ότι η τραπεζική δαπάνη είναι από μόνη της μεγαλύτερη. Δεν είναι απόλυτα σαφές από την ανακοίνωση όμως.
Τελικά τι ισχύει σήμερα σχετικά με τα πρωτογενή αποτελέσματα για το 2013;
Για τους λόγους που εξηγώ παραπάνω, μέχρι να βγει η έκθεση του ΤΧΣ για το 2013 τον Αύγουστο, η κατάσταση φαίνεται να είναι αρκετά ρευστή και είναι δύσκολο να γίνουν ασφαλείς εκτιμήσεις για το αποτέλεσμα της κρατικής υποστήριξης των τραπεζών (που να συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τη κρατική δαπάνη αλλά και την αξία των μεριδίων που αποκτήθηκαν). Επειδή αυτό το ποσό είναι ένα σημαντικό κομμάτι του προϋπολογισμού σε δεδουλευμένη βάση για τον ίδιο λόγο μόνο τότε θα ξεκαθαρίσει το τοπίο για το πραγματικό πρωτογενές πλεόνασμα που σίγουρα θα αναθεωρηθεί προς τα κάτω.
Αντίθετα, τα στοιχεία που δείχνουν ότι για το 2013 το “μνημονιακό” πρωτογενές πλεόνασμα των €3,9 δισεκατομμυρίων δείχνουν αξιόπιστα μια και δεν περιλαμβάνουν τις δραστηριότητες για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Αν και όπως συνηθίζεται τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. που θα βγούν τον Απρίλιο θα διαφέρουν από τα στοιχεία του υπουργείου, είναι σχεδόν απόλυτα βέβαιο λόγω της μεγάλης διαφοράς ότι θα ξεπεράσει τον μνημονιακό στόχο για €0 το 2013.