Του Κωνσταντίνου Πουλή

Εννοώ ότι η παράσταση απαρτίζεται από δύο μέρη,  δεν είναι μια παράσταση με θεατρικό συγγραφέα τον Ξηρό. Ο συγγραφέας του οποίου το έργο παρουσιάζεται στο πρώτο μέρος δεν είναι ο Ξηρός, αλλά κάποιος Αλμπέρ Καμύ. Η περίπτωσή του όμως δεν προξένησε κανένα δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, για ευνόητους λόγους. Σας ζητώ να κάνετε υπομονή για να εξηγήσω τι συμβαίνει στο έργο του Καμύ, που καταλαμβάνει τη μισή παράσταση αλλά αποσιωπήθηκε στις σχετικές συζητήσεις, και μετά θα πω και την άποψή μου για τον Ξηρό.
 
Αρχικά βλέπουμε τους Δίκαιους του Καμύ και παρακολουθούμε όλον τον προβληματισμό του εναντίον της τρομοκρατίας. Το πρώτο ερώτημα που θέτει η παράσταση λοιπόν είναι τι άνθρωπος πρέπει να γίνεις προκειμένου να πράξεις αυτό που θέλεις. Αυτό σημαίνει η φράση του Καλιάγεφ από τους Δίκαιους, «Μας έχουν κάνει δολοφόνους».  Η Ντόρα τον προειδοποιεί ότι μπορεί ο Μέγας Δούκας να έχει πονετικά μάτια, ένα μικρό κόψιμο στο μάγουλο από το ξυράφι, διότι «ένας άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος». Ο τρομοκράτης προκειμένου να πείσει τους άλλους και τον εαυτό του λέει «Δεν σκοτώνω το μεγάλο δούκα. Σκοτώνω τον  δεσποτισμό». Έτσι και ο δικός μας, ο Δημήτρης Μάτσαλης, πατρινός αναρχικός του 1890, παίρνει ένα μαχαίρι και σφάζει δύο τραπεζίτες. Όταν τον ρωτούν αν τους ήξερε απαντά «εκτύπησα το κεφάλαιο, όχι τα άτομα!» «Τους εγνώριζες;» «Όχι, σε τέτοιους γαϊδάρους, ληστάρχους, δεν έδωκα ποτέ μου προσοχήν. Και τούτο διότι εξεπροσώπουν το κεφάλαιο. Ως οικογενειάρχας, τους ελυπήθην πολύ». 
 
Ο τρομοκράτης πλανάται. Μπορεί μόνο να σκοτώσει έναν άνθρωπο. Και, αν σκοτώνεις έναν άνθρωπο και όχι έναν θεσμό, επειδή οι άνθρωποι είναι πολλοί και πρόθυμοι, η πράξη αυτή είναι πολιτικά ατελέσφορη, ακόμη και της καθαρής τυραννοκτονίας (στα τέλη του 19ου αιώνα είχαμε πέντε δολοφονίες αρχηγών κρατών). Όταν σκοτώθηκε ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ τον διαδέχτηκε ένας άλλος τρισχειρότερος. Όπως είχε πει ένας Ρώσος εμιγκρές στη Γενεύη, σκότωσε έναν ηλίθιο και αμέσως θα βρεθούν δύο να πάρουν τη θέση του.
 
Σε ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα, ο Ρενάτο Κούρτσιο έλεγε για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ότι φτάσαμε σε ένα σημείο που είχαμε ισχυρό ανθρώπινο δυναμικό, πολλαπλασιάζονταν τα στρατιωτικά μας μέσα, αλλά απουσίαζε η δυνατότητα να βρούμε ένα χτύπημα που θα ήταν μοχλός ανατροπής του κράτους, το αποφασιστικό χτύπημα. Διότι, κατά το γνωστό ευφυολόγημα, δεν υπάρχει χτύπημα στην καρδιά του κράτους, γιατί το κράτος δεν έχει καρδιά.
 
Το ερώτημα είναι βεβαίως πώς κλείνει ο κύκλος του αίματος που τροφοδοτούν οι αντιτιθέμενες πλευρές, αν στη βία απαντάς με βία. Η απάντηση, από τον καιρό της Ορέστειας, είναι με το δικαστήριο, δηλαδή με τη θέσπιση ενός συστήματος όπου ένας απρόσωπος, ουδέτερος τρίτος αναλαμβάνει να επιλύσει τη διαφωνία χωρίς πάθος: η ποινή είναι η τελευταία λέξη της εκδίκησης. Προφανώς η κρίσιμη λέξη εδώ είναι το ουδέτερος. Ο Γιάννης Πρετεντέρης είχε σχολιάσει στο βιβλίο του για τη 17Ν ότι το ζήτημα είναι απλό, πρόκειται για τη δημοκρατία εναντίον των εχθρών της. Έρχομαι λοιπόν στο δεύτερο κομμάτι της παράστασης που έχει σχέση με τον Σάββα Ξηρό και την ουδετερότητα του κράτους. Όταν συλλαμβάνεται ο Ξηρός ανακρίνεται και βασανίζεται. Ο στόχος ήταν η εξάρθρωση της 17Ν, και μπροστά σε αυτόν τον στόχο κανείς δεν τολμούσε να πει ότι υπάρχει κάποιο μέσο που δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Με ποιο σκεπτικό; 
 
Το επιχείρημα, όπως περιγράφεται στην παράσταση, έχει ως εξής (αντιγράφω από το κείμενο της παράστασης): Ο Βίνφριντ Μπρούγκερ, διαπρεπής νομικός  και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, σε άρθρο του,  φτάνει μέχρι τον Καντ για να θεωρητικοποιήσει την πρόταση του να νομιμοποιηθούν τα βασανιστήρια. Ως βασικό επιχείρημα χρησιμοποιεί το μοντέλο της “ωρολογιακής βόμβας”, περιγράφει δηλαδή μια κατάσταση ανάγκης, όπου ο ανακριτής πρέπει να αποσπάσει επειγόντως μια πληροφορία από τον ανακρινόμενο, προκειμένου να σώσει ζωές. 
 
Υπάρχει μια ταινία που δραματοποιεί το επιχείρημα της ωρολογιακής βόμβας. Η ταινία αυτή λέγεται Το αδιανόητο και παίζει ο Σάμιουελ Τζάκσον. Η ταινία είναι απαράδεκτη, το προπαγανδιστικό της μήνυμα όμως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ένας τρομοκράτης έχει τοποθετήσει τέσσερις πυρηνικές βόμβες και συλλαμβάνεται από την αστυνομία. Τον ρωτούν λοιπόν, Πες μας πού είναι, Δε σου λέω, Πες μας, Δε σου λέω, χωρίς αποτέλεσμα. Και η ταινία θέτει πιεστικά το ερώτημα: Δεν θα τον βασανίσεις; Και μάλιστα, μας δείχνει ότι του βγάζουν τα δόντια, του κόβουν τα δάχτυλα, και πάλι δεν ομολογεί. Δεν θα φέρεις να βασανίσεις τα παιδιά του μπροστά του; Θα πεθάνουν πέντε εκατομμύρια άνθρωποι. Η ευαισθησία σου εξαντλείται σε αυτά τα δύο παιδιά που είναι μπροστά σου, επειδή έτυχε να βρεθούν μπροστά σου; Προτιμάς να πεθάνουν χιλιάδες, εκατομμύρια παιδιά, για να μη βασανιστούν αυτά τα δύο; Αυτό είναι το θέμα της ταινίας, που καταλήγει πολύ πονηρά με τον ανακριτή να πιέζεται να υπαναχωρήσει. Δεν βασανίζει τα παιδιά, ο τρομοκράτης δεν ομολογεί και η βόμβα εκρήγνυται. Αυτός δεν έκανε το αδιανόητο και ιδού τα αποτελέσματα, εννοείται. Μήπως θέλετε να το ξανασκεφτείτε;
 
Αυτό είναι το ζήτημα που θέτει ηθικά ο βασανισμός του Ξηρού και το δεύτερο μέρος της παράστασης. Ας σκεφτούμε λοιπόν το επιχείρημα. Υπάρχει μια διάλεξη του Τζ. Γκλόβερ γι’ αυτό το θέμα, όπου αναπτύσσει μια σειρά ενστάσεων. Οι πρώτες επιφυλάξεις είναι πρακτικές, εμπειρικές. Έχετε συλλάβει κάποιον με το χέρι στον πυροκροτητή; Γιατί το Γκουαντάναμο υπάρχει και το γνωρίζουμε, ξέρουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που κρατούνται και βασανίζονται χωρίς να τους έχει απαγγελθεί κατηγορία, αυτός που λέτε δεν ξέρω αν υπάρχει. Γιατί αν ο επικείμενος κίνδυνος που επικαλείσθε είναι μια βόμβα που έχει ενεργοποιηθεί, καταλαβαίνω. Αν όμως είναι ένα βιβλίο που δανείστηκε κάποιος; Αυτό είναι επικείμενη απειλή; Το παράδειγμα είναι πραγματικό. Κάποιοι θα πρόσθεταν ότι οι ομολογίες που αποσπώνται με βασανιστήρια είναι διαβόητα αναξιόπιστες διότι κανείς λέει τα πάντα όταν τον βασανίζουν. Όμως, εκτός από την αποτελεσματικότητα, το ερώτημα εδώ είναι σε τι κοινωνία θέλουμε να ζούμε. Όπως λέμε ότι το ερώτημα για την πολιτική βία δεν είναι μόνο η αποτελεσματικότητα, αλλά αν θέλεις να είσαι φονιάς, το ερώτημα δεν είναι μόνο αν πιάνει, αλλά και αν θέλεις να ζεις σε μια κοινωνία που ανέχεται το Γκουάνταναμο. Αν θέλεις να ανεχτείς το ηθικό δηλητήριο που απλώνεται σε αυτόν που βασανίζεται, σε αυτόν που βασανίζει και στην κοινωνία που κάνει τα στραβά μάτια. Ακόμη και αν θεωρητικά δεχτούμε το ενδεχόμενο να προκύψει μια αξιοποιήσιμη πληροφορία από εκεί. Το θέλουμε; Αυτό είναι το ερώτημα που τίθεται κατά την άποψή μου στο δεύτερο μέρος της παράστασης της ισορροπίας του Νας και θεωρώ ότι είναι  ένα απολύτως θεμιτό ερώτημα. Συνιστά ασέβεια προς τους συγγενείς των θυμάτων αυτό; Συγγενείς θυμάτων που ζητούν να καταστρατηγηθούν τα δικαιώματα των κρατουμένων μπορεί να έχουν την κατανόησή μας, αλλά όχι τη στήριξή μας. Αυτή είναι η άποψή μου. 
 
Τα υπόλοιπα, για τα χρήματα των φορολογουμένων κλπ είναι αδιάφορα. Τώρα σας πήρε ο πόνος για το πού πάνε τα χρήματα των φορολογουμένων; Εδώ έπαιζε ο Μαρκουλάκης στο Εθνικό.