Umberto Eco che percorre la sua casa-biblioteca
Umberto Eco che percorre la sua casa-biblioteca.(dal documentario “Sulla memoria”, di Davide Ferrario. Clip via Stefano Crupi)
Posted by La Repubblica XL on Saturday, February 20, 2016
Για την αντιγραφή και την προσαρμογή Άρης Βασιλάς
Το σκαρίφημα που ακολουθεί ανήκει στο κορυφαίο κατά την ταπεινή μας άποψη βιβλίο του Έκο, το Επιμύθιο για το Όνομα του Ρόδου, στην κλασική πλέον μετάφραση της Έφης Καλλιφατίδη – αλλά είναι ελαφρά παραλλαγμένο και κάπως… «προσαρμοσμένο» για να επικεντρώνει στον επίδοξο πολιτικό αρθρογράφο.
«Ανακάλυψα…ότι μια πολιτική ανάλυση δεν έχει κατ' αρχήν να κάνει με τις λέξεις. Η συγγραφή ενός άρθρου είναι μια κοσμολογική πράξη, όπως αυτή που παρατίθεται στη Γένεση – είναι άλλωστε αναγκαίο να επιλέγουμε πρότυπα, έλεγε ο Γούντυ Άλεν.
Πιστεύω ότι για να κρίνεις πρέπει πρώτα απ' όλα να κατασκευάσεις έναν κόσμο, όσο το δυνατόν πιο εμπλουτισμένο ως τις έσχατες λεπτομέρειες. Χρειάζεται να δημιουργείς περιορισμούς για να μπορείς να καταδείξεις ελεύθερα. Στην ανάλυση, ο περιορισμός δίδεται από τον υποκείμενο κόσμο. Να καταστήσεις τα γεγονότα κατανοητά μέσα από τα λόγια κάποιου που a priori δεν κατανοεί τίποτα. Η πολιτική έχει ένα κοινό με την τέχνη: Είναι φυγή από την προσωπική συγκίνηση.
Γράφουμε σκεπτόμενοι κάποιον αναγνώστη. Κατά τον ίδιο τρόπο ο ζωγράφος ζωγραφίζει σκεπτόμενος τον θεατή του πίνακα. Ποιος ήταν ο πρότυπος αναγνώστης που θα θέλαμε, ενώ γράφουμε; Ένας συνένοχος, βέβαια, που θα μπει με χαρά στο παιχνίδι μας. Ένα κείμενο επιδιώκει να είναι μια εμπειρία μετασχηματισμού για τον αναγνώστη του. Νομίζουμε ότι το βασικό ερώτημα της πολιτικής είναι διαφορετικό από το βασικό ερώτημα της φιλοσοφίας και της ψυχανάλυσης και του αστυνομικού μυθιστορήματος: Μήπως όμως είναι ακριβώς το ίδιο; Ποιος είναι ο ένοχος, ποιος φταίει – αυτό δεν καταλήγει να ψάχνει κάθε πολιτική ανάλυση;
Θέλουμε βέβαια και να διασκεδάσει ο αναγνώστης. Τουλάχιστον όσο διασκεδάσαμε εμείς, αν όχι παραπάνω. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό σημείο, που μοιάζει να αντιφάσκει με τις βαθυστόχαστες ιδέες που πιστεύουμε ότι έχουμε για το δημόσιο χώρο. Διασκέδαση δεν σημαίνει δια-σκέδαση, διάλυση των προβλημάτων…η έννοια διασκέδαση είναι ιστορική… όλοι οι μεγάλοι θαυμαστές της αριστοτελικής ποιητικής, πάντοτε θεωρούσαν ότι παρ' όλα αυτά μια ανάλυση οφείλει ακόμη και προπάντων να διασκεδάζει μέσω της πλοκής της.
Υποψιάζομαι ότι ίσως θα πρέπει να απορρίψουμε αυτή την υστεροβουλία, που συνεχώς κυριαρχεί στις συζητήσεις μας, και σύμφωνα με την οποία το εξωτερικό σκάνδαλο αποτελεί επιβεβαίωση της αξίας ενός κειμένου. Η ίδια διχοτομία μεταξύ τάξης και αταξίας, μεταξύ καταναλωτικού έργου και έργου πρόκλησης, χωρίς να χάνει την ισχύ της, θα πρέπει ίσως να επανεξεταστεί με μια διαφορετική προοπτική: πιστεύω, δηλαδή, ότι είναι πιθανόν να βρούμε σημεία ρήξης και διαμαρτυρίας σε έργα που φαινομενικά υποβοηθούν την εύκολη κατανάλωση, και, αντίθετα, να αντιληφθούμε ότι ορισμένα έργα που εμφανίζονται ως προκλητικά και κάνουν το κοινό να στριφογυρίζει στην καρέκλα του, δεν αμφισβητούν τίποτα…
Η απάντηση του μεταμοντέρνου στο μοντέρνο στο γράψιμο συνίσταται στην αναγνώριση ότι εφόσον το παρελθόν μας δεν μπορεί να καταστραφεί, μιας και η καταστροφή του θα μας στερήσει ότι έχουμε και δεν έχουμε, θα πρέπει να επανεξεταστεί: με ειρωνεία, με έναν μη-αθώο τρόπο. Πιστεύω ότι η μετα-μοντέρνα στάση είναι σαν τη στάση κάποιου που αγαπά μια πολύ καλλιεργημένη γυναίκα και ξέρει ότι δεν μπορεί να της πει “σ' αγαπώ απελπισμένα” γιατί ξέρει ότι αυτή ξέρει…ότι αυτή τη φράση την έγραψε ο Λιάλα.
Ωστόσο, υπάρχει μια λύση. Μπορεί να της πει: “Όπως θα'λεγε και ο Λιάλα, σ' αγαπώ απελπισμένα”. Στο σημείο αυτό, έχοντας αποφύγει την ψευδή αθωότητα, έχοντας δηλώσει με σαφήνεια ότι δεν μπορεί πια κανείς να μιλήσει αθώα, θα έχει παρ' όλα αυτά πει αυτό που ήθελε στη γυναίκα: ότι την αγαπά, όμως αυτό συμβαίνει σε μια εποχή χαμένης αθωότητας.»