Ο Τάκης Μπαλτάκος στη ραδιοφωνική συνέντευξη στον Νίκο Χατζηνικολάου ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να ασκηθεί καμία δίωξη εναντίον του επειδή το αποκαλυπτικό video αποτελεί προϊόν υποκλοπής. Ποια είναι η αλήθεια;
Είναι αλήθεια ότι υποκλαπέν video δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε δικαστήριο παρά μόνο εφόσον η χρήση του γίνεται προκειμένου να αθωωθεί κάποιος κατηγορούμενος. Δηλαδή σε περίπτωση που Τάκης Μπαλτάκος κατέθετε μήνυση για ψευδή καταμήνυση, δηλαδή ισχυριζόταν ότι δεν είπε όσα ο Ηλίας Κασιδιάρης ισχυρίζεται τότε το video θα μπορούσε να παίξει ρόλο στην διαδικασία της υπεράσπισής του τελευταίου.
Ο κύριος Μπαλτάκος είναι νομικός και προσπάθησε να θολώσει τα νερά και να μπερδέψει την κοινή γνώμη γιατί ενώ αληθεύει ο ισχυρισμός του ότι το video δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του η αλήθεια είναι ότι για τον εισαγγελέα που θα ήθελε να διερευνήσει τη δράση του Γενικού Γραμματέα της κυβέρνησης είναι αρκετή η μαρτυρική κατάθεση του Ηλία Κασιδιάρη ως αυτήκοου και αυτόπτη μάρτυρα της συνομιλίας. Σε αυτή την περίπτωση το video θα ανάγκαζε τον Μπαλτάκο να παραδεχτεί τα λεγόμενά του αφού εάν τα αρνιόταν τότε όπως αναφέραμε παραπάνω το ντοκουμέντο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί χωρίς πρόβλημα. (στο τέλος του άρθρου θα δείτε ότι σύμφωνα με τις αποφάσεις του Αρειου Πάγου που ήρθαν σε γνώση μας είναι δυνατή η χρήση του video ακόμα και ως ενοχοποιητικό στοιχείο).
Η δικαιοσύνη που με τόση ταχύτητα κινήθηκε προκειμένου να διερευνηθεί η υποκλοπή των συνομιλιών από τον Κασιδιάρη δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να έχει συγκινηθεί με την παραδοχή του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης για εξωθεσμική δράση του υπουργού δικαιοσύνης και προσπάθεια κατάλυσης της διάκρισης των εξουσιών, όπως και για την κακή λειτουργία της ίδιας της δικαιοσύνης που φέρεται να βάζει στο συρτάρι υποθέσεις που ενοχλούν τον Σαμαρά μετά από 30 λεπτά εικονικής έρευνας.
Αντ' αυτού μέχρι στιγμής η εισαγγελία φαίνεται να απαντάει μόνο στην αναφορά του Τάκη Μπαλτάκου σχετικά με τον διορισμό της εισαγγελέως Γκουτζαμάνη, δηλαδή για το έλασσον στοιχείο της καταγγελίας, αφήνοντας τις σημαντικότατες κατηγορίες να αιωρούνται.
Τι λέει ό Άρειος Πάγος
Μετά τη δημοσίευση του editorial λάβαμε στο email μας τις παρακάτω αποφάσεις του Άρειου Πάγου που όχι απλά επιβεβαιώνουν τα στοιχεία του κειμένου αλλά δείχνουν ότι σε ειδικές περιπτώσεις ακόμα και το video μπορεί να γίνει αποδεκτό ως μέρος μιας δικογραφίας κατά του κύριου Μπαλτάκου. Στις αποφάσεις παρακάτω έχουμε επισημάνει με κίτρινο φόντο τα ενδιαφέροντα σημεία.
#act
622/2003 ΑΠ
$act
#acb
Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 177 Κ.Π.Δ. η οποία προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996 «Αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. Μόνη η ποινική όμως δίωξη των υπαιτίων των πράξεων αυτών δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 370 Α` του ΠΚ όπως υτή ίσχυε προ της αντικαταστάσεως με το άρθρο 3 του Ν. 3090/2002, «όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων, που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η οποία θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ.1, 5 παρ. 1, 9Α και 19 του Συντάγματος για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου η απαγόρευση της με ειδικά μέσα μαγνητοσκόπησης ή μαγνητοφώνησης αθεμίτως ιδιωτικής συνομιλίας αφορά εκδηλώσεις ή πράξεις της ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους, αποσκοπείται δε με τον τρόπο αυτόν η προστασία των εννόμων αγαθών του ατόμου, που προστατεύεται από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις, με την υποχώρηση της ανάγκης δικαστικής διερεύνησης της αληθείας και της αξίας της αποτελεσματικότητας λειτουργίας της ποινικής διαδικασίας (Ολ. ΑΠ 1/2001 πολιτική). Ετσι με την ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ θεσπίζεται, κατ` εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της παρ.1 του ίδιου άρθρου, η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού μέσου, που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και επομένως δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με τέτοιες πράξεις όπως π.χ. μαγνητοταινία που αποτυπώνει ιδιωτική συνομιλία μεταξύ του ενδιαφερομένου και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του
τελευταίου, η οποία (πράξη) τιμωρείται με φυλάκιση από την ως άνω διάταξη του άρθρου 370 Α παρ.2 του Π.Κ.
Κατ` εξαίρεση όμως επιτρέπεται η λήψη υπόψη τέτοιου αποδεικτικού μέσου εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό απόφαση του δικαστηρίου που να αιτιολογεί ειδικά τους λόγους, για τους οποίους επιβάλλεται η λήψη υπόψη του παράνομου αποδεικτικού μέσου και για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο.
$acb
#act
611/2006 ΑΠ
$act
#acb
ΚΕξάλλου, κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του ΚΠΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2408/1996, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή της ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου…. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β`, 9 Α, 19 παρ. 1,3 και 25 παρ. 1 εδ. δ` του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του, με το από 6 Απριλίου 2001 ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει…..Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων …….Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Εξάλλου, κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος «παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκησης της επικοινωνίας. Η σχετική μαγνητοταινία είναι απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξε της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού.
Κατ` εξαίρεση όμως, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, επιτρέπεται η λήψη τέτοιου αποδεικτού μέσου εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτημα αυτό απόφαση δικαστηρίου που να αιτιολογεί ειδικά τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η λήψη υπόψη του παράνομου αποδεικτικού μέσου και για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή της ποινής στον κατηγορούμενο και επιτρέπεται η χρήση αυτού ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά (ΑΠ 1622/2005, ΑΠ 42/2004).
Έτσι, ο κανόνας της απαγόρευσης της χρήσης αποδεικτικού μέσου, που έχει κτηθεί με παράνομο τρόπο και θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις όχι μόνον υπέρ αλλά και εναντίον του κατηγορουμένου. Η χρήση αποδεικτικού μέσου που λήφθηκε ύστερα από βασανιστήρια αποκλείεται κατ` απόλυτο τρόπο ως μέσου αναζήτησης της αλήθειας, αφού τα βασανιστήρια αναιρούν την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου. Η έλλογη αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων που έχουν κτηθεί παράνομα (όπως π.χ. λόγω παραβίασης του ιδιωτικού απορρήτου κ.λ.π.), είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξιών κατά την αποδεικτική διαδικασία, σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των έννομων αγαθών και συμφερόντων και στη σύμμετρη κατ` αναλογία διαφύλαξή τους.
Επομένως, νομίμως λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο υπέρ του κατηγορουμένου, υπό τον περιορισμό της θεσπιζόμενης από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ` του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αποδεικτικό μέσο που έχει ληφθεί παρανόμως, όταν δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη και της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται, το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητάς του.
Εξάλλου, με τις ίδιες προϋποθέσεις θα ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο κατά του κατηγορουμένου αποδεικτικό μέσο που έχει κτηθεί παρανόμως, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο ο παθών μπορεί να στηρίξει την καταγγελία του.
$acb