Του Γιάνη Βαρουφάκη
Μετά την εμφάνιση της ύφεσης που ακολούθησε τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι διαμορφωτές της κινεζικής πολιτικής ξόδεψαν επτά χρόνια αντικαθιστώντας τη μειωμένη ζήτηση των εξαγωγών της χώρας με μία εγχώρια επενδυτική φούσκα, υπερβολικά ενισχυμένη από τις επιθετικές πωλήσεις γης της τοπικής κυβέρνησης. Και όταν η ώρα του λογαριασμού έφτασε το φετινό καλοκαίρι, οι ηγέτες της Κίνας ξόδεψαν 200 δισ. δολάρια από σκληρά κατακτημένα συναλλαγματικά αποθέματα προσπαθώντας μάταια να σταματήσουν το κύμα μίας κατάρρευσης της χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Συγκριτικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο, οι προσπάθειες της κινεζικής κυβέρνησης να διορθώσει τα λάθη της – με το να αφήσει τελικά τα επιτόκια και τις χρηματιστηριακές αξίες να διολισθήσουν – μοιάζει με υπόδειγμα ταχύτητας και αποτελεσματικότητας. Πράγματι, το αποτυχημένο ελληνικό “μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθεροποίησης” και ο τρόπος με τον οποίο οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν αγκιστρωθεί σε αυτό παρά τα πέντε χρόνια αποδείξεων ότι το πρόγραμμα δεν είναι δυνατό να επιτύχει, αποδεικνύει μία ευρύτερη αποτυχία της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, με βαθιές ιστορικές ρίζες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η τραυματική κατάρρευση του Ευρωπαϊκού Μηχανισµού Συναλλαγµατικών Ισοτιµιών το μόνο που έκανε ήταν να ενισχύσει την απόφαση των ηγετών της Ε.Ε. να τον στηρίξουν περισσότερο. Όσο περισσότερο ο μηχανισμός εμφανιζόταν μη βιώσιμος, τόσο πιο πεισματικά οι αξιωματούχοι επέμεναν σε αυτόν – και τόσο πιο αισιόδοξες γίνονταν οι εκτιμήσεις τους. Το ελληνικό “πρόγραμμα” είναι μία ακόμα ενσάρκωση αυτής της ρόδινης αδράνειας της Ευρώπης.
Τα τελευταία πέντε χρόνια οικονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη μετετράπησαν σε μία αξιοσημείωτη κωμωδία λαθών. Η λίστα των σφαλμάτων είναι σχεδόν ατέλειωτη:
Αυξήσεις των βασικών επιτοκίων χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον Ιούλιο του 2008 και ξανά τον Απρίλιο του 2011. Επιβολή της σκληρότερης λίτότητας στις οικονομίας που αντιμετώπιζαν τη χειρότερη ύφεση. Αυταρχικές αποφάσεις που μεταφέρουν τα οικονομικά προβλήματα μίας χώρας σε άλλες, μέσω ανταγωνιστικών εσωτερικών υποτιμήσεων. Και μία τραπεζική ένωση που δεν διαθέτει ένα κατάλληλο σύστημα διασφάλισης των καταθέσεων.
Πώς γινεται οι Ευρωπαίοι διαμορφωτές πολιτικής να μη λογοδοτούν για όλα αυτα; Έτσι κι αλλιώς η πολιτική τους ατιμωρησία έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με τις ΗΠΑ, όπου οι αξιωματούχοι είναι τουλάχιστον υπόλογοι στο Κονγκέσο, αλλά και στην Κίνα, παρά το γεγονός ότι κάποιος θα μπορούσε να νομίζει το αντίθετο. Το γιατί συμβαίνει αυτό εξηγείται από την κατακερματισμένη και σκόπιμα ανεπίσημη φύση της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης.
Οι Κινέζοι αξιωματούχοι μπορεί να μην είναι υπόλογοι σε ένα δημοκρατικά εκλεγμένο Κοινοβούλιο ή Κονγκρέσο, ωστόσο τα μέλη της κυβέρνησης έχουν ένα ενιαίο σώμα – την επταμελή μόνιμη επιτροπή του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος (Politburo) – στο οποίο πρέπει να λογοδοτούν για τα λάθη τους. Η Ευρωζώνη, από την άλλη πλευρά, κυβερνάται από ένα επίσημα ανεπίσημο Eurogroup, το οποίο περιέχει τους υπουργούς Οικονομικών των κρατών – μελών, συν αντιπροσώπους της ΕΚΤ και όταν συζητούνται “οικονομικά προγράμματα στα οποία εμπλέκεται”, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Μόνο πολύ πρόσφατα, ως αποτέλεσμα των πυρετωδών διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους πιστωτές της, οι πολίτες της Ευρώπης κατάλαβαν ότι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, η Ευρωζώνη, κυβερνάται από ένα σώμα χωρίς γραπτούς κανόνες διαδικασιών, συζητάει κρίσιμα θέματα “απόρρητα” και δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε κανένα δημοκρατικά εκλεγμένο σώμα, ούτε καν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τη σύγκρουση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του Eurogroup ως μία μάχη μεταξύ της ελληνικής Αριστεράς και του ευρωπαϊκού συντηρητικού κατεστημένου. Η δικιά μας “Αθηναϊκή Άνοιξη” ήταν για να αποδείξουμε κάτι βαθύτερο: το δικαίωμα σε μία μικρή ευρωπαϊκή χώρα να αμφισβητήσει μία αποτυχημένη πολιτική που κατέστρεφε τις προοπτικές μίας ολόκληρης γενιάς (ή δύο), όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλα μέρη της Ευρώπης επίσης.
Η “Αθηναϊκή Άνοιξη” θρυμματίστηκε για λόγους που δεν είχαν να κάνουν με τις αριστερές πολιτικές της ελληνικής κυβέρνησης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέρριψε και δυσφήμισε πολιτικές κοινής λογικής τη μία μετά την άλλη.
Το βασικότερο παράδειγμα είναι οι θέσεις των δύο πλευρών στη φορολογική πολιτική. Ως υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας πρότεινα μείωση του ΦΠΑ, του φόρου εισοδήματος και του φόρου επιχειρήσεων, με σκοπό να διευρύνω τη φορολογική βάση, να αυξήσω τα εισοδήματα και να δώσω στην κατεστραμμένη ελληνική οικονομία μία ώθηση. Κανένας υποστηρικτής του Ρόναλντ Ρίγκαν δεν θα διαφωνούσε με το σχέδιο μου, Η Ε.Ε., αντίθετα, ζήτησε – και επέβαλε – αυξήσεις και στους τρεις συντελεστές.
Οπότε, αν η πάλη της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους πιστωτές της δεν ήταν μόνο μία μάχη Αριστεράς – Δεξιάς, τι ήταν; Ο Αμερικανός οικονομολόγος Clarence Ayres έγραψε κάποτε, σαν να περιέγραφε τους Ευρωπαίους αξιωματούχους: “Ασχολούνται με την πραγματικότητα σε τελετουργικό επίπεδο, αλλά το κάνουν αυτό μόνο για την επικύρωση του καθεστώτος και όχι για να επιτύχουν κάποιο τεχνολογικό αποτέλεσμα.” Και μένουν στο απυρόβλητο γιατί οι διαμορφωτές πολιτικής της Ευρωζώνης δεν είναι υποχρεωμένοι να απαντήσουν σε κανένα δημοκρατικά κυρίαρχο σώμα.
Αποτελεί υποχρέωση όλων όσων επιθυμούμε να βελτιώσουμε την αποτελεσματικότητα της Ευρωζώνης και να μειώσουμε τις χοντρές αδικίες της, να εργαστούμε προς την επαναπολιτικοποίηση της Ευρωζώνης, ως πρώτο βήμα για την εκδημοκράτιση της. Τελικά, δεν αξίζει στην Ευρώπη μία κυβέρνηση που τουλάχιστον είναι περισσότερο υπόλογη από αυτήν της κομμουνιστικής Κίνας;
Το άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη αναδημοσιεύεται στα ελληνικά από το project-syndicate.org, επίσημο συνεργάτη του ThePressProject