Στους ρυθμούς του μηνύματος του επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννη Στουρνάρα, για συναίνεση στην εφαρμογή των μνημονίων κινείται από σήμερα το πολιτικό σκηνικό. Οι βασικές πολιτικές δυνάμεις προσπαθούν να «χρωματίσουν» με τον δικό τους τρόπο, την ξεκάθαρη απαίτηση των δανειστών, που εκφράστηκε μέσω του αντιπροσώπου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Ελλάδα, για διακομματική εγγύηση εφαρμογής του μνημονίου.
Ο Γ.Στουρνάρας δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για τις εξελίξεις που είχαμε τον Ιούλιο και την υπογραφή του 3ου μνημονίου σημειώνοντας ότι «η παρούσα κυβέρνηση έχει πλέον επιλέξει το δρόμο της συνεργασίας και της συνεννόησης με τους εταίρους και έχει απορρίψει την εκδοχή της ρήξης». Ξεκαθάρισε ταυτόχρονα πως «έτσι, εκ των πραγμάτων, μια ισχυρή διακομματική βάση με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, η οποία είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να εγγυηθεί τη συνέχεια στην εφαρμογή της συμφωνίας και να συμβάλει στην πολιτική σταθερότητα, που είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του προγράμματος».
Η συγκεκριμένη έκκληση προφανώς εκλαμβάνεται ως ένταση της πίεσης τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την «φιλοευρωπαϊκή» αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση αισθάνεται στον λαιμό της την «ανάσα» των δανειστών που δια στόματος Στουρνάρα για την αναγκαιότητα ψήφισης και εφαρμογής του μνημονίου ακόμη και αν απαιτηθούν κοινοβουλευτικές «διευρύνσεις», στην ανάγκη ακόμη και «οικουμενικά» σχήματα. Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ γιατί πιέζονται να ψηφίσουν και σε μορφή …κυβερνητικών νομοσχεδίων όσα ψήφισαν τον Αύγουστο σε μορφή συμφωνίας με τους δανειστές.
Άμεση ήταν η αντίδραση στο θέμα της συναίνεσης από τον πρόεδρο της Βουλής, Νίκου Βούτση. Ξεκαθάρισε ότι «υπάρχει πεδίο συνεννόησης -και εννοώ ευρύτατης συνεννόησης -με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις σε διάφορα θέματα; Βεβαίως και υπάρχει». Μάλιστα εκτίμησε ότι υπάρχουν συγκλίσεις στο προσφυγικό ενώ ζήτησε συγκεκριμένα πράγματα για ασφαλιστικό και εργασιακά.
Ειδικά για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης επισήμανε ότι πρέπει «να γίνει μία ευρύτατη συζήτηση με ποιον κουμπαρά θα μπορέσει τις πραγματικές αδυναμίες στην κεφαλαιοποίηση που προήλθαν μέσα από τις αιτίες που έχουν αναλυθεί και για τις οποίες φταίτε, φταίμε –δεν μπαίνω σε αυτή τη συζήτηση- και όμως δεν κάνετε μία γόνιμη συζήτηση πάνω σε αυτό. Γιατί δεν μπαίνετε σε αυτή τη συζήτηση; Τι περιμένετε ακριβώς; Να πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ και να έρθει η Νέα Δημοκρατία; ‘Αστα να πάνε στο διάολο».
Μάλιστα αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε στελέχη της Ν.Δ επισημαίνοντας πως «στην ομιλία του ο κ. Δένδιας πραγματικά είπε για το Ασφαλιστικό να φτιάξουμε έναν κουμπαρά σε σχέση με τη δημόσια περιουσία και την αξιοποίησή της και το έβαλε στη συζήτηση. Και επαναλαμβάνω, ότι χρειάζεται αυτό να το εξάρει κανείς».
Σχετικά με τα εργασιακά ο Νίκος Βούτσης είπε ότι «μπορεί να γίνει μία συμφωνία, ένα αρραγές μέτωπο για να ξανάρθουν οι συλλογικές συμβάσεις και όλα τα συμπαρομαρτούντα και να υπάρξει και άμυνα και να γίνουν και διορθωτικά βήματα σε σχέση με το μείζον θέμα των εργασιακών σχέσεων».
Υπέρ της συναίνεσης αλλά όχι με τους όρους του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίστηκε ο Ευάγγελος Βενιζέλος που προέκυψε μάλιστα και υπερασπιστής της ενότητας της … Νέας Δημοκρατίας αποδυκνείοντας πως δεν ξεχνά τις παλιές φιλίες.
Μιλώντας στην Βουλή υποστήριξε ότι «η κυβέρνηση δε ζητά συναίνεση σε μεταρρυθμίσεις, αλλά να πούμε όλοι μαζί ψέματα στο λαό, ότι δε θέλουμε μείωση συντάξεων και μετά να πούμε τι να κάνουμε δεν τα καταφέραμε». Πρόσθεσε πως «η κυβέρνηση τρέφεται από την κατάσταση της αντιπολίτευσης» μιλώντας για «χυδαία προσπάθεια να παρέμβει στα εσωτερικά των κομμάτων, με αφορμή και τη διαδοχή στη ΝΔ». Όπως είπε «στο ΠΑΣΟΚ είναι εύκολα τα πράγματα, για όλα φταίω εγώ.Στη ΝΔ η κυβέρνηση παίζει το παιχνίδι ο καλός Καραμανλής και ο κακός Σαμαράς». Εγκάλεσε μάλιστα τον Π.Καμμένο ότι επιδιώκει αποστασία βουλευτών από την Νέα Δημοκρατία.
Όσο για το Ποτάμι σαφέστατος ήταν ο κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος, Χάρης Θεοχάρης αναφέροντας – με αφορμή το προσφυγικό- ότι «αν θέλετε συναίνεση για να διαπραγματευτείτε, ορίστε: Συνέλθετε και μη διανοηθείτε να απομονώσετε τη χώρα μας και τους Έλληνες πολίτες». ‘Ασκησε κριτική δηλαδή, ζητώντας ακόμη μεγαλύτερη …ταχύτητα στην προσαρμογή όσων κατά καιρούς απαιτούν οι δανειστές και οι ευρωπαίοι «εταίροι».