Η υπόθεση που έρχεται ενώπιον του δικαστηρίου αφορά την ψηφιοποίηση των κέντρων του ΟΤΕ και έχει προγραμματιστεί να ξεκινήσει στο ακροατήριο Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.
Καλούνται να λογοδοτήσουν 64 κατηγορούμενοι, που αντιμετωπίζουν βαριές κατηγορίες, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις επισύρουν ποινές ισόβιας κάθειρξης.
Η ψηφιοποίηση των κέντρων του ΟΤΕ χαρακτηρίζεται ως η πιο μεγάλη περίπτωση διαφθοράς, με τεράστια ποσά που φαίνεται να διακινήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Δεν έχουν λάβει μετάφραση οι Γερμανοί
Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο αν η δίκη θα προχωρήσει, καθώς τίθενται ήδη σοβαρά τεχνικά, αλλά και νομικά ζητήματα που απειλούν την εξέλιξή της. Τόσο ο χώρος διεξαγωγής, όσο και το ζήτημα των «γερμανών κατηγορούμενων» προς τους οποίους δεν έχει δοθεί επίσημη μετάφραση για το κατηγορητήριο που καλούνται να αντικρούσουν, αποτελούν ζητήματα που απειλούν να τινάξουν τη διαδικασία στον αέρα.
Μέχρι στιγμής οι προσπάθειες από την πλευρά των 15 γερμανών υπηκόων να λάβουν επίσημη μετάφραση των χιλιάδων σελίδων με τα στοιχεία της δικογραφίας δεν ευοδώθηκε λόγω κόστους, γεγονός που εκτιμάται πως δημιουργεί σοβαρά θέματα ακυρότητας.
Σύμβουλος πρωθυπουργού και στελέχη
Μεταξύ των κατηγορουμένων, είναι ο άλλοτε σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, Θόδωρος Τσουκάτος, τα πρώην στελέχη της Siemens Ηλίας Γεωργίου και Πρόδρομος Μαυρίδης, καθώς και οι καταζητούμενοι, πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρείας, Μιχάλης Χριστοφοράκος και Χρήστος Καραβέλας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, τα ποσά που αποτέλεσαν «ωφέλιμες πληρωμές» -όπως στελέχη της πολυεθνικής εταιρείας αποκαλούσαν τις «μίζες»- εκτιμάται ότι αγγίζουν τα 70 εκατ. ευρώ, ποσό που πλέον υπολογίζεται ως ζημιά που υπέστη το ελληνικό Δημόσιο, καθώς τα παράνομα χρήματα μετακυλήθηκαν στο κόστος για την υλοποίηση του έργου.
Παγκόσμιες διαστάσεις
Το «σκάνδαλο των μαύρων ταμείων της Siemens» θεωρείται ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο διαφθοράς, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως και έχει διερευνηθεί σε πολλές χώρες.
Είναι χαρακτηριστικό πως η αμερικανική Δικαιοσύνη εκτιμά ότι από το 2001, οπότε η Siemens εισήχθη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, έως το 2007 πληρώθηκαν 54,5 εκατ. δολ. για άγνωστους σκοπούς, 341 εκατ. δο. σε συμβούλους επιχειρήσεων, για άγνωστους ή αναιτιολόγητους λόγους και περίπου 800 εκατ. δολ. κατευθύνθηκαν σε δωροδοκίες σε αξιωματούχους χωρών.