του Δημήτρη Σούλτα
Αν και οι λέξεις είναι το ψωμί μας, ημών των δημοσιογράφων, δεν είναι σπάνιο να τις χρησιμοποιούμε κάνοντάς τες να χάσουν το νόημα τους.
Κανείς δεν μπορεί να είναι υπερήφανος για το επίπεδο της τηλεοπτικής ενημέρωσης στην χώρα. Και κυρίως αυτοί που την υπηρετούν από τα υψηλότερα κλιμάκια της (μισθολογικά και διοικητικά). Οι τελευταίες προεκλογικές περίοδοι δε, ήταν από τις μελανότερες στιγμές στην Ελληνική τηλεοπτική ιστορία. Όχι γιατί εκφράστηκαν απόψεις, αλλά γιατί η προπαγάνδα ονομάστηκε «ρεπορτάζ» και «άποψη». Για τις ποινές- όλες συμβολικές ουσιαστικά- που επέβαλλε το πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ μπορεί να έχει ο καθένας όποια άποψη θέλει, αλλά το να καταγγέλει αυτό το όργανο ως όργανο της κυβέρνησης ή ως έναν σκοτεινό λογοκριτικό μηχανισμό απέχει πολύ.
Είναι περιττό να μπούμε σε λεπτομέρειες. Είναι περιττό να θυμίσουμε ότι κάποιοι σε καθημερινή βάση παραβαίνουν οποιαδήποτε αρχή δεοντολογίας και πετάνε αδιακρίτως κατασκευασμένες ειδήσεις ή λάσπη επί οποιουδήποτε «εχθρού». Θέλει ειδικές γνώσεις δεοντολογίας για να καταλάβεις ότι είναι απαράδεκτο παρουσιαστής απογευματινού μαγκαζίνο να μιλά για συνεχιζόμενους και αυξανόμενους βιασμούς γυναικών στους καταυλισμούς των προσφύγων, χωρίς το παραμικρό στοιχείο; Θέλει ειδικές γνώσεις για να καταλάβεις ότι προκαλείς, χωρίς να κοκκινίζεις, έναν κόσμο που υποφέρει, λέγοντας «ελπίζω το ΔΝΤ να κρατήσει γερά στις απαιτήσεις του». Θέλει να είσαι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου για να καταλάβεις πόσο προβληματικό είναι να ζητάς από αέρος αναστολή άρθρων του Συντάγματος ή σοβαρές χρυσές αυγές.
Πειθαρχικά ελεγχόμενες ή μη τέτοιες συμπεριφορές δυστυχώς δεν είναι σπάνιες. Και είναι τουλάχιστον αστείο να εμφανίζονται άνθρωποι που έχουν ως χόμπι τέτοιες συμπεριφορές, να μιλούν για λογοκρισία και να ονομάζουν την ΕΣΗΕΑ και τα Πειθαρχικά της «σταλινικά απολιθώματα».
Δυστυχώς ο χώρος της δημοσιογραφίας δεν είναι απ’ αυτούς που ευωδιάζουν φρεσκάδα και καθαριότητα. Δυστυχώς αυτός ο χώρος έχει θαμμένους πολλούς σκελετούς στην πίσω αυλή του. Δυστυχώς αυτό, αν δεν το γνωρίζει, ο κόσμος το υποψιάζεται γι αυτό και η ολοένα και μεγαλύτερη απαξίωση σ’ αυτό το επάγγελμα.
Αυτό με το οποίο ασχολήθηκε το Πειθαρχικό είναι μια παρανυχίδα. Ένα μικρό μόνο μέρος της μεγάλης εικόνας. Κανείς δεν γνωρίζει ότι στα κανάλια υπάρχει μια black list με αυτούς που δεν θα βγουν στον αέρα γιατί δεν τους γουστάρει ο ιδιοκτήτης ή ο διευθυντής, ακόμα κι αν είναι βαρύνουσα η γνώμη τους σε ένα θέμα; Κανείς δεν γνωρίζει ότι στις συσκέψεις «πνίγονται» θέματα ως «επικίνδυνα»; Κανείς δεν γνωρίζει ότι υπάρχουν εκλεκτοί των καναλιών που κοντεύουν να δηλώσουν ως μόνιμη κατοικία τους κάποιο κανάλι; Κανείς δεν γνωρίζει για payroll υπουργείων, κομμάτων και εταιρειών που έκαναν αρκετά …ευχαιρέστερη τη ζωή κάποιων δημοσιογράφων (προφανώς δεν μιλάμε για τους νομίνους απασχολούμενους, μιλάμε για μαύρο χρήμα). Όλοι μας πιστεύουμε ότι η διαφθορά σ΄αυτόν τον χώρο περιορίζεται στο πρόσωπο του Μαυρίκου; Κανείς δεν γνωρίζει μεγαλοδημοσιογράφους να έχουν δηλώσει δημοσίως «μας έλεγαν να μην το λέμε», χωρίς να κουνηθεί φύλλο;
Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι υπάρχουν κάποιες αρκούδες της ενημέρωσης που έπεσαν σε χειμερία νάρκη τον Μάιο του 2010 και μέχρι πρότινος δεν είδαν, δεν άκουσαν για καμία περιστολή ελευθεριών, για καμία διαστρέβλωση ειδήσεων, για καμία απόλυση δημοσιογράφο επειδή είχε «λάθος άποψη», για καμία έκθεση διεθνών οργανισμών που κατέτασσαν όλο και χαμηλότερα τη χώρα, τα τελευταία 6 χρόνια, στην αξιολόγηση της ελευθερίας του Τύπου. Τώρα πριν από λίγες μέρες ξύπνησαν οριστικά και άρχισαν να βρυχώνται «κατά της λογοκρισίας», κατά της μάχης των σκοτεινών κέντρων που διώκουν την ανεξάρτητη φωνή του Άρη Πορτοσάλτε.
Πάντως το να ενδύεσαι το φόρεμα της παρθένου όταν είσαι παλιά πουτάνα δεν σε κάνει ούτε πιστευτό για την αγνότητά σου, ούτε πιο αξιόπιστο. Σε κάνει μάλλον φαιδρότερο και σε απομακρύνει ακόμα περισσότερο από την κοινωνία.