Η έκθεση ΕΔΩ

Την άποψη ότι δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον μνημόνιο το οποίο ολοκληρώνεται το 2014 εκφράζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα που στηρίχθηκε από την ΕΕ και το ΔΝΤ και εξακολουθεί να διαπραγματεύεται ζητήματα της υφιστάμενης συμφωνίας ουσιαστικά χωρίς «πυξίδα» στην επόμενη ημέρα.

Σύμφωνα με την έκθεση, ένα νέο πρόγραμμα που θα στόχευε στην ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης θα έπρεπε πρωτίστως να είναι ελληνική υπόθεση, αλλά η σύνταξη ενός αξιόπιστου αναπτυξιακού προγράμματος θα πρέπει να στηρίζεται «σε φθηνούς πόρους που προέρχονται από τον ΕΜΣ, ΕΚΤ και άλλους ευρωπαϊκούς θεσμούς». 
«Η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές κι ευρωπαϊκό περιβάλλον, σα να είναι “πάνω σε κινούμενη άμμο”», αναφέρει χαρακτηριστικά το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, το οποίο αναφερόμενο στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2015 τηρεί στάση αναμονής για τον τρόπο με τον οποίο θα το αξιολογήσουν οι εταίροι. Σε αυτό το πλαίσιο, επικαλείται εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες έχουν συσσωρευθεί εκατοντάδες εκκρεμείς υποχρεώσεις της ελληνικής πλευράς.

«Η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται άλλη μια φορά όχι τόσο τους όρους οικονομικής πολιτικής (αυτοί έχουν καταγραφεί στο συμφωνημένο πρόγραμμα προσαρμογής, δηλαδή στο δεύτερο  «μνημόνιο») όσο το αν, πώς ή σε ποιο βαθμό μπορούν να εφαρμοσθούν, να τροποποιηθούν ή να ανακληθούν», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Σημειώνεται δε πως «ακόμα και φαινομενικά ανώδυνα μέτρα όπως η καταγραφή του αριθμού των απασχολούμενων στο Δημόσιο ή η εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων άλλων μέτρων γίνονται υπό την εξωτερική πίεση των δανειστών», υπό την επισήμανση ότι «η διαρκής διαπραγμάτευση για σημαντικά και ασήμαντα θέματα ανέδειξε και τα προβλήματα των τυπικών και άτυπων θεσμών διακυβέρνησης».
Αναφορικά με τις βραχυπρόθεσμες προβλέψεις για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας έως το τέλος του έτους μετά από έξι συνεχή χρόνια ύφεσης και για αύξηση του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 0.6%, το Γραφείο Προϋπολογισμού μιλά για εξελίξεις οι οποίες βασίστηκαν στη σημαντική άνοδο του τουρισμού (αύξηση αφίξεων κατά περίπου 30%), στη σταθεροποίηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης, στη μικρή αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2014.

Παράλληλα, γίνεται λόγος για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσα από διεθνείς πίνακες στους οποίους η χώρα κατέλαβε φέτος την 81η θέση, μεταξύ 144 χωρών, από την 91η πέρυσι.

«Στον αντίποδα των παραπάνω εξελίξεων, μια σειρά από δείκτες στον τομέα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως για παράδειγμα, η ανεργία των νέων, η φτώχεια, η ανισότητα η εισοδηματική εξαθλίωση διαφόρων ομάδων του πληθυσμού κλπ. φανερώνουν ότι η επιτευχθείσα μακροοικονομική ισορροπία είναι εύθραυστη καθώς τα κοινωνικά προβλήματα, εάν δεν θεραπευτούν έγκαιρα, θα απειλήσουν την όποια οικονομική πρόοδο», τονίζει η έκθεση, η οποία συμπεραίνει: «Η οικονομία πρέπει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα για να περάσει σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και ικανοποιητική μείωση της ανεργίας».
Περιγράφοντας τη δημόσια συζήτηση που κυριαρχεί από πλευράς τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το ζήτημα του «τέλους του μνημονίου» το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει πως με τον τρόπο που τίθεται το θέμα δίνεται η εντύπωση ότι από το 2015 η ελληνική οικονομική πολιτική δεν θα υπόκειται σε κάποιες δεσμεύσεις, ενώ προκαλούνται ανεδαφικές προσδοκίες για ικανοποίηση πάσης φύσης απαιτήσεων και τροφοδοτείται η εντύπωση πως ό,τι έγινε ως τώρα ήταν λάθος.
 
Σύμφωνα με την έκθεση η κυβέρνηση είχε προσανατολισθεί σε μια επιλογή τεσσάρων σημείων:
 
Αποχώρηση του ΔΝΤ και αποφυγή προσφυγής στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς για νέο δανεισμό, που θα συνοδευόταν με όρους οικονομικής πολιτικής (δηλαδή μνημόνιο).

Έξοδος στις αγορές για αναχρηματοδότηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.

Διαπραγμάτευση για αναδιάρθρωση του χρέους.

Αποφυγή νέων δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις.

Στο σημείο αυτό διατυπώνονται επικρίσεις για το κυβερνητικό σκεπτικό ότι μετά την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος και τη σχετική υποχώρηση των «αποδόσεων» των κρατικών ομολόγων, θα ήταν δυνατή η αναχρηματοδότηση ληξιπρόθεσμων χρεών το 2015 και 2016 (κατ’ αρχάς) με προσφυγή στις αγορές. «Η κυβέρνηση υπολόγιζε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος δρόμος για απεμπλοκή της χώρας από την τρόικα. Στην περίπτωση αυτή, οι αγορές θα κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του χρηματοδοτικού κενού του 2015-16, δηλαδή συνολικά 27,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το με το ΔΝΤ», σημειώνεται στην έκθεση.
 
Υπογραμμίζεται επίσης πως η ελληνική στρατηγική της εξόδου χωρίς πρόγραμμα ήταν αντίθετη προς τις απόψεις των εταίρων στην ΕΕ, οι οποίοι υποστήριζαν εμφανώς μια διαφορετική σειρά ενεργειών – διεκπεραίωση των προαπαιτούμενων (όσων γίνεται τέλος πάντων), αξιολόγηση της έως τώρα πορείας, αξιόπιστο πρόγραμμα για τα επόμενα χρόνια σε συνδυασμό με μια προληπτική γραμμή πίστωσης από τον ESM και στη συνέχεια διαπραγμάτευση για το χρέος.
 
«Η ελληνική επιλογή «έξοδος στις αγορές, όχι νέο πρόγραμμα» δεν στηριζόταν σε μια ρεαλιστική εκτίμηση του διεθνούς και ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Το αποτέλεσμα ήταν η απότομη άνοδος των «αποδόσεων» στα μέσα Οκτωβρίου 2014. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων ξεπέρασαν το 9%! Ευτυχώς, η κυβέρνηση έσπευσε να αλλάξει στάση», αναφέρεται στο κείμενο της έκθεσης.
 
Ακόμη, υποστηρίζεται πως το τέλος του «μνημονίου» και η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δε σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δε βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Όλα αυτά πρέπει να αντιμετωπισθούν με την εφαρμογή ενός πειστικού αναπτυξιακού προγράμματος, που όμως δεν υπάρχει ή δεν έχει ανακοινωθεί. Εμφατικά δε αποσαφηνίζεται πως σε ένα τέτοιο πλαίσιο εθνικών πρωτοβουλιών η συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι απολύτως απαραίτητη, καθώς πρέπει να στηρίζεται σε φθηνούς πόρους που προέρχονται από τον ESM, την ΕΚΤ και άλλους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
 
 
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή υποστηρίζει πως υπάρχουν αβεβαιότητες ως προς το τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2014 που οφείλονται στις εκκρεμότητες της οικονομικής πολιτικής, στην πορεία των φορολογικών εσόδων (π.χ. αν θα επιτευχθεί η είσπραξη του 25% των νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο) και στην κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος. Το ζήτημα είναι ότι οι σχεδιασμοί και ανασχεδιασμοί δεν έχουν τέλος, τροφοδοτώντας τη γενικότερη αβεβαιότητα, που με τη σειρά της εμποδίζει την ανάπτυξη
 
Τέλος, σημειώνεται πως  την πρόβλεψη ταχείας μεγέθυνσης της τάξης του 2,9% το 2015 με περαιτέρω αύξηση στο 3,5% το 2016 βαρύνουν σημαντικές αβεβαιότητες εξωτερικής και εσωτερικής προέλευσης. «Σε μέσο και μακροπρόθεσμη προοπτική το μείζον είναι οι προσδοκίες για τη διατηρησιμότητα των όσων έχουν επιτευχθεί και η επιστροφή σε μια ανάπτυξη διαρκείας. 

Ως προς το πλαίσιο της ενδεδειγμένης οικονομικής πολιτικής για τη συνέχεια, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής το συνοψίζει ως εξής: «Λιγότερη λιτότητα, περισσότερες και βαθύτερες μεταρρυθμίσεις συν ευρωπαϊκή ‘αλληλεγγύη’».