του Κωνσταντίνου Πουλή
Μας μένει λοιπόν αυτό το ερώτημα που ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει με την ίδια ακριβώς επιμονή που το έθεταν και οι προηγούμενοι: εσείς τι προτείνετε; Αυτό που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ και τον οδήγησε στην εξουσία ήταν εντελώς ανόητο, γι’ αυτό και μετά από τόσο πολυετή προεκλογική φαμφάρα τώρα κάνει ό,τι και οι προηγούμενοι. Όσοι όμως συμμετέχουμε σε αυτόν τον διάλογο με πρόθεση ουσιαστική, θέλω να πω όχι μικροκομματική, οφείλουμε να ξεκινήσουμε από μια θέση αμηχανίας. Μια θέση δηλαδή πραγματικής αναγνώρισης του αδιεξόδου.
Σε αυτή τη διαδικασία δεν ωφελεί σε τίποτα να ζητούμε για πάντα τα ρέστα από τους άλλους, στους οποίους πια τοποθετώ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Οφείλουμε να θέσουμε το πιο δύσκολο ερώτημα, που είναι τι δεν κάναμε και τι δεν έκαναν αυτοί με τους οποίους συμφωνούμε, όχι η απέναντι όχθη. Να πω ένα παράδειγμα: αν έχει γίνει πια φανερό ότι ο Βαρουφάκης έτρεφε μοιραίες αυταπάτες, τι να πει κανείς για τον Λαπαβίτσα που πήγε και εντάχθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ; Στις μέρες που έρχονται θα χρειαστεί όλοι μαζί να ξαναβρούμε το κουράγιο μας, να ανασκουμπωθούμε και να πιάσουμε δουλειά. Να πιάσουμε δουλειά θα πει, χωρίς ευκολίες, να θέσουμε ακριβώς τα πιο δύσκολα ερωτήματα.
Έχει ειπωθεί ότι η αχίλλειος πτέρνα του επιχειρήματος του μονοδρόμου είναι ότι λαμβάνει ως δεδομένη την απάθεια των πολιτών και προσπαθεί να βρει διαχειριστικές λύσεις σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο, οπότε η αποτυχία είναι προδιαγεγραμμένη. Η απάντηση αυτή έχει μια σημασία, αλλά νομίζω ότι έδειξε (και αυτή) τα όριά της. Ο ακτιβισμός εξαντλείται γρήγορα, όταν δεν διαθέτει ορίζοντα συνολικού σχεδίου. Αυτό είναι εγχείρημα λεπτότερο και δυσκολότερο, σε μια χώρα που ο διάλογος διεξάγεται από την αρχή της κρίσης με τους ίδιους ακριβώς όρους: η δραχμή είναι καταστροφή, η παραμονή στη ζώνη του ευρώ σώζει τη χώρα, έστω με «θυσίες». Δεν έχουμε κουνήσει ρούπι από αυτή την επιχειρηματολογία, εδώ και χρόνια. Δεν μπορεί να μην έχει κανένα μερίδιο ευθύνης η πλευρά που αδυνατεί να εισακουστεί.
Η εναλλακτική στη λογική του μονοδρόμου είναι μια στάση θεωρητική, πρακτική και ψυχολογική, είναι δηλαδή μια συμπύκνωση όλων των πλευρών της πολιτικής ευφυΐας και δραστηριότητας που έχουν ατονήσει τα τελευταία χρόνια. Ο Ταρίκ Αλί είχε πει πως το γεγονός ότι κανείς δεν έχει αναδείξει μια πειστική εναλλακτική πρόταση μετά το κραχ του 2008, σημαίνει ότι η φράση της Θάτσερ περί μονοδρόμου είναι δυστυχώς εν μέρει αληθινή. Αυτή μου φαίνεται μια πιο έντιμη διαπίστωση, σε σχέση με τις καταγγελίες. Και δεν σημαίνει ότι δεν έχει διατυπωθεί καμία κριτική, σημαίνει ότι αντικειμενικά δεν έχει καταλάβει τον χώρο που θα έπρεπε στον δημόσιο διάλογο, προκειμένου να παίξει έναν πολιτικό ρόλο.
Ως προς το αν έχουμε δίκιο, είναι εύκολο να το απαντήσει κανείς: Εκτός από τη διατύπωση του αξιώματος πως δεν υπάρχει εναλλακτική (There Is No Alternative, TINA), η Θάτσερ θεωρείται υπεύθυνη και για την έκρηξη των φορολογικών παραδείσων. Όταν λοιπόν η Apple πληρώνει 3,7% σε φόρους, το ζήτημα δεν είναι πολύπλοκο. Μας έχουν πιάσει κορόιδα. Είναι ένα σύστημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα κάποιων άλλων, που σουλατσάρουν στα Panama Papers ζητώντας μας να προσέχουμε να κόβουμε πάντα απόδειξη στις τυρόπιττες. Ποτέ δεν φτάνει όμως να έχεις δίκιο, πολύ περισσότερο στην πολιτική.
Αν η λύση βρίσκεται εκτός ευρωπαϊκών θεσμών, όσοι το πιστεύουν και κατανοούν σε βάθος το οικονομικό κομμάτι αυτής της συζήτησης οφείλουν να επεξεργαστούν αυτό το σχέδιο και μαζί και την επικοινωνία του με τον κόσμο που ενδιαφέρεται να το μάθει. Αυτό απαιτεί ταυτοχρόνως μια κίνηση σε δύο επίπεδα. Θεωρητικά, σημαίνει με θάρρος αλλά και λεπτομέρεια, όσοι λούφαξαν από φόβο την κρίσιμη στιγμή να μας πουν τώρα πώς καταλαβαίνουν ότι θα μπορούσαμε να κινηθούμε εκτός των δεσμεύσεων των μνημονίων. Πρακτικά, σημαίνει κόσμο στον δρόμο.
Το «Τι να κάνουμε;» έχει μια μακρά ιστορία στην πολιτική σκέψη. Ομότιτλο βιβλίο έχουν γράψει αρχικά ο Τσερνισέφσκι, ο Λένιν, σε μας ο Αξελός, πρόσφατα ο Μπαντιού σε διάλογο με τον Γκωσέ, και αν ανοίξω τη Βικιπαίδεια φαντάζομαι ότι θα προστεθούν και άλλοι που δεν τους σκέφτομαι τώρα. Θυμάμαι έναν φίλο στον κήπο της σχολής μας, την ώρα που λιαζόμασταν συζητώντας για λογοτεχνία, να λέει καθώς τεντωνόταν: και έτσι προκύπτει το κλασσικό λενινιστικό ερώτημα: «και τι να κάνουμε;…», μόνο που το τόνιζε όπως μια γιαγιά που αναρωτιέται πώς να μη δει τηλεόραση. Το ερώτημα όμως διατηρεί ακέραιη τη σημασία του, όσο νωθροί κι αν έχουμε γίνει εμείς που ρωτάμε.
Τις τελευταίες μέρες, για τις ανάγκες της Ανασκόπησης, έχω δει πολλά βιντεάκια με καβγάδες του δρόμου και τίτλο «bully fail», όπου αυτός που τις τρώει συνέρχεται και απαντά. Έχω γίνει δηλαδή κάτι σαν διαδικτυακός εξπέρ του ξύλου, λοιπόν μπορώ να πω το εξής: το σημαντικό είναι να ξανασηκώνεσαι. Ο Κωστής Παπαγιώργης στο δοκίμιό του για τους ξυλοδαρμούς έγραφε για την ατυχία να γεννηθεί κανείς κατσαντράκος και τσιλιβήθρας, μια γροθιά άνθρωπος. Δεν πρόκειται για στερεότυπα ανδροπρέπειας, αλλά για το πρωταρχικό, απλούστατο αξίωμα του ανθρώπου που ξαναστέκεται στα πόδια του: «Σαν μεθώ και πέφτω κάτω και λασπώνομαι, βάζω μπρος τα δυο μου χέρια και σηκώνομαι». Καιρός λοιπόν να σηκωθούμε, σιγά σιγά. Χωρίς βιασύνες και «Όλοι στο Σύνταγμα τώρα!», ο καθένας από τη σκοπιά του, να επεξεργαστούμε το σχέδιο μιας δικαιότερης κοινωνίας και να το διεκδικήσουμε πολιτικά.