του Δημήτρη Σούλτα

Ο Πολ Τόμσεν είναι ένας υπάλληλος, ακριβοπληρωμένος (χωρίς κανένα προφανή λόγο), αλλά υπάλληλος. Δεν έκανε ένα τηλεφώνημα στη φίλη του Ντέλια και εκεί, μες τη ραστώνη του μεσημεριού, αντάλλαξαν και δυο κουβέντες για τα οικονομικά της Ελλάδας. Ο Πολ Τόμσεν δεν είναι ένας κακός λύκος σε μία λέσχη προβάτων. Είναι το πιστό σκυλί μιας αγέλης λύκων. Στην καλύτερη των περιπτώσεων η Ελληνικη κυβέρνηση θα καταγγείλει το πιστό σκυλί ως λύκο και στη συνέχεια θα θυσιάσει 5-6 πρόβατα, επειδή το ζήτησε ο δανειστής.
 

Το ΔΝΤ, όπως και η Παγκόσμια Τράπεζα, ιδρύθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με σκοπό να στηρίξουν τις πιο αδύναμες οικονομίες, να τις βοηθήσουν να ανακάμψουν και να βρίσκονται πάντα στη διάθεση των χωρών που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα, με συμβουλές για την ανάταξη της οικονομίας τους και φυσικά με τα αναγκαία κεφάλαια. Φυσικά αν πιστεύαμε μόνο στα καταστατικά των οργανισμών θα βγάζαμε πάντα λάθος συμπεράσματα. Το θέμα είναι πάντα ποιος ελέγχει και ποιός είναι ο στόχος του. Η εμπειρία, μετά τον πόλεμο, δείχνει ότι αυτοί οι θεσμοί βρίσκονται και βρίσκονταν πάντα στην υπηρεσία μεγάλων συμφερόντων, τα οποία υπηρετούν πιστά, φορώντας πάντα την μάσκα του «σωτήρα».
 
Η «σωτηρία» για το ΔΝΤ είναι και ήταν πάντα συνώνυμη του εκβιασμού: «Ή κάνεις ό,τι σου λέω ή λεφτά δεν έχει» Η δημιουργία πιστωτικού γεγονότος δεν είναι απλώς μια απειλή σε ένα τηλεφώνημα. Είναι κεντρική στρατηγική επιλογή. Και η χρεοκοπία της Αργεντικής έτσι ξεκίνησε. Από μια μη καταβολή δόσης από το ΔΝΤ. 
 
Είναι αποφασισμένη η Ελληνική κυβέρνηση να συγκρουστεί με αυτή  την κεντρική στρατηγική επιλογή του ΔΝΤ; Η εμπειρία λέει πως όχι. Θέλει να βγάλει το ΔΝΤ έξω από το πρόγραμμα; Ναι το θέλει, αλλά αυτό που λέει είναι ότι δεν μπορεί να το κάνει μονομερώς. Πρέπει να έχει και την συμφωνία των υπολοίπων δανειστών. Άρα η «μάχη» είναι χωρίς νόημα. Ή αποφασίζεις ότι ξεκινάς μία σύγκρουση – μία σύγκρουση με πολιτικές όχι με πρόσωπα- και την πας μέχρι τέλους ή δεν την ξεκινάς καν με κάποιον που γνωρίζεις ότι έχει ως κύριο όπλο του τον εκβιασμό. Αν φτάσεις τη «μάχη» μέχρι τη μέση και μάλιστα όταν ο αντίπαλος σου ξέρει ότι δεν θα φτάσεις μέχρι τέλους, το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι ακόμα χειρότερο. Και σ’ αυτό πλέον έχουμε πλούσια εμπειρία.
 
Η πραγματική μάχη δεν είναι λογιστική. Δεν είναι η «τάξη στα νούμερα». Άλλωστε η Λογιστική δεν έσωσε ποτέ οικονομίες. Μια οικονομία που πάσχει δε σώζεται απλώς με έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Δεν σώζεται ούτε με εμμονές σε περιοριστικές πολιτικές. Δεν σώζεται ούτε από «ειδικούς»- μαθητευμένους μάγους, οι οποίοι εμφανίζονται να μην έχουν γνώσεις ούτε φοιτητή πρώτου εξαμήνου στα οικονομικά, που έχουν κάνει τόσες λάθος προβλέψεις, όσες δεν έχει κάνει ούτε αποτυχημένος παίκτης του «Στοιχήματος» σε συνοικιακό πρακτορείο. Σώζεται όταν ο κύριος άξονας του προγράμματος διάσωσης είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Η θέση του «θυσιάζω ανθρώπους για να σώσω τη χώρα» μπορεί να κάνει ένα κάποιο σουξέ στους απολογητές του ΔΝΤ, αλλά αποτελεί την απόλυτη παράνοια στην οποίαν είναι βουτηγμένος όλος ο πλανήτης.
 
Ο εκβιασμός για τους τεχνοκράτες αυτών των οργανισμών είναι μέρος της δουλειάς τους. Και μάλιστα κύριο μέρος. Πολλοί απ’ αυτούς έχουν εξαιρετικές σπουδές, μπορεί η μητέρα τους ακόμα να καμαρώνει για τον υψηλό βαθμό του πτυχίου τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν αγαθές προθέσεις. Είναι γρανάζια ενός συστήματος που απομυζά πλούτο από χαμηλότερα και τον μεταφέρει υψηλότερα. Είναι τα γρανάζια ενός συστήματος που προσπαθεί να σε πείσει ότι το πρόβλημα είναι η κατώτατη σύνταξη και όχι το τζογαδόρικο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όχι οι εξωχώριες μπίζνες, όπου ξεπλένονται ή μένουν στο απυρόβλητο τρισεκατομμύρια.
 
Η Ελληνική κυβέρνηση είναι βέβαιο ότι θα συγκρουστεί «ολίγον», με αποτελέσματα ανάλογα του «ολίγον έγκυος». Η σύγκρουση όμως θα πρέπει να είναι κάποια στιγμή μετωπική, όχι απο τις κυβερνήσεις, αλλά από τις κοινωνίες τις ίδιες. Καθόλου ρεαλιστικό θα πει κάποιος. Ας «απολαύσουμε» λοιπόν τα δώρα του ρεαλισμού μας, στον βωμό του οποίου έχουν θυσιαστεί εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Ας υπακούσουμε στη «φωνή της λογικής» μας, ας «μην τα θέλουμε όλα δικά μας». Ας συνεχίσουμε να ακουλουθούμε αυτόν τον δρόμο. Αλλά τουλάχιστον ας παραδεχτούμε ότι αυτός ο «ρεαλισμός» συναγωνίζεται σε χυδαιότητα την προτροπή σε ένα θύμα βιασμού «αφού δεν μπορείς να αντισταθείς, χαλάρωσε και απόλαυσέ το».