Παγίδες υπάρχουν παντού. Στον πόλεμο, στην ειρήνη, στη ψυχολογία, στην καθημερινή ζωή, στον έρωτα, στα παραμύθια, στην οικονομία, στα παραμύθια της οικονομίας, στην πραγματική οικονομία, στο δάσος με τον κακό λύκο, αλλά και στην Ευρώπη με τον κακό λύκο.
Τις λένε παγίδες, ακριβώς επειδή περιορίζουν το βαθμό ελευθερίας του θύματος τους. Περιορίζουν τις δυνατότητες του να επιλέξει ή να δράσει ελεύθερα.
Κάποιες παγίδες, συνήθως αν το θύμα ενεργεί άτσαλα στην προσπάθεια του να απελευθερωθεί, γίνονται φαύλος κύκλος. Μόλις το έρμο θύμα λύνει ένα πρόβλημα, δημιουργείται παρ’ ευθύς ένα άλλο, το οποίο οδηγεί ξανά στο αρχικό και κατ’ επέκταση σε αδιέξοδο. Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς κυνηγός για να τα ξέρει όλα αυτά. Τα σπουδάζει βιωματικά, καθώς ενηλικιώνεται, καταβάλλοντας, βέβαια και, το κόστος της μαθητείας του.
Μια από τις χειρότερες παγίδες είναι αυτή που στήνεται σε ένα αενάως επαναλαμβανόμενο μοτίβο σκέψης και δράσης, κάπως περίπου όπως οι πεταχτές και χαρούμενες πεταλούδες που έλκονται από το φως, καταδικασμένες να παγιδευτούν σ΄αυτό και να καούν τα εύθραυστα φτερά τους. Να πούμε κάτι μεταξύ μας: δεν φταίει το φως που οι άμυαλες πεταλούδες έλκονται προς αυτό! Ε; Πάντως το ερώτημα παραμένει: πόσες γενιές πεταλούδων πρέπει να πυρποληθούν για να πάρουν οι υπόλοιπες χαμπάρι την παγίδα; Καθώς η άνοιξη πλησιάζει χρονικά, με την δέουσα σφοδρότητα της, θα έχουμε και πάλι μια ευκαιρία να διαπιστώσουμε αν μια ακόμη γενιά –πεταλούδων- θα κινηθεί προς την παγίδα του λαμπερού φωτός.
Να πούμε μιαν αλήθεια: ο απεγκλωβισμός από την αυτοπαγίδευση, τη σοβαρότερη των παγίδων, είναι ζόρικη ιστορία. Εδώ κοτζάμ αετός, το γνωστό υπερήφανο πτηνό, καμία σχέση με πεταλούδες και τα τοιαύτα, και χρειάζεται να προχωρήσει στις πιο επώδυνες προσωπικές αλλαγές προκειμένου να απεγκλωβιστεί από την παγίδα του χρόνου. Λένε, αυτοί που ξέρουν από αετούς, ότι κάπου στο μέσο της ηλικίας του, το ράμφος και τα νύχια του έχουν γίνει τόσο κυρτά, τόσο γαμψά, που είναι αδύνατον να συλλάβει το θήραμα του. Έτσι, δεν έχει άλλη λύση παρά να πραγματοποιήσει αυτό που στην «αετολογία» ονομάζεται Ταξίδι Αναγέννησης. Να επιχειρήσει, δηλαδή, να θραύσει το κυρτό του ράμφος και τα νύχια, τρίβοντας τα πάνω σε αιχμηρά βράχια. Δεν «πέφτει στα βράχια» του κάθε Σαμαρά, ούτε στα γόνατα του κάθε Σόϊμπλε, απλά τρίβει το ράμφος του. Να εξηγούμαστε.
Πονάει αυτό. Είναι 150 ημέρες φρικτού πόνου και κόπου, καθώς λένε οι ειδικοί ορνιθολόγοι, αλλά μόνο έτσι, ο αετός που δεν είναι πεταλούδα, έχει πιθανότητες να διπλασιάσει το προσδόκιμο της ζωής του. Νο κόπος, νο πάρτι, που θα έλεγε και ο Τζώρτζ Κλούνεϊ…
Κακά τα ψέματα. Ο απεγκλωβισμός από την παγίδα, ιδιαίτερα από την αυτοπαγίδευση, έχει μια σειρά από βήματα. Με άλλα λόγια, ο απεγκλωβισμός αξίζει σ΄αυτούς που τον προετοιμάζουν.
Το πρώτο βήμα είναι περισσότερο φορεμένο κι’ από το σακάκι με τη κόκκινη γραμμή του Γιάνη. Να χαμπαριάσει το θύμα ότι έχει παγιδευτεί. Να το συνειδητοποιήσει. Πρέπει, δηλαδή, να κάνει κανείς μιαν αναδρομή στην «παιδική ηλικία» της παγίδευσης του. Για παράδειγμα, αν είσαι χώρα που παγιδεύτηκε, να δεις το πως στήθηκε και λειτουργεί η παγίδα σου, από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης σου, από τα πρώτα χρόνια συγκρότησης σου ως ανεξάρτητο έθνος-κράτος. Για παράδειγμα λέμε, μιας και το άρθρο αυτό ασχολείται, κατά βάσιν, με παραμύθια, αετούς και πεταλούδες.
Πρέπει, δηλαδή, πριν απ’ όλα, να κάνει κανείς μιαν αναδρομή στην πρώιμη «παιδικότητα» του. Εκεί όπου σχεδιάστηκε ο «χάρτης», το εξαρτησιακό μοτίβο, στο οποίο παγιδεύτηκε. Και βέβαια, κάτι τέτοιο απαιτεί γενναιότητα. Και βέβαια, υπάρχουν δεκάδες κόλπα που μπορεί να φτιάξει το μυαλό κάποιου για να αποφύγει αυτή την επώδυνη αναζήτηση. Αλλά, είναι πολύ σημαντικό, να ταξιδέψει το «θύμα» πίσω σ’ αυτές τις ερωτήσεις και να απαντήσει με ειλικρίνεια στον εαυτό του.
Το δεύτερο βήμα, στη διαδικασία απεγκλωβισμού, είναι να αναγνωρίσει το «θύμα» τις συνθήκες, το πλαίσιο, τις προϋποθέσεις, που ενεργοποιούν την παγίδα και βέβαια να διασφαλίσει πως θα διακοπεί η συνεχής αναπαραγωγή τους. Αν, για παράδειγμα λέμε, είσαι μια χώρα παγιδευμένη, οφείλεις να δεις στο πλαίσιο της παγίδας σου, την αδυναμία σου -ως χώρα της περιφέρειας του καπιταλισμού- να αναπτυχθείς αυτόκεντρα και αυτοδύναμα.
Να αναρωτηθείς –πάλι για παράδειγμα- πως γίνεται σε εκατόν ογδόντα τόσα χρόνια «εθνικής βίας-βίου» και δεν απέκτησες σιδηροδρομικό δίκτυο–απαραίτητο προαπαιτούμενο της αναπτυξιακής συγκρότησης- ενώ απέκτησες πανάκριβους μπομπολό-δρομους για να τρέχουν ιλιγγιωδώς γερμανικά αυτοκίνητα;
Στο ίδιο βήμα, πριν βιαστεί κανείς να πάει παρακάτω, πρέπει επίσης να αναρωτηθεί πως γίνεται και δεν απέκτησε καν μια αστική τάξη της προκοπής, αλλά του κατσικώθηκε στον «εθνικό τράχηλο» -που ζυγό δεν υπομένει- ένας ζυγός κατσαπλιάδων μεταπρατών, διασωληνωμένων στο σώμα της οικονομίας ως παρασιτική απόφυση της δυτικής αποικιοκρατίας.
Επίσης, στο ίδιο βήμα, πρέπει να σκεφτεί το θύμα, η εύθραυστη πεταλούδα που κινείται προς την λαμπερή φλόγα, ότι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι ανόητο να προσδοκεί ότι οι «ξένοι οίκοι» θα είναι υποστηρικτικοί στην πιθανή προσπάθεια του να ξεμπερδεύει με τις ντόπιες αντιπροσωπείες τους. Το παράσιτο που ξενίζεται στο ελληνικό σώμα, στους έξω προστάτες παροχετεύει τα κέρδη του. Η φλόγα, που τόσο ελκύει με τα λαμπρά της φώτα τη μικρή πεταλουδίτσα, πυροδοτείται απ’ τα ίδια τα φτερά της.
Δεν θα ήταν λιγότερο σημαντικό, κάπου εδώ, να αναγνωρίσει επίσης το άτυχο θύμα, ότι η παγίδα ενεργοποιείται παράλληλα με έναν αυτοκαστροφικό συναισθηματικό κύκλο. Φόβος, λύπη, θυμός. Η πεταλούδα που φοβάται, η πεταλούδα που λυπάται, η πεταλούδα που θυμώνει, η πεταλούδα που τελικά τα «κάνει πουτάνα» και σπάει τα μούτρα της…και τα φτερά της. Κρίμα ρε συ, πεταλούδα. Κρίμα τα φτερά και τα πετάγματα…
Καταλαβαίνει κανείς, αν δεν είναι πεταλούδα, ότι η αναγνώριση αυτού του φαύλου κύκλου, που μερικές φορές φτάνει στον παραλογισμό να χρησιμοποιεί το ευρωπαϊκό ζητούμενο για ντόπιο μέσο απόδειξης, είναι μια δύσκολη κατάσταση. Πώς να αποδεχτεί –για παράδειγμα- μια φανταχτερή πεταλούδα, ότι οι λάτρεις και συλλέκτες της, τη λογαριάζουν για λευκό Κινέζο εργάτη; Και πώς να αναγνωρίσει σε ποιο σημείο του κύκλου βρίσκεται, για να κάνει τα κουμάντα της; Θέλει λίγη περίσκεψη και μπόλικη αιδώ το πράγμα. Θέλει και κάμποσα λίτρα αυτοσυνειδησίας, εαυτο-εξάρτησης και αυτοπεποίθησης. Να μπορεί να υπάρξει και από μόνη της η πεταλούδα, αν με εννοείς. Αλλά, είναι τα λίτρα, η κατάλληλη μεζούρα για τέτοια μεγέθη;
Σε ένα επόμενο βήμα, η παγιδευμένη μας πεταλούδα οφείλει να ψαχτεί λίγο να δει, αν στη συμπεριφορά της, στο τρόπο σκέψης και δράσης της, υπάρχουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Πόσες φορές το έχουμε δει αυτό το έργο, πρέπει να πει. Τι δεν πήγε καλά τις προηγούμενες φορές; Γιατί αυτή η φλόγα που μας καλεί να πυρπολυθούμε μας μοιάζει τόσο ελκυστική, που δεν λέμε να ξεκολλήσουμε από δίπλα της; Αν η πεταλούδα μας ήταν μια τυχαία γκόμενα, θα μπορούσε ακόμη να σκεφτεί, πώς γίνεται ρε παιδί μου να διαλέγω πάντα γκόμενους που είναι έτοιμοι να μ’ εγκαταλείψουν, αν δεν συμμορφώνομαι στις υποδείξεις τους;
Το τέταρτο βήμα, αν μέτρησα σωστά τη σειρά, είναι να αποφύγει η πεταλούδα μας τις φλόγες, όπως η γκόμενα του παραδείγματος θα έπρεπε να αποφύγει τους επιπόλαιους, ασταθείς ή αμφίθυμους συντρόφους, όσο και αν αυτοί το «έπαιζαν μούρη», όσο κι αν αυτοί την προσέλκυαν πολύ έντονα. Όσο κι αν αυτοί βάφτιζαν την παγίδα, αλληλεγγύη.
Αν, για παράδειγμα και πάλι, είσαι ευρωπαϊκή χώρα, δεν αφήνεις να σε παραμυθιάζουν για το επιτυχημένο μοντέλο της Ευρώπης, όπου το 2020 η κατάθλιψη θα είναι η πρώτη αιτία θανάτου, ούτε για το σαξές στόρυ της Πορτογαλίας, στην οποία η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας στο πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων που επέβαλε η τρόικα είναι πλέον ολοσχερής. Της ίδιας χώρας «πρότυπο», στην οποία το χρέος ανέρχεται στο 131% του ΑΕΠ, παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία αύξησε τεχνητά το ΑΕΠ συμπεριλαμβάνοντας τον τζίρο των παράνομων δραστηριοτήτων (ναρκωτικά, λαθρεμπόριο και πορνεία), όπως άλλωστε συνέβη και με την Ιταλία και την Ιρλανδία. Εν ολίγοις, ποιό ΑΕΠ, ποιοί δείκτες και ποιά οικονομική επιστήμη; Εδώ οι άνθρωποι πάνε, υπαρξιακά, «με τα χίλια» πάνω στον τοίχο της Ιστορίας. Γιατί πρέπει να τρέξουμε να τους προλάβουμε;
Κατόπιν όλων αυτών, το θύμα πρέπει αθόρυβα να προετοιμάζεται για τον απεγκλωβισμό. Δεν είναι ανάγκη να τρίβεις το αντιπαραγωγικό ράμφος σου δίπλα στη φλόγα που σε απειλεί. Πρέπει να επιχειρήσεις την άμεση και ταχύτατη ανασυγκρότηση του ράμφους σου, απαλλαγμένος από την ψευδαίσθηση ότι οι πυροδότες της παγίδας θα σε βοηθήσουν να βγεις απ’ αυτήν. Και προφανώς, εδώ χωράνε και δόλιοι χειρισμοί, γιατί με βάση την παράδοση των αετών, δεν είναι καθόλου δόλιο να ξεγελάσει κανείς έναν δόλιο. Εδώ, χωράνε και τακτικοί συμβιβασμοί και τακτικές αναδιπλώσεις και ό,τι άλλο τακτικό ή άτακτο σκεφτεί το θύμα. Αλλά, κάπου εδώ, υπάρχει ένα γιγάντιο «αλλά». Ότι όλες αυτές οι τακτικές κινήσεις, οφείλουν να είναι ενταγμένες σε μια ενιαία στρατηγική. Τη στρατηγική του απεγκλωβισμού από την παγίδα του χρέους, αν με εννοείς…Αλλιώς, «πας σφαίρα» προς τη φλόγα, δια μιαν εισέτι φορά, που λένε και οι γραμματιζούμενοι.
Κάπου εδώ ξαναγυρνάμε στο πρώτο βήμα της διαδικασίας απεγκλωβισμού. Είναι το χρέος, μια δυτικο-ευρωπαϊκή παγίδα που επιδιώκει να διαιωνίσει -με τους χειρότερους, για τις δυνάμεις της εργασίας, όρους – τη χρόνια αποικιοκρατική εξάρτηση της χώρας, ή όχι; Μπορεί να το δει αυτό η πεταλούδα, ή θα συνεχίσει να παραμυθιάζεται με τα φώτα; Και επιτέλους, μπορεί να ξεκινήσει το ταξίδι της Λαϊκής αναγέννησης του αετού; Μπορεί μια καημένη, καταχρεωμένη πεταλούδα να γίνει αετός που δεν κωλώνει να τρίψει στα ίδια του τα μούτρα τις ψευδαισθήσεις του και να αναγεννηθεί; Κρίμα δεν είναι, ρε συ, να καίμε τσάμπα τα φτερά μας τόσα χρόνια;
To άρθρο στολίζει το έργο «Αητός στα βράχια» παραδοσιακής Ιαπωνικής ζωγραφικής σε παραβάν.