του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Όσοι ασχολούνται ακόμη στα σοβαρά με την Πολιτική είναι, από τη μια μεριά οι καλοπληρωμένοι Καρανίκες του συστήματος και από την άλλη, όλοι αυτοί που σου δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν άλλη πρόθεση παρά να ανατινάξουν την Πολιτική, αφού είναι πια φανερό -ίσως όχι για τους ίδιους- ότι το να συνεχίζουν να ασχολούνται με αυτή την πολιτική, ως πράξη, είναι ενάντια στην ίδια την Πολιτική.
Κανείς δεν φαίνεται να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και η ουσιαστική σιωπή του Λαού, μοιάζει, ακόμη και τώρα, πολύ πιο ώριμη από τους ποδοσφαιρικούς καυγάδες όσων πλακώνονται για να τον εξουσιάσουν. Κι αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι καθόλου τυχαίο που σε διάφορα κυριλέ τηλεοπτικά πάνελ, ένας πολίτης από το «πουθενά», κατορθώνει να αρθρώσει άπειρα πιο πολιτικό λόγο από τις κοινότοπες φλυαρίες των επαγγελματιών «πολιτικών».
Θέλω να πω με άλλα λόγια, πως πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να μην βλέπει καθαρά μέσα στη λαϊκή συνείδηση εκείνο το βαθύ Πολιτικό, που είναι σε διαρκή αλληλεπίδραση με την ακλόνητη άρνηση της ίδιας της πολιτικής. Η βαθιά ανάγκη της Μετοχής που αρνείται, ακόμη σε ασυνείδητο επίπεδο, τα διακοσμητικά «επίθετα» και τα ψευδεπίγραφα «ρήματα».
Και είναι ανάγκη να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στον εαυτό μας: Δεν υπάρχει κοινωνική, πολιτική, οικονομική, θεσμική, what ever, λύση αυτής της κατάστασης.
Κι’ αυτό κυρίως, γιατί η θολή συλλογικότητα, που εξωραϊστικά αποκαλούμε «κοινωνία», αυτό το άθροισμα των μοναχικών εαυτών, αυτό το ασαφές και πλαδαρό μπέρδεμα από κοινωνικές ομάδες, θεσμούς και ιδιωτικές μπουρμπουλήθρες, δεν έχει πλέον συνεκτικούς δεσμούς. Πρόκειται για ξεκομμένα, άνευρα οστά, που πλατσουρίζουν σ’ ένα λασπότοπο που παριστάνει το Σώμα. Μα στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καν μια γλώσσα για να εκφράσει αυτή την εμπειρία. Όχι γιατί τα Αρχαία ελληνικά διδάσκονται πολύ ή λίγο στα σχολεία, αλλά γιατί δεν έχουμε πια τις λέξεις για να νοηματοδοτήσουμε το εντός μας Κενό. Αν οι αγώνες της Εθνικής Αντίστασης και ενάντια στη Χούντα διαμόρφωσαν μια γλώσσα ικανή να κοινωνείται η αντιστασιακή εμπειρία του Λαού μας, η παρασιτική μεταπολίτευση και η μνημονιακή κορύφωση της οδήγησαν σε μια γλώσσα βουβή, «άλαλη στα χείλη των ασεβών». Με γκρίνκλις δεν εκφράζεις το κενό. Άσε που τα πληκτρολόγια έχουν την τάση να το βαθαίνουν. Ρωτήστε και τα δάχτυλα σας!
Η Ελλάδα είναι ένας ξεθωριασμένος τόπος που κάνει κρυφά τα ψώνια του στα Lidl και στα κινέζικα, περιμένει να κεραστεί στα καφενεία για να πιει καφέ και τα καλοκαίρια πηγαίνει ως το χωριό για να έχει να λέει ότι κάνει διακοπές ακόμα.
Ύστερα, δανείζεται ένα πεντηντάρικο για να τη βγάλει, αλλά και πάλι δεν έχει να βάλει κάρτα, οπότε κάνει αναπάντητες. Μονάχα που ο Άλλος δεν απαντά, έτσι κι αλλιώς. Εκεί όπου οι σχέσεις υποκαθίστανται από τα δίκτυα και το «πως είσαι» από το «τι λέει», τι να πει και ο Άλλος!
Ας μην κρυβόμαστε. Κανένα από τα «προβλήματα», όπως τα ορίζει η κυρίαρχη ελίτ, δεν μπορεί να επιλυθεί. Ούτε το ζήτημα του χρέους, ούτε της οικονομικής καταστροφής, ούτε το συνταξιοδοτικό, ούτε της ανεργίας και της εργασιακής επισφάλειας, ούτε των «νέων», ούτε των «κόκκινων δανείων», ούτε τίποτα απ’ αυτά. Όλα θα μένουν για καιρό ακόμη μετέωρα, σ ένα εκκρεμές που θα κινείται, συχνά πυκνά, από την έξαλλη αγανάκτηση στην παθητική παραίτηση και πάλι πίσω. Κι αυτό, γιατί κανένα συνταξιοδοτικό δεν μπορεί να λυθεί όταν οι γέροντες εγκαταλείπονται σε ξενώνες φιλοξενίας ή σε τυφλά δυαράκια, για να «βοηθούν» με τη λίγη σύνταξη. Κανένα πρόβλημα των «νέων» δεν μπορεί να επιλυθεί, όταν τα παιδιά εγκαταλείπονται στην τηλεόραση-τροφό και στο βιντεοπαιχνίδι-φροντιστή, για να διευκολυνθούν οι μητέρες. Καμιά παραγωγική ανασυγκρότηση δεν πρόκειται να επιτευχθεί, απλά επειδή, όλοι είναι πολύ κουρασμένοι κάπου από μέσα τους.
Για να εξηγηθούμε: ας μην έχουμε αυταπάτες, κανένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο δεν πρόκειται να «υπογραφεί», καμμιά εγγύηση για το μέλλον δεν μπορεί πια να υπάρξει, και αυτό το έχουν στο νου τους οι ελίτ και το ξέρουν στο πετσί τους τα λαϊκά στρώματα. Το κοινωνικό αίσθημα έχει εξατμιστεί, μαζί με τη Συριζέϊκη Ελπίδα, και το ξέρουν όλοι πολύ καλά. Η συνεχής επίκριση όλων εναντίον όλων και οι θυμωμένες φάτσες στους δρόμους και στο μετρό, είναι μόνο το χνώτο της οργής που βράζει. Και επίσης ,καμιά Ευρώπη δεν μπορεί να σώσει κανέναν, ούτε καν τον εαυτό της, γιατί εκεί ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας του Ταραγμού.
Έχοντας πλήρη γνώση όλων αυτών, η λύση του κυρίαρχου συστήματος είναι και θα είναι «να μην συμβεί τίποτε», να «μην γίνει κάποιο ατύχημα», με ενίσχυση των ενοχοποιητικών μηχανισμών και υποκίνηση της επίκρισης όλων εναντίον όλων, με άπλωμα της αστυνομικής βίας στις οριακές στιγμές, αλλά και κυρίως, με όλο και πιο συχνή παροχή των «ιδεολογικών γλυκαντικών» (δικαιώματα μειονοτήτων, LGBTQ, νομιμοποίηση χρήσης κάνναβης, θρησκευτικά και αρχαία ελληνικά στο σχολειό κ.λπ) ως υπεραναπλήρωση της συνεχούς φτωχοποίησης, του περιορισμού της κατανάλωσης, της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας και του συνεχούς βαθέματος της λεηλασίας στην αποικία. Το πιο «ριζοσπαστικό» και δυναμικό, ίσως, τμήμα της «κοινωνίας» είναι ήδη αρκετά εθισμένο στα «ιδεολογικά κατευναστικά χάπια» και δεν αρνείται μάλιστα την εξάρτηση του απ’ αυτά. Αντίθετα μάλιστα, είναι ο μόνος τρόπος να εκλογικεύει και να νομιμοποιεί κάπως μέσα του την παθητική του στάση απέναντι σ’ αυτήν την αθλιότητα.
Το αδιέξοδο αυτό του παρόντος, παρ’ ότι όλοι το αντιλαμβάνονται, παριστάνουν ότι το αρνούνται, ο καθένας για τους δικούς τους λόγους, κύρια όμως γιατί η «θεραπεία» απαιτεί ένα τίμημα που κανείς δεν είναι διατεθειμένος, ούτε άλλωστε έχει τα ψυχικά κότσια, να καταβάλλει. Παρ΄ όλα αυτά, αρκεί κανείς να ακούσει λίγο πιο προσεκτικά τα σύγχρονα «λαϊκά» τραγούδια, πολύ περισσότερο αυτά του λεγόμενου «έντεχνου», για να βγάλει τα κατάλληλα συμπεράσματα για τον τρέχοντα συλλογικό ψυχισμό. Αρκεί να στήσει κανείς αυτί και να ακούσει αυτά που μουρμουρίζουν οι άνθρωποι στις μπάρες των μπαρ, πίσω από τις κλειστές πόρτες των υπνοδωματίων και στα ψυχαναλυτικά ντιβάνια. Κάπου εκεί στεριώνεται, μέρα με τη μέρα, μια επαναστατική αλήθεια, που όλο και πιο πολύ θα είναι δύσκολο να αναπληρωθεί με θλιμμένα ή θυμωμένα βλέμματα, ψυχοφάρμακα και «προοδευτικά γλυκαντικά».
Η αλήθεια είναι ότι το Δυτικό μοντελάκι του «είμαι αυτός που είμαι», αυτή η ανέραστη ταυτολογία, που έφτιαξε καριέρες στα καλύτερα θεραπευτήρια και στα νομικά γραφεία έκδοσης διαζυγίων, για να μην πούμε τα γυμναστήρια και τα σκυλάδικα πολυτελείας, η βάση της μαρκετινίστικης εκδοχής «να είσαι ο Εαυτός σου» και να πίνεις Amita Motion, αυτή η «μάστιγα της θετικής ενέργειας», η δήθεν «συγκλονιστική αποκάλυψη» του «εγώ είμαι εγώ» και «εσύ είσαι εσύ», δεν πάει καθόλου καλά. Ούτε στη Δύση, ούτε πολύ περισσότερο εδώ. Κι αυτό, γιατί η Οριακότητα, με την ψυχοπαθολογική σημασία του όρου, έχει χτυπήσει κόκκινα. Η υστερικοποίηση της ανθρώπινης επαφής, ο παρανοειδής τρόπος του σχετίζεσθαι και η αυτοεκπληρούμενη προφητεία που τον συνοδεύει, η πιστοποίηση ότι ό,σο πιο πολύ επιθυμώ να είμαι ο Εαυτός μου, τόσο το κενό μεγαλώνει, η επιβεβαίωση ότι ό,σο περισσότερο περιορίζω την έκφραση μου τόσο περισσότερο υποτάσσομαι και τόσο περισσότερο στεγνώνω ψυχικά, το «σ΄ αγαπώ! Φύγε», το «σε μισώ, Έλα», το «είμαι ευτυχισμένος, όταν είμαι δυστυχισμένος», η ορατή πλέον επικινδυνότητα του «να, έγινα τόσο πολύ ο Εαυτός μου, που «παραέγινα», όπως ένα μαραζωμένο και παραγινωμένο σάπιο φρούτο, όλα αυτά, μας τρίβουν στη μούρη το ανύπαρκτο πρόσωπο μας.
Στο τέλος, οι αντιπρόσωποι του αληθινού μας εαυτού, αυτά τα πειθαρχημένα άβαταρς που κυκλοφορούν «εκεί έξω», κυρίως για να εργάζονται ή δήθεν για να είναι σε ετοιμότητα για να εργαστούν, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο παρά να διαχειρίζονται, να μανατζάρουν, την καταστροφή. Διαχειρίζομαι το blog μου, τη σελίδα μου στο fb, το διαμέρισμα μου, τα ελάχιστα λεφτά μου, την γκόμενα μου, τα απλήρωτα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας, τη σχέση μου, το Εγώ μου. Διαχειρίζομαι, άρα υπάρχω. Η διαχείριση του ανύπαρκτου είναι το τελευταίο υπαρξιακό δεκανίκι που παρέχεται «αφιλοκερδώς ΑΕ» από το σύστημα, ως αντιστάθμισμα στην οριστική απώλεια της ταυτότητας μου, προσφέροντας μάλιστα την ψευδαίσθηση ότι κάτι υπάρχει, επειδή είναι αντικείμενο διαχείρισης.
Στην πραγματικότητα, όλα έχουν ήδη συντελεστεί και όπως λένε κάποιοι, «οι ανάπηροι, οι ακρωτηριασμένοι, είναι το αυριανό (;) μοντέλο πολίτη».
Αλλά δεν έχουν συντελεστεί μόνο εδώ, στην αποικιοποιημένη Βαλκανική περιφέρεια του Καπιταλισμού, έχουν ήδη συντελεστεί και στην Ευρώπη. Αυτή, η ολέθρια μπαρούφα της “Ευρώπης”, της «φωτισμένης Εσπερίας», είναι λιγότερο μέσα σ’ αυτήν-την-ίδια και πολύ περισσότερο στη μεθοδική λεηλασία, εδώ και αιώνες, όλων όσων δεν είναι “Ευρώπη” και σ’ αυτήν εδώ τη χώρα: της οικειότητας της γειτονιάς, της χαριστικότητας ενός επαγγέλματος, της κοινότητας του δώρου, της μικρής κλίμακας του χωριού, του αντιστασιακού ήθους του αγώνα, της αγαπησιάρικης γκρίνιας της συγγένειας, της αφοσίωσης σε πέτρες, σε τόπους, σε ανθρώπους, σε εποχές, σε τρόπους να κάνεις κάτι, να δημιουργείς, και κυρίως, να μιλάς γι΄ αυτά για να υπάρχουν…Και όλα αυτά υπάρχουν ακόμη, εδώ, αν και κέρματα λεηλατημένα.
Αρκεί, ίσως, λοιπόν, να βρούμε μονάχα την καινούργια γλώσσα, αυτήν που ψιθυρίζεται ήδη, από τους πιο πολλούς κάπως στα μουλωχτά, για να μιλήσουμε για όλα αυτά άφοβα, δηλαδή ερωτικά. Αρκεί, να «τα» μιλήσουμε… Αυτό, είναι ένα προνόμιο που έχουμε ακόμη εμείς εδώ…
ΥΓ. Για όσους έχουν αμφιβολίες για τα δραματικά αδιέξοδα της Ευρώπης, δεν έχουν παρά να ανατρέξουν στο εμβληματικό κείμενο εδώ «Η εξέγερση που έρχεται».