Η ανακοίνωση που εξεδόθη την Δευτέρα από την Ένωση Εισαγγελέων εξέφραζε διαφωνίες για την τροπολογία που ήρθε στη Βουλή με το Σύμφωνο συμβίωσης και επιτρέπει την αξιοποίηση υλικού που μπορεί να έχει ληφθεί ακόμη και με παράνομο τρόπο και στην ουσία αφορά τις λίστες της φοροδιαφυγής.
Η ανακοίνωση της Ένωσης ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Με το άρθρο 65 Ν 4356/2015 («Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές κ. ά διατάξεις») –το οποίο, μάλιστα προήλθε από τροπολογία μη υποβληθείσα σε δημόσια διαβούλευση-, εισήχθη παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ, ώστε για ορισμένες κατηγορίες κακουργημάτων (αρμοδιότητας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς), εφεξής να επιτρέπεται κατ’ αρχήν η αποδεικτική αξιοποίηση στοιχείων που έχουν συλλεγεί με μη νόμιμο τρόπο.
Με τη διάταξη αυτή, κατ’ ουσίαν επανέρχεται εν μέρει σε ισχύ η διάταξη ως είχε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 10 Ν 3674/2008. Ο νόμος εκείνος επιχείρησε τότε να ευθυγραμμίσει τη διάταξη του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ με τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΕ, με αφορμή την εκ νέου τροποποίηση της διάταξης αυτής, εκφράζει τις επιφυλάξεις του, ιδίως διότι :
(α) Η τροποποίηση αφορά και πάλι σε βασική διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί το έργο της ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής αναθεώρησης του ΚΠΔ και παρά το αίτημα που η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος –και άλλοι επιστημονικοί φορείς- έχουν πλειστάκις υποβάλλει, να μην τροποποιούνται τα κείμενα των Κωδίκων με άσχετα νομοθετήματα, χωρίς την απαιτούμενη συστηματική και δογματική επεξεργασία, καθώς οι εφαρμοστές του δικαίου αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις συχνές και ευκαιριακές τροποποιήσεις του νόμου, με συνέπεια να γεννάται σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου.
(β) Η νέα διάταξη δεν είναι εμφανές εάν και πώς συνάδει με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 19 § 3, σύμφωνα με την οποία «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού (απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας) και των άρθρων 9 (άσυλο κατοικίας) και 9 Α (προστασία προσωπικών δεδομένων)».
(γ) Η νέα διάταξη εισάγει, με τρόπο νομικά μη αποδεκτό, ειδική δικονομική αντιμετώπιση ορισμένων κατηγοριών εγκλημάτων και κατηγορουμένων, ώστε η μεταχείρισή τους, στο πεδίο της επί ίσοις όροις άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων να εγγράφεται ως ελεγχόμενη, όσον αφορά στη συμβατότητά της με βασικές δικαιοκρατικές παραμέτρους, όπως αυτές έχουν παγιωθεί από την εσωτερική νομολογία, αλλά και από εκείνη του ΕΔΔΑ.
(δ) Τέλος, η νέα διάταξη εξυπηρετεί τη διεκπεραίωση εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης και, επομένως, υπόκειται ευλόγως σε κριτική ως νομοθετική παρέμβαση ad rem. Συνακόλουθα, δεν αποφεύγει να δημιουργήσει την εντύπωση εργαλειακής χρησιμοποίησης της Δικαιοσύνης για την επίτευξη ορισμένης πολιτικής ή στόχου, που δεν είναι συμβατή με τους κανόνες καλής νομοθέτησης και σεβασμού των διακριτών ρόλων των πολιτειακών λειτουργιών.
Το ΔΣ της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος υπογραμμίζει την προσήλωση της εισαγγελικής αρχής στο στόχο της καταπολέμησης της διαφθοράς, πάντοτε εντός του συνταγματικού πλαισίου».
Εμφύλιος και παραιτήσεις
Με αφορμή την παραπάνω ανακοίνωση, την οποία υπογράφουν ο Πρόεδρος της Ένωσης, Κωνσταντίνος Τζαβέλλας και ο Γενικός Γραμματέας Δημήτριος Ζημιανίτης, πέντε από τα εννέα μέλη του Δ.Σ. υπέβαλαν την παραίτησή τους, διαφωνώντας με το περιεχόμενο και το γεγονός πως η ανακοίνωσης εξεδόθη ερήμην τους. Οι παραιτηθέντες είναι οι κ.κ. Πάρις Αδάμης, Γιώργος Νούλης, Γιάννης Παναγόπουλος, Μίνα Σωτηροπούλου και Αντώνης Παπαματθαίου.
Σκληρή απάντηση Παρασκευόπουλου-Παπαγγελόπουλου
Ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης και Διαφάνειας , αρμόδιος για θέματα διαφθοράς, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, απήντησε σε σκληρή γλώσσα στους υπογράφοντες την ανακοίνωση και πρώην συναδέλφους του:
«Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως υπάρχει Έλληνας Εισαγγελέας, που θα προτιμούσε να μειώνονται δραστικά μισθοί και συντάξεις και ο ελληνικός λαός να πληρώνει δυσβάσταχτους φόρους, αντί να πληρώνουν τους φόρους τους οι φοροφυγάδες και τις νόμιμες υποχρεώσεις τους οι διαπλεκόμενοι και οι κλέφτες του δημοσίου χρήματος.
Επίσης, αναρωτιέμαι αν η ανακοίνωση που υπογράφουν οι κκ Τζαβέλας και Ζημιανίτης, αναφέρεται σε συγκεκριμένη υπόθεση και ποια είναι αυτή.
Προς το παρόν…αυτά».
Στον ίδιο τόνο και η ανακοίνωση του υπουργού Δικαιοσύνης Νίκου Παρασκευόπουλου, ο οποίος ανέφερε:
«Σύμβολο της δικαιοσύνης είναι η ζυγαριά. Οι περισσότερες από τις κρίσεις της, αν όχι όλες, προϋποθέτουν σταθμίσεις συμφερόντων, αγαθών, αξιών. Στο επίκαιρο θέμα πρέπει να σταθμιστούν συνταγματικά κατοχυρωμένες αξίες: από τη μια το απόρρητο και τη προστασία προσωπικών δεδομένων, από την άλλη το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και ακροάσεως που ενέχει και το δικαίωμα του πολίτη να μπορεί να αποδεικνύει το δίκιο του. Ο ποινικός έλεγχος μιας μεγάλης εκτάσεως φοροδιαφυγής προφανώς και βαραίνει ως αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης, επειδή εξυπηρετεί τόσο το κοινωνικό όσο και το δημόσιο- δημοσιονομικό συμφέρον και μάλιστα σε μια εποχή όπου τα δημόσια οικονομικά δοκιμάζονται. Θυμίζω ότι οι κατάλογοι στοιχείων (λίστες) αφορούν αφενός χιλιάδες αναφερόμενους πολίτες, αφετέρου το σύνολο των φορολογουμένων πολιτών και το επίπεδο της διαβίωσής τους.
Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος 4356/2015 θεσπίζει συγκεκριμένα κριτήρια, που εγγυώνται την οφειλόμενη συνταγματική στάθμιση: κατά το νόμο το αποδεικτικό μέσον για να χρησιμοποιηθεί στη δίκη θα πρέπει να ήταν το μοναδικό, να μην αποκτήθηκε κατά τρόπο προσβλητικό της αξιοπρέπειας, ενώ και το έννομο όφελος από τη χρήση του να είναι αναλογικά υπέρτερο.
Ο νόμος 4356/2015 επομένως ούτε αστοχεί, ούτε προκρίνει , ούτε αντιβαίνει στο Σύνταγμα. Καλεί τη δικαιοσύνη να εκτελέσει την αποστολή της ζυγίζοντας ακριβώς τις συνταγματικές αξίες. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι η Ένωση Εισαγγελέων με την ανακοίνωσή της φαίνεται να τοποθετεί τη συνταγματική αξία της δικαστικής προστασίας σε δεύτερη μοίρα».