Στα 22 εκατομμύρια ανήλθαν πανευρωπαϊκά οι άνεργοι το 2015, εκ των οποίων τα 11 εκατομμύρια εντάσσονται στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων.  Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που δεν έχουν δουλειά, το 1/3 βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση πάνω από δύο χρόνια. 
 
Τα παραπάνω καταδεικνύει έρευνα του γερμανικού ιδρύματος Μπέρτελσμαν στα 28 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία την πρωτιά έχει η Ελλάδα όσον αφορά το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων. Συγκεκριμένα, οι χώρες του νότου είναι αυτές που βρίσκονται στην κορυφή της λίστας της έρευνας, με την Ελλάδα να έχει 18% του πληθυσμού της μακροχρόνια άνεργους, την Ισπανία το 11% και την Κροατία το 10,4%. 
 
Με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να βρίσκεται στο 4,3% (διπλάσιος σε σχέση με το 2008 οπότε ήταν 2,5%) οι χώρες του ευρωπαϊκού βορρά φαίνεται να μην αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στο ίδιο μέγεθος, καθώς Μ. Βρετανία, Σουηδία και Λουξεμβούργο είδαν το ποσοστά τους στην μακροχρόνια ανεργία να κυμαίνονται από το 1,5% έως το 1,6%. 
 
Αξίζει να σημειωθεί πως με δεδομένο ότι δεν περιλαμβάνονται στα παραπάνω ποσοστά όσοι έχουν παραιτηθεί και όσοι επιμορφώνονται, θεωρείται δεδομένο ότι οι αριθμοί των ανέργων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ακόμη μεγαλύτεροι. 
 

Ο κίνδυνος
 

Η κατάσταση αυτή, όπως υπογραμμίζεται στην έρευνα,  αποτελεί πραγματικό κίνδυνο, αφού έχει ως συνέπεια τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται συνολικά η πολιτική και η οικονομία της αγοράς εξαιτίας της έλλειψης προοπτικής για τους πολίτες αυτούς. 
 
Η μακροχρόνια ανεργία, δηλαδή η αναζήτηση εργασίας πάνω από 12 μήνες,  δημιουργεί υψηλό κόστος για τα άτομα και την κοινωνία, και έχει ως συνέπεια την ακύρωση του ανθρώπινου κεφαλαίου και των μορφωτικών επενδύσεων, ενώ τα συρρικνούμενα ποσοστά απασχόλησης μειώνουν την αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας και την αναπτυξιακή δυναμική μιας οικονομίας. Η έκταση της κρίσης απασχόλησης είναι μάλιστα σαφώς μεγαλύτερη από αυτήν που δείχνουν οι επίσημοι αριθμοί, σημειώνει το ίδρυμα Μπέρτελσμαν.
 
Η Γερμανία το 2008 έβλεπε τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας της, να βρίσκονται στο 3,7% , ενώ είναι η μοναδική χώρα στην οποία παρατηρήθηκε πτώση, με τον δείκτη να διαμορφώνεται στο 1,9% το 2015. 
 

Πρόβλημα των λίγων στην Γερμανία – Μαζικό στον νότο
 

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η σημαντική διαφορά σε σχέση με τις χώρες του νότου, είναι ότι στη Γερμανία η μακροχρόνια ανεργία είναι πρόβλημα συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού, ενώ στη νότια Ευρώπη είναι ένα μαζικό φαινόμενο που «απειλεί την οικονομική ανάκαμψη  της Ευρώπης. Η μακροχρόνια ανεργία δεν επιβαρύνει  μόνο τα δημόσια οικονομικά, αλλά και τους πολίτες, οι οποίοι δεν έχουν μακροπρόθεσμη προοπτική και χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην οικονομία της αγοράς», ενώ παράλληλα δημιουργεί κοινωνικό αποκλεισμό, ψυχικά προβλήματα και προβλήματα υγείας όπως τονίζει το ινστιτούτο Μπέρτελσμαν. 
 
Στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Κροατία πάνω από το 10%  των ανέργων πολιτών με μεσαία επαγγελματική κατάρτιση και το 5% με υψηλή επαγγελματική κατάρτιση είναι μακροχρόνια άνεργοι. Αντίθετα, στη Γερμανία σχεδόν το 26% των μακροχρόνια ανέργων είναι πάνω από 55 ετών, την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος για τις ηλικίες αυτές είναι 14%.
 
Στην έρευνα συνυπολογίστηκε και η λεγόμενη «κρυμμένη» μακροχρόνια ανεργία, όπως οι άνεργοι που συμμετέχουν σε προγράμματα «καταπολέμησης της ανεργίας» και συνήθως δεν συμπεριλαμβάνονται, οι απογοητευμένοι που δεν αναζητούν πια εργασία αλλά και όσοι αναζητούν μεν αλλά δεν είναι διαθέσιμοι βραχυπρόθεσμα στην αγορά εργασίας. 
 
Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ιταλία, το 9% των ανέργων αναζητά μεν εργασία αλλά δεν εμφανίζεται στις στατιστικές των ανέργων. Συνολικά στην Ευρώπη, οι μακροχρόνια άνεργοι πολίτες οι οποίοι δεν συμπεριλαμβάνονται στις στατιστικές ανέρχονται σε 11 εκατομμύρια.
 
«Περισσότερα από 22 εκατομμύρια άνεργοι πολίτες στην ΕΕ θα εργάζονταν ευχαρίστως, αλλά δεν βρίσκουν τρόπο να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Η πολιτική πρέπει επιτέλους να κάνει περισσότερα ώστε να αξιοποιήσει αυτό το  δυναμικό», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ααρτ  Ντε Γκόις, επικεφαλής του ιδρύματος Μπέρτελσμαν.