Και ξαφνικά μια μέρα, μια ωραία μέρα, δεν έχεις τι να πεις. Νιώθεις ότι βουβαίνεσαι ή ότι πρέπει με κάποιο τρόπο να βγάλεις το σκασμό. Είπες πολλά και στην πραγματικότητα οι λέξεις σου δεν καταφέρνουν να κινητοποιήσουν ούτε εσένα τον ίδιο. Είναι λες και οι λέξεις έχασαν την πανάρχαια δύναμη τους να αφυπνίζουν τους νεκρούς. Τσιμουδιά λοιπόν. Σαν ένας ερωτευμένος που ξαφνικά σταματά να είναι. Παύει να είναι. Δεν είναι πια. Όχι μόνο ερωτευμένος, αλλά δεν «είναι» καν.
Πώς αλλιώς, με ποιά άλλη αλληγορία να μιλήσει κανείς για την απώλεια του τόπου; Ποιός άλλος έρωτας, παρά ο έρωτας στο χώμα που πατάς, μπορεί να συμβολίσει το χάσιμο του τόπου; Και τι να κάνει κανείς αν του τραβήξουν το χώμα κάτω απ’ τα πόδια; Και πώς να γιατροπορευτεί ετούτη η απώλεια; Να κάνει κανείς τάχα μου ότι δεν τρέχει τίποτα; Να βγεί στο προαύλιο της Βουλής να ζητωκραυγάζει για το χώμα της Ευρώπης; Να πει πως το δικό του χώμα είναι λασπερό και ανοργάνωτο; Να παριστάνει κι αυτός ότι το χώμα ετούτο θέλει μεταρρύθμιση; Να γυρέψει να το κάνει πιο «τσιμεντί»; Να παραπονεθεί για τα παπούτσια του που βρωμίστηκαν;
Μα άλλο είναι το βαρύ ερώτημα: πως να μιλήσεις για το χώμα σ΄αυτούς που κόπτονται για την απουσία της ασφάλτου;
Έτσι σιωπάς. Γι΄ αυτό σιωπάς.
Να φύγω, λες. Να πάω σ’ άλλη γη. Να ξεφορτώσω απ’ την ψυχή μου ετούτο το βάρος του χώματος. Να γενώ πρώτα Ευρωπαίος και αν χρειαστεί, που και που, να νοσταλγώ –σαν σε μελό ταινία- το ότι είμαι Έλληνας.
Να τα μουτζώσω όλα. Να μην γυρίσω ούτε να κοιτάξω πίσω μου, μην τύχει και το φως του χώματος ετούτου με κάνει στήλη άλατος.
Να ξέρω καλύτερα τι αρνιέμαι, παρά τι ξεκινάω για να βρω.
Να πάψει, τέλος πάντων, το χώμα αυτού του τόπου να μου λερώνει τα παπούτσια. Να βάλω κι εγώ, μια φορά, γυαλιστερά σκαρπίνια. Κι ας με κόβουνε καμπόσο. Να γυαλίζουνε, μονάχα, σαν τα ευρωπαϊκά.
Μα που ξανακούστηκε παπούτσια να γυαλίζουνε έτσι που να φωτίσουν την ψυχή, αναρωτιέσαι. «Καλύτερα, καλύτερα», ουρλιάζει ο μικρός άνθρωπος μέσα σου. «Αι στο διάολο για τόπος» πικρίζει το στόμα σου. Να φύγεις ρε, να πας στις λεωφόρους που καμιά φτώχεια, κανένα έλλειμμα και καμιά ανοργανωσιά, δεν θα σου λερώσει ξανά τα παπούτσια. Να πας εκεί που οι άνθρωποι είναι απρόσωποι, αλλά τουλάχιστον είναι ευγενείς. Να πας εκεί που δεν σε ποδοπατούν στην ουρά, εκεί που είναι όλοι με το «σεις» και με το «σας». Να πάει στο διάολο.
Γι’ αυτό δεν μιλάς. Έχεις ακόμη στον ουρανίσκο τη γεύση από το χώμα που έφαγες. Και το μούτρο σου έχει ακόμη τα σημάδια απ’ τη λάσπη.
Κάπως έτσι, μια μέρα, μια ωραία μέρα, φτάνεις σε απόγνωση. Θες μονάχα «να την κάνεις», λες και ο αρχαίος πρόσφυγας μέσα σου είναι ο μόνος οδηγός. Τόσοι άλλοι πριν από σένα, τόσοι άλλοι που θα ακολουθήσουν ακόμη. Γι’ αυτό δεν μιλάς. Βρήκες στο σάλιο σου χώμα, όπως άλλοι βρίσκουν στο κρασί τους νερό ή στάχτη.
Και τότε, πιάνεις στο πράσα τον εαυτό σου να χαζεύει το φως, αυτό το λίγο πριν σκοτεινιάσει. Τι τόπος ρε μάγκα μου, ψιθυρίζει το εντός σου. Εσύ τσιμουδιά. Ένας άγνωστος σου δίνει, συνομωτικά, ένα εισιτήριο του μετρό. Τι άνθρωποι ρε μάγκα μου! Ένας σκύλος σε κοιτάει με απορία. Μια νερατζιά σου πετάει ένα νεράτζι, σαν πιτσιρικάς που σε κράζει. Κι ύστερα η φωτογραφία ενός πεθαμένου σε κοιτά με μιαν απόσταση. Ξέρεις τι είναι να σε κρατάνε σε απόσταση οι νεκροί; Δεν έχεις ιδέα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχεις ιδέα, τι είναι να σε κρατάνε σε απόσταση οι νεκροί.
Μυξοκλαίς, μπροστά τα εικονίσματα των νεκρών. Κάνεις τον καμπόσο στις επικλήσεις τους. «Μη μας αφήνεις ρε κι εσύ. Για το Θεό μη μας αφήνεις».
Μα εσύ τους κρατάς μούτρα, θυμώνεις που τόσα χρόνια δεν φτιάξανε χώμα εφάμιλλο των καλυτέρων ευρωπαϊκών. Πήγαν και πεθάνανε τσάμπα, σ’ ένα ράντζο ενός άθλιου νοσοκομείου. Τόση ζωή ξοδεμένη για ένα βρωμισμένο χώμα.
Τις νύχτες τα «θέλω» των ανθρώπων του καιρού μας, θεριεύουν, τσιρίζουν σαν παρατημένες γκόμενες, σιχτιρίζουν τα «πρέπει», γυρεύουν να μας αφήσουν μονάχα το άψυχο σαρκίο. Να μην πονάμε στην εγκατάλειψη.
Βρίζεις τους πεθαμένους που σε κοιτούν μ’ αυτό το παρακλητικό βλέμμα. Κλείνεις τα αυτιά να μην ακούσεις το λυγμό τους «Πού μας αφήνεις μωρέ κι συ;»
Κι όλη ετούτη η βαθιά γνώση, ξεχύνεται σαν από-γνωση να σε πλημμυρίζει.
Μετράς τις μέρες, τον καιρό, ανάποδα, σαν μια εκτόξευση προς εκεί που το χώμα είναι –όσο και να το πεις- κατά τι πιο μονδέρνο.
Όταν χτυπά το τηλέφωνο, μια φράση έχει καρφωθεί στα καλογυαλισμένα παπούτσια που ετοιμάζεις να φορέσεις στον ξένο τόπο.
«Ουδέν ισχυρότερον της απογνώσεως, ότι αύτη ού γιγνώσκει ηττηθήναι υπό τινός».
Τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από την απόγνωση, γιατί αυτήν κανείς δεν μπορεί να την νικήσει.
«Είμαι εδώ, για σένα, ρε σύντροφε» ακούς…και η λέξη ξαναβρίσκει το μεδούλι της.
Είμαι εδώ κι εγώ, σύντροφοι, για σας και δεν έχω να πάω πουθενά. Τα πόδια μου βγάλανε ρίζες σ’ αυτό το χώμα και αγγίζουν τα κόκκαλα της μάνας μου. Είναι τα δάκρυα της που νοτίζουνε το χώμα. Εκεί η άρδευση της ψυχής εκεί και ο έρωτας για τον τόπο.
Κι αν είναι να το πω πιο λιανά, αυτό το νοτισμένο χώμα χρωστάμε στους πεθαμένους μας να μην το διαπραγματευτούμε…όσο κι αν λερωθούνε τα παπούτσια μας.
Το άρθρο στολίζει λεπτομέρεια από τον πίνακα του βαν Γκογκ “Στις πύλες της αιωνιότητας”.