Η υπερίσχυση των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων οδήγησαν τους μισθούς των ιδιωτικών υπαλλήλων σε ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις, όπως παρουσιάζονται στην ετήσια έκθεση της ΓΣΕΕ
Από τα τέλη του 2011 έως τον Ιούνιο του 2014 υπεγράφησαν 1.440 επιχειρησιακές συμβάσεις που προβλέπουν μείωση αποδοχών από 10% έως 50%, αναφέρει το Euro2day.gr επικαλούμενο την έκθεση της ΓΣΕΕ.
Οι επιστήμονες της ΓΣΕΕ επισημαίνουν πως ακόμη και οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που έχουν υπογραφεί, μετά τις παρεμβάσεις του 2012 και 2013, εμπεριέχουν σημαντικές μειώσεις μισθών για τους εργαζόμενους. Είναι όμως, σημαντικά μειωμένες σε σχέση με τις ανεξέλεγκτες μειώσεις των επιχειρησιακών ή ακόμη χειρότερα των ατομικών συμβάσεων.
Στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις οι μειώσεις μισθών κινήθηκαν στο 15%, στα εργαστήρια Ζαχαρωδών προϊόντων στο 15%, στο Εμπόριο 6,3%, στις τράπεζες 6%, στις εργοληπτικές και κατασκευαστικές τεχνικές επιχειρήσεις 18%, στα κέντρα διασκέδασης 20% – 50%, στο τεχνικό προσωπικό του θεάτρου μείωση 20% στον βασικό μισθό των μηχανικών σκηνής και 10% των βοηθών, στα τεχνικά γραφεία ανελκυστήρων 10%.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ οι μειώσεις μισθών μέσω επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων ξεπερνά το 30% των μισθωτών του ιδιωτικό τομέα, ενώ οι μειώσεις μέσω κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας αφορούν στο 1/4 των εργαζομένων.
Οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι υπέστησαν μισθολογικές απώλειες που ξεπερνούν σε ετήσια βάση τους τρεις μισθούς ή τους τέσσερις μισθούς για τους νέους κάτω των 25 ετών.
Σύμφωνα με τη μελέτη, κατά την τετραετία 2010-2013, οι κατώτατες συμβατικές κλαδικές πραγματικές αποδοχές υποχωρούν σημαντικά και μειώνονται κατά 18.8% στα ξενοδοχεία, 9.8% στο εμπόριο, 8.2% στις τράπεζες, 6.6% στην τσιμεντοβιομηχανία και 4.5% στη σιδηροβιομηχανία.
Συνολικά, σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ οι μισθοί μειώθηκαν κατά 30 δισ. ευρώ από τα περίπου 85 δισ. ευρώ το 2009 σε 56 δισ. ευρώ το 2014. Αντίστοιχα, η αγοραστική δύναμη των μέσων αποδοχών ανά μισθωτό κατά την 5ετία 2010-2014 μειώθηκε κατά 23%, με αποτέλεσμα στο τέλος του 2014 να επιστρέψουμε στα επίπεδα του 1995.
ΤΠλέον η Ελλάδα έχει πλέον το χαμηλότερο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, από τις άλλες 14 πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Κύπρο και την Σλοβενία. Είναι η χώρα με το χαμηλότερο μοναδιαίο κόστος εργασίας μετά από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
Ανέφικτες οι εξαγγελίες για «χιλιάδες» θέσεις εργασίας
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Σάββας Ρομπόλης χαρακτηρίζει εφικτό τον στόχο των 770.000 νέων θέσεων εργασίας που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός «μόνο με την προϋπόθεση ότι η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ θα είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα, δηλαδή γύρω στο 8%». Ωστόσο, σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ μέχρι το 2020 η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας «θα κινηθεί στο 1%- 1,5% με αποτέλεσμα τη διατήρηση της ανεργίας μεταξύ 20%- 22%». Τα παραπάνω στοιχεία, θα παρουσιάσει στο πλαίσιο της ΔΕΘ, το ΙΝΕ, την Πέμπτη, στη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με την έκθεση, αναφέρει ο κ. Ρομπόλης, θεωρούμε ότι «το 27% της ανεργίας που έχουμε σήμερα -με τη συνέχιση αυτών των πολιτικών λιτότητας, περιορισμού των εισοδημάτων και της υπερφορολόγησης- το 2020 θα κινηθεί ανάμεσα στο 22%- 23% γεγονός το οποίο θα διατηρήσει το επίπεδο της ανεργίας υψηλό, δηλαδή για πάνω από 1.000.000 άτομα».
Υπογραμμίζει τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της στατιστικής ανεργίας, καθώς στην πρώτη «οι αριθμοί είναι τελείως διαφορετικοί» και εξηγεί ότι μιλάμε πάντα για τη στατιστική ανεργία με τα επίσημα στοιχεία, για να έχουμε μια βάση δεδομένων αρκετά επιστημονική και τεχνικά έγκυρη».
Σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, εάν το ΙΝΕ διαπιστώνει κάποια μεταστροφή της ασκηθείσας πολιτικής αντιμετώπισης της ανεργίας (ευέλικτες μορφές εργασίας), ο κ. Ρομπόλης αναφέρει ότι σε μια άλλη ενότητα της έκθεσης, αποδεικνύεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι η ευελιξία και η μείωση των μισθών δεν απέδωσαν. Επομένως, τονίζει, «η εναλλακτική λύση, είναι η διακοπή της λιτότητας και η έναρξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την αύξηση των μισθών προκειμένου να ενεργοποιηθεί η ζήτηση στη χώρα μας». Παράλληλα, προσθέτει, πρέπει να διοχετευθεί ρευστότητα, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες πλέον πρέπει να στοχεύσουν στην αξιοποίηση και της εξωτερικής αγοράς. Γιατί σε μια διεθνοποιημένη οικονομία δεν επιτρέπεται οι επιχειρήσεις να εξαντλούνται μόνο στην αξιοποίηση της εσωτερικής αγοράς. Κατ' αυτό τον τρόπο, συνεχίζει, όπως «προκύπτει και από τους υπολογισμούς μας, μπορούμε να έχουμε μια πιο γρήγορη και πιο σίγουρη απορρόφηση της ανεργίας μέχρι το 2020».
Η ύφεση, αναφέρει, είναι το βασικό πρόβλημα και πρέπει να αντιμετωπιστεί για τα ίδια τα άτομα για την κοινωνία, από άποψη κοινωνικής συνοχής αλλά και για τη χρηματοδότηση της οικονομίας και κυρίως για τη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων.
Όσον αφορά στα ασφαλιστικά ταμεία, σύμφωνα με την έκθεση, θεωρείται κρίσιμο έτος το 2016, και για την ενίσχυσή τους απαιτούνται 950 εκατ. ευρώ.
Βεβαίως, σημειώνει, το 2017 θα απαιτηθούν περισσότερα, το 2018 ακόμη περισσότερα, όπως και τα επόμενα έτη. Δυστυχώς η αντίληψη ότι η αύξηση των ορίων ηλικίας στην περιοχή των συντάξεων θα εξασφάλιζε πόρους για τη χρηματοδότηση του συστήματος, πάλι δεν έδωσε αποτέλεσμα γιατί όσοι πόροι εξασφαλίστηκαν, απορροφήθηκαν από το υψηλό επίπεδο ανεργίας, την ανασφάλιστη εργασία και τους χαμηλούς μισθούς.
«Ανάμεσα σε δύο μελέτες μας το 2010 κι το 2013 βλέπουμε ότι το έτος κρίσης στην πρώτη ήταν το 2014 και στη δεύτερη το έτος κρίσης είναι το 2016. Επομένως», καταλήγει, «όλη αυτή η περιοριστική πολιτική που ασκήθηκε στην κοινωνική ασφάλιση στην ουσία μετατόπισε το έτος κρίσης μόνο κατά δύο χρόνια».
(με πληροφορίες από Euro2day.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ)