Την άποψη ότι δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον μνημόνιο το οποίο ολοκληρώνεται το 2014 εκφράζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα που στηρίχθηκε από την ΕΕ και το ΔΝΤ και εξακολουθεί να διαπραγματεύεται ζητήματα της υφιστάμενης συμφωνίας ουσιαστικά χωρίς «πυξίδα» στην επόμενη ημέρα.
«Η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται άλλη μια φορά όχι τόσο τους όρους οικονομικής πολιτικής (αυτοί έχουν καταγραφεί στο συμφωνημένο πρόγραμμα προσαρμογής, δηλαδή στο δεύτερο «μνημόνιο») όσο το αν, πώς ή σε ποιο βαθμό μπορούν να εφαρμοσθούν, να τροποποιηθούν ή να ανακληθούν», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Σημειώνεται δε πως «ακόμα και φαινομενικά ανώδυνα μέτρα όπως η καταγραφή του αριθμού των απασχολούμενων στο Δημόσιο ή η εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων άλλων μέτρων γίνονται υπό την εξωτερική πίεση των δανειστών», υπό την επισήμανση ότι «η διαρκής διαπραγμάτευση για σημαντικά και ασήμαντα θέματα ανέδειξε και τα προβλήματα των τυπικών και άτυπων θεσμών διακυβέρνησης».
Παράλληλα, γίνεται λόγος για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσα από διεθνείς πίνακες στους οποίους η χώρα κατέλαβε φέτος την 81η θέση, μεταξύ 144 χωρών, από την 91η πέρυσι.
«Στον αντίποδα των παραπάνω εξελίξεων, μια σειρά από δείκτες στον τομέα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως για παράδειγμα, η ανεργία των νέων, η φτώχεια, η ανισότητα η εισοδηματική εξαθλίωση διαφόρων ομάδων του πληθυσμού κλπ. φανερώνουν ότι η επιτευχθείσα μακροοικονομική ισορροπία είναι εύθραυστη καθώς τα κοινωνικά προβλήματα, εάν δεν θεραπευτούν έγκαιρα, θα απειλήσουν την όποια οικονομική πρόοδο», τονίζει η έκθεση, η οποία συμπεραίνει: «Η οικονομία πρέπει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα για να περάσει σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και ικανοποιητική μείωση της ανεργίας».
Έξοδος στις αγορές για αναχρηματοδότηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Διαπραγμάτευση για αναδιάρθρωση του χρέους.
Αποφυγή νέων δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις.
Στο σημείο αυτό διατυπώνονται επικρίσεις για το κυβερνητικό σκεπτικό ότι μετά την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος και τη σχετική υποχώρηση των «αποδόσεων» των κρατικών ομολόγων, θα ήταν δυνατή η αναχρηματοδότηση ληξιπρόθεσμων χρεών το 2015 και 2016 (κατ’ αρχάς) με προσφυγή στις αγορές. «Η κυβέρνηση υπολόγιζε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος δρόμος για απεμπλοκή της χώρας από την τρόικα. Στην περίπτωση αυτή, οι αγορές θα κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του χρηματοδοτικού κενού του 2015-16, δηλαδή συνολικά 27,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το με το ΔΝΤ», σημειώνεται στην έκθεση.
Ως προς το πλαίσιο της ενδεδειγμένης οικονομικής πολιτικής για τη συνέχεια, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής το συνοψίζει ως εξής: «Λιγότερη λιτότητα, περισσότερες και βαθύτερες μεταρρυθμίσεις συν ευρωπαϊκή ‘αλληλεγγύη’».