Η Ευρωζώνη αποτελεί πλέον δίκοπο μαχαίρι με το οποίο καλούμαστε να (δια)κόψουμε είτε τις μεταξύ μας (των Κρατών-μελών) σχέσεις, είτε τη σχέση μας με την Κοινωνική Ευημερία, το Κράτος Πρόνοιας και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Μεταξύ των δύο αυτών επιζήμιων προτάσεων, απαιτείται μία επιπλέον και σοβαρά στοιχειοθετημένη επιλογή που θα εμπνεύσει τις εναπομείνασες ζωτικές δυνάμεις στην Ευρώπη και όχι άλλη μία διασπαστική και αφερέγγυα λύση.
του Βλάσση Μισσού*
Το πρόβλημα των ημερών με την κρίση των ιταλικών τραπεζών θέτει ερωτήματα ως προς τη σκοπιμότητα των πολιτικών πρωτοβουλιών εκ μέρους του Eurogroupκαι του Βερολίνου. Ξεκάθαρα, στόχος των τραπεζικών κανόνων που προάγει και επιθυμεί να εφαρμόσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι η μείωση του αριθμού τραπεζών στην Ευρωζώνη. Το θέμα είναι πώς θα γίνει αυτή η περιστολή του αριθμού τους και ποιος θα καταβάλει το κόστος της.
Η ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη κεφαλαιακής στήριξης των απαξιωμένων τραπεζών, μαζί με τη στενότητα πόρων που επικαλούνται οι Βρυξέλλες και την απροθυμία της ΕΚΤ να στηρίξει ουσιαστικά, οδηγεί εδώ και καιρό στη συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Πρώτα στην Ελλάδα, μετά στην Κύπρο, ύστερα η Ισπανία και η Ιταλία και ποιος ξέρει αργότερα! Σε 10 χρόνια από σήμερα (με την προϋπόθεση ότι η Ευρωζώνη θα υφίσταται) δεν θα ήταν παράξενο να έχουν παραμείνει οι μισές, τον αριθμό, τράπεζες. «Γιατί είναι κακό αυτό;», θα αναρωτηθεί κανείς. «Δεν οφείλεται σε μια φυσιολογική διαδικασία συρρίκνωσης ενός τομέα που γιγαντώθηκε άκριτα και λόγω της ανόητης μεγαλομανίας των τραπεζιτών;» Προφανώς. Το ερώτημα όμως είναι ποιος ή ποιοι θα πληρώσουν τον λογαριασμό.
Δύο είναι οι προβλεπόμενες από την ΕΕ διαδικασίες αντιμετώπισης των χρεοκοπημένων τραπεζών:
Πρώτη περίπτωση, η ανακεφαλαιοποίηση να γίνει με απευθείας κρατική ενίσχυση, επιβαρύνοντας όλους τους φορολογούμενους: Π.χ. η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών αποτέλεσε σημαντικό τμήμα των μεγάλων δανείων που λάβαμε μέσω της ΤΡΟΙΚΑ, από το 2010 και ύστερα. Το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης συναθροίστηκε στο δημόσιο χρέος, το οποίο αποπληρώνεται σταδιακά από εμάς, μέσω της δυσβάστακτης φορολογίας που μας έχει επιβληθεί και που συρρικνώνει το διαθέσιμο (μετά φόρων) εισόδημα των νοικοκυριών. Η συμμετοχή των αδύναμων στις ζημιές του τραπεζικού κλάδου είναι τεράστια ενώ η συμμετοχή τους στα κέρδη μηδενική.
Δεύτερη περίπτωση, η ανακεφαλαιοποίηση να γίνει με ιδίους πόρους (bail-in), επιβαρύνοντας τους επενδυτές και τους καταθέτες μέσω απομείωσης ομολόγων, μετοχών, και τέλος κουρέματος καταθέσεων άνω του ποσού που εγγυάται το κράτος (100 χιλιάδες ευρώ). Αυτό είναι το ισχύον σήμερα καθεστώς στην ΕΕ, από το 2014. Μια τέτοια λύση είναι, θεωρητικά, καλύτερη. Πρώτα «κουρεύονται»όσοι δάνεισαν τις τράπεζες αγοράζοντας ιδιωτικά τους ομόλογα χωρίς καμία εγγύηση. Μετά «κουρεύονται» οι ιδιοκτήτες (μέτοχοι) που χάνουν την περιουσία τους (όπως πρέπει να γίνεται στην περίπτωση πτώχευσης μιας επιχείρησης). Τέλος, αν χρειάζονται και άλλοι πόροι, «κουρεύονται» οι μεγαλοκαταθέτες. Μόνο μετά από αυτά τα τρία κουρέματα καλείται ο φορολογούμενος να βάλει το χέρι στην τσέπη. Σωστό δεν ακούγεται; Ναι, μέχρι που, τουλάχιστον στην περίπτωση των ιταλικών τραπεζών, μαθαίνεις πως δανειστές των τραπεζών (ομολογιούχοι τους) είναι ο μικρομεσαίος κοσμάκης που οι τραπεζίτες τον παρέσυραν να ξοδέψει τις μικροκαταθέσεις του αγοράζοντας ομόλογα της τράπεζας που εμπιστευόταν στην βάση ψεύτικων υποσχέσεων ότι είναι ασφαλείς. Αυτός είναι ο λόγος που, σήμερα, ο πρωθυπουργός Ρέντσι έρχεται σε σύγκρουση με το Eurogroup απειλώντας να παραβιάσει τους κανόνες της ΕΕ στηρίζοντας τους μικρο-ομολογιούχους των πτωχευμένων ιταλικών τραπεζών.
Αυτές είναι οι δύο επιλογές που εξέτασε η Ευρωζώνη, καταλήγοντας στην δεύτερη. Δεδομένης της ανυπαρξίας (Α) σοβαρής, πρότερης προστασίας των καταθετών από την εγκληματική πρακτική των τραπεζιτών να τους πουλάνε ομόλογα χωρίς να τους ενημερώνουν για τον κίνδυνο, και (Β) ενός κοινού ταμείου που να βρίσκεται «πίσω» από κάθε ευρωζωνική τράπεζα, και οι δύο «εναλλακτικές λύσεις» στο πρόβλημα των τραπεζών αποτελούν μέρος του προβλήματος και όχι βέβαια της λύσης. Και οι δύο υπηρετούν τον ίδιο σκοπό: την συναινετική φτωχοποίηση των Ευρωπαίων του Νότου, την απεχθή υποταγή ενός κόσμου που τολμάει να σκέφτεται και την διάλυση της ριζοσπαστικής σκέψης που αποτολμάει (είτε στον ακαδημαϊκό χώρο, είτε εξω-ακαδημαϊκά) να αρθρώνει πολιτικά επιχειρήματα πέραν του χρυσού κανόνα των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών».
Διαβάζω για τη μακραίωνη ιστορία της ιταλικής τράπεζας, Monte Paschi, που αυτές τις μέρες είναι έτοιμη να καταρρεύσει και ομολογώ ότι δεν συγκινούμαι. Γνωρίζουμε καλά ότι οι οικονομικές κρίσεις ξεριζώνουν τις παραδόσεις και τα σύμβολα, πνίγουν την αλληλλεγγύη και πετάνε στον κάλαθο της ιστορίας όλα όσα εναντιώνονται στο συμφέρον των ισχυρών. Δεν συγκινούμαι όμως και για έναν ακόμη, πιο ταπεινό λόγο. Φρονώ ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός, M. Renzi, είχε πολλαπλές ευκαιρίες να αναδείξει το πρόβλημα των τραπεζών του και για λόγους μικροπολιτικής σκοπιμότητας δεν το έπραξε. Από την αρχή της χρονιάς, τα δημοσιεύματα βρίθουν και τα ιταλικά «μη-εξυπηρετούμενα» δάνεια διογκώνονται ταχύτατα ήδη από το 2012. Σήμερα, αγγίζουν το 20% του Ιταλικού ΑΕΠ και δεν αξίζουν πάνω από τη μισή ονομαστική τους αξία. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι η Ιταλία πρέπει να ανακεφαλαιοποιήσει κι άλλες τράπεζες, πέραν της Monte Paschi η οποία – προφανώς για λόγους περιορισμού του προβλήματος – έχει τραβήξει όλα τα βλέμματα και την αποκλειστικότητα. Κατά τον περασμένο Απρίλιο, μια μικρή περιφερειακή τράπεζα, προσπάθησε να αντλήσει κεφάλαια της τάξεως του 1,5 δισεκατ. € με την εγγύηση της UniCredit και δεν βρήκε κανέναν αγοραστή. Κάτι τέτοιο θορύβησε όσους ασχολούνταν με την τραπεζική αγορά στην Ιταλία, ωθώντας στη δημιουργία ενός «ταμείου-διάσωσης» το οποίο χρηματοδοτείται και από την Monte Paschi!!!
Σύμφωνα με κυριακάτικο δημοσίευμα των Financial Times, το συγκεκριμένο ταμείο διάσωσης, το επονομαζόμενο/με την επονομασία «Άτλας», είναι πλέον πολύ μικρής ισχύος για να επιλύσει το πρόβλημα. Όμως εκείνο που δεν λέγεται, είναι ότι η παραγωγική δυναμική της ιταλικής οικονομίας έχει πλέον συρρικνωθεί αρκετά ώστε να μην δύναται να απορροφήσει το πλεονάζον δυναμικό των πάμπολλων τραπεζικών καταστημάτων που απαιτείται πλέον να κλείσουν. Συν τοις άλλοις, να μην ξεχνάμε ότι τα περυσινά stress tests δεν είχαν υποδείξει κάποιο σημαντικό πρόβλημα για την κεφαλαιακή επάρκεια των συγκεκριμένων τραπεζών και αυτό λέει πολλά αναφορικά με την εγκυρότητα αυτής της διαδικασίας.
Είτε η Ιταλία προβεί σε απευθείας στήριξη του τραπεζικού της κλάδου, παραβιάζοντας τους ευρωπαϊκούς κανόνες, είτε ξεχωρίσει μεταξύ ενός «κακού» κι ενός «καλού» τμήματος του τραπεζικού της προϊόντος επιβαρύνοντας τους «επενδυτές», η πρωτοβουλία θα παραμείνει ατελέσφορη. Οι κανόνες της ΕΚΤ, σε πλήρη σύμπνοια με το δόγμα της λιτότητας, μπορούν μόνο να αναπαράγουν και να επιτείνουν τη βαθιά θεσμική και οικονομική κρίση που πλήττει πλέον την ΕΕ.
*Οικονομολόγος και μέλος του DiEM25