Όλοι θυμόμασταν μόνο τη μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε να βρεθεί η Ελλάδα στο κλαμπ των οκτώ καλύτερων ομάδων του κόσμου. Την ασφυκτική υπεροχή της εθνικής από τη στιγμή που βρέθηκε με παίκτη παραπάνω. Τις ατυχείς φάσεις-καρμπόν του Σαλπιγγίδη και του Μήτρογλου, τετ α τετ με τον αντίπαλο τερματοφύλακα. Τις άκαρπες, αν και πιεστικές, προσπάθειες στα τριάντα λεπτά της παράτασης.
 
Μισή ώρα μετά τον αγώνα στην Ελλάδα κανείς δεν πανηγύριζε, κανείς δεν περπατούσε στους δρόμους, πάνω από τις πόλεις και τα χωριά είχε πέσει πέπλο μελαγχολίας. Έμοιαζε σαν η χώρα να ξαναγύρισε απότομα στη δημοσιονομική κρίση και στην ανέχεια – εκεί απ’ όπου είχε υπερυψωθεί για λίγο, σαν τους πιτσιρικάδες του Ρίο Ντε Τζανέιρο στα διαφημιστικά σποτ του Μουντιάλ, που εμφανίζουν τις φαβέλες σαν απαστράπτον φολκλόρ, κομμάτι ενός αιώνιου καρναβαλιού που δεν θα τελειώσει ποτέ. Λες και αν η Βραζιλία σηκώσει το κύπελλο θα εξαφανιστεί η φτώχεια για πάντα, λες και αν το πάρει η Αργεντινή θα διαγραφεί το χρέος της, κι αν η Ελλάδα είχε προχωρήσει ένα δυο γύρους θα είχε γίνει πραγματικότητα το κυβερνητικό success story.
 
Δεν είμαι εθνομηδενιστής, πολύ περισσότερο στο ποδόσφαιρο. Κι εμένα με συγκινεί η εθνική ομάδα, το πάθος του Γιώργου Καραγκούνη, οι διεισδύσεις του ελληνοποιημένου Χοσέ Χολέμπας, το αφυπνισμένο μπρίο του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου, η αρχοντική τεχνική και το κρύο αίμα του Γιώργου Σαμαρά.
 
Μονάχα που χρειάστηκε να πάω στα 56 για να δω την εθνική ομάδα να διακρίνεται σ’ ένα Μουντιάλ. Σαράντα τέσσερα χρόνια από το απίστευτο καλοκαίρι του 1970, όταν για πρώτη φορά παρακολουθήσαμε έκθαμβοι σε ασπρόμαυρες τηλεοράσεις την εθνική Βραζιλίας να ξεδιπλώνει το ταλέντο της στα γήπεδα του Μεξικού, εκείνη τη μαγική πεντάδα, Πελέ, Ζαϊρζίνιο, Ριβελίνο, Τοστάο και Ζέρσον, «γιατί να μη θυμάσαι έτσι και τα ποτάμια στη Γεωγραφία;», έλεγε η μάνα μου, αλλά σιγά μη θυμόμουν τα ποτάμια, τους παίκτες θυμόμουν, όπως τους θυμάμαι ακόμα, και δεν πιστεύαμε ότι θα μπορούσε να είναι και η δική μας εθνική ανάμεσά τους αν και είχε αγγίξει τότε το θαύμα, ενώ στα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν δεν το άγγιξε ξανά ποτέ, ώσπου ήρθε εκείνο το εθνικό τραύμα στο Μουντιάλ του ’94, στις ΗΠΑ, όπου θα ’λεγες ίσως ότι καλύτερα να μην είχαμε πάει ποτέ.
 
Χρειάστηκε να πάω στα 56 για να δω την Εθνική ομάδα να φτάνει στα πέναλτι σε αγώνα Μουντιάλ, και σκέφτομαι ότι ίσως και να μην την ξαναδώ ποτέ, ενώ ο γιος μου, στα 15 του, έχει προλάβει ήδη δύο Μουντιάλ και δύο ευρωπαϊκά, εξ ων το ένα το καλύτερο, και δεν το χωράει εύκολα το μυαλό του ότι μπορεί και να χάσουμε από την Κόστα Ρίκα, και μάλιστα κατ’ αυτόν τον τρόπο.
 
Όλ’ αυτά δεν τα γράφω επειδή εζήλωσα την δόξα αθλητικογράφου και θέλω να αναλύσω τα τεχνικά χαρακτηριστικά του αγώνα. Πολύ περισσότερο δεν τα γράφω προσπαθώντας να διευθετήσω τη σχέση του Θεού των Ελλήνων με την μπάλα, λες και οι Κοσταρικανοί και οι Ιβοριανοί δεν έχουν τους δικούς τους θεούς για να τους υποστηρίξουν, ή οι δικοί τους θεοί κάνουν πίσω όταν βρίσκουν στο διάβα της τους δικούς μας. Ούτε θέλω να βγάλω συμπεράσματα σε σχέση με τη φυλή και την ψυχή των Κοσταρικανών, που με το πάθος τους τα καταφέρνουν πάντα στο τελευταίο πέναλτι ή στο τελευταίο λεπτό, παρότι τους αδικούν θεοί και δαίμονες. Των Κοσταρικανών είπα; Μα, αυτά νόμιζα πως ισχύουν μονάχα για την ελληνική φυλή και για την ελληνική ψυχή…
 
Τέλος πάντων, όλ’ αυτά τα γράφω για έναν και μόνο λόγο. Να, μετά από τέτοια ήττα, άλλος βλαστημάει, άλλος σπάει αντικείμενα, άλλος δέρνει τη γυναίκα του, άλλος πέφτει για ύπνο απελπισμένος κι άλλος στριφογυρνάει στο κρεβάτι του άγρυπνος όλη νύχτα. Κι εγώ δεν έχω άλλον τρόπο να πενθήσω για την ήττα παρά μόνο να κάτσω και να τα γράψω. Κι ίσως έτσι να δώσω την ευκαιρία και σε κάποιον άλλο να χαμογελάσει ή να παρηγορηθεί κατά κάποιον τρόπο ή, έστω, να κάτσει να σκεφτεί λιγάκι, να αναλογιστεί πώς το πετάρισμα μιας πεταλούδας στο Ρεσίφε της Βραζιλίας ασκεί τεκτονικές επιδράσεις, τόσο στην Κοσταρίκα όσο και στη μακρινή Ελλάδα…