του Κώστα Εφήμερου
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι αποδεδειγμένα μια από τις πλέον αποτυχημένες επενδύσεις. Μια έρευνα του πανεπιστημίου της Οξφόρδης που μελέτησε τα έξοδα προετοιμασίας των αθλητικών εγκαταστάσεων από το 1968 μέχρι το 2014 ανακάλυψε ότι σε όλες ανεξαιρέτως τις ολυμπιάδες υπήρξε υπέρβαση προϋπολογισμού. Ο μέσος όρος μάλιστα αυτής της υπέρβασης ξεπερνάει το 167%.
Το κόστος των ολυμπιακών αγώνων δεν περιορίζεται, φυσικά, σε αυτό των αθλητικών εγκαταστάσεων αλλά επεκτείνεται στα έργα υποδομής, διαχείρισης και ασφάλειας και εκεί τα πράγματα φαίνεται να είναι χειρότερα όσον αφορά την οικονομοτεχνική πρόβλεψη. Γράφουμε «φαίνεται» γιατί ακόμα και από τους κοινοβουλευτικούς ελέγχους που έχουν γίνει σε σειρά κρατών (Ιαπωνία, Καναδάς, Ελλάδα, Αγγλία) ουδέποτε καταγράφηκε (ή τουλάχιστον δημοσιεύτηκε) ένας ολοκληρωμένος απολογισμός του πραγματικού κόστους των αγώνων.
Ο Αντόνιο Αμπέτε εργάζεται για την εταιρία Filmmaster Events η οποία ανέλαβε την οργάνωση της τελετής έναρξης των αγώνων του Ρίο. Όταν ο δημοσιογράφος του BBC Alex Ritson τον ρωτάει πόσο κόστισε η τελετή ο Αμπέτε απαντάει «Δεν μπορώ να σας πω νούμερα, αφενός δεν μας επιτρέπεται αλλά η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να ξέρουμε και εμείς το πραγματικό κόστος». Σε αυτή την απάντηση συμπυκνώνεται η προβληματική οικονομική διαχείριση των ολυμπιακών αγώνων: αδιαφάνεια και αδυναμία πραγματικού οικονομοτεχνικού ελέγχου. Αλλά ακόμα και αν δεν γνωρίζουμε πόσο κόστισαν πραγματικά οι αγώνες στις χώρες που τους φιλοξένησαν, γνωρίζουμε πολύ καλά ποιος κλήθηκε σε όλες τις περιπτώσεις να «πληρώσει το μάρμαρο»: οι φορολογούμενοι.
Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης
Η διοργάνωσης μιας Ολυμπιάδας ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα από την πρώτη στιγμή. Τα χρόνια που προηγήθηκαν της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, οι Τρικούπης και Δραγούμης εναντιώθηκαν επανειλημμένως στα σχέδια του Πιερ ντε Κουμπερτέν σημειώνοντας ότι «οι οικονομικές συνέπειες του εγχειρήματος θα ήταν ανυπολόγιστες». Σε μια συνάντησή τους ο Τρικούπης, μάλιστα, ανέφερε στον Κουμπερτέν ότι «σύντομα θα καταλάβεις ότι είναι αδύνατον», κάτι που αποδείχτηκε λάθος αφού τελικά οι αγώνες έγιναν. Ίσως όμως όχι και τόσο λάθος όσο θα φανταζόσασταν αφού τελικά όντως η Ελλάδα πτώχευσε και «οι Έλληνες έκαναν εράνους για να μαζέψουν τα χρήματα για την διοργάνωση, ενώ ο Βασιλιάς ζήτησε την βοήθεια του Αβέρωφ» (σελ. 10 στην προηγούμενη παραπομπή).
Το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων εκτοξεύτηκε από τη δεκαετία του 60 εξαιτίας α) της αύξησης των συμμετεχόντων αθλητών β) της αύξησης των αθλημάτων και γ) της αύξησης της διαφθοράς στα προγράμματα προετοιμασίας. Οι χώρες που αναλάμβαναν τους αγώνες συνειδητοποιούσαν γρήγορα ότι μετά το τέλος της γιορτής έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα δυσθεώρητα χρέη και το κόστος της συντήρησης άχρηστων, εν πολλοίς, εγκαταστάσεων. Το 1972 το Ντένβερ έγινε η μόνη επιλεγμένη πόλη που εγκατέλειψε την διοργάνωση έπειτα από δημοψήφισμα που προκάλεσαν πολίτες αντιδρώντας σε ένα νομοσχέδιο που θα επέτρεπε τη δαπάνη περισσότερων κεφαλαίων για την ολοκλήρωση της προετοιμασίας. Το 1976 το Μόντρεαλ κατέκτησε την πρώτη θέση στο άθλημα «αστοχία προϋπολογισμού» αφού τελικά δαπάνησε περισσότερα από 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 2,6 παραπάνω από τα 124 εκατομμύρια που είχε υπολογίσει αρχικά. Η απίστευτη υπέρβαση οδήγησε στην έλλειψη ενδιαφέροντος για τη διοργάνωση των αγώνων και έτσι το 1979 το Λος Άντζελες ήταν το μόνο που κατέθεσε φάκελο υποψηφιότητας για τους θερινούς ολυμπιακούς του 1984. Η έλλειψη ανταγωνισμού έδωσε τη δυνατότητα στην αμερικάνικη πόλη να διαπραγματευτεί με τους δικούς της όρους, οργανώνοντας τους αγώνες αποκλειστικά σε υπάρχουσες εγκαταστάσεις και σε συνδυασμό με την εκτόξευση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, οι Ολυμπιακοί του Λος Άντζελες καταγράφηκαν στην ιστορία ως οι μοναδικοί που άφησαν θετικό απολογισμό από τη δεκαετία του 60 μέχρι και σήμερα.
Οι πολιτικοί όμως έχουν κοντή μνήμη και έτσι μετά την επιτυχία του Λος Άντζελες το ενδιαφέρον για την διοργάνωση αναθερμάνθηκε. Δύο πόλεις κατέθεσαν πρόταση για την διοργάνωση του 1988 και η τάση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1997 όπου οι υποψήφιότητες εκτοξεύτηκαν στις δώδεκα.
Το ερευνητικό κέντρο American Economic Association (ΑΕΑ) πριν από λίγες ημέρες δημοσίευσε την έρευνα των Robert A. Baade και Victor A. Matheson για τα οικονομικά των Ολυμπιακών αγώνων. Σε αυτή οι δύο μελετητές σημειώνουν ότι το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη διοργάνωση των αγώνων επέτρεψε στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) να επιλέγει τα πιο φιλόδοξα και κοστοβόρα σχέδια την ώρα που οι αναπτυσσόμενες χώρες που ενδιαφέρονταν να διαφημίσουν την οικονομική τους ανέλιξη τριπλασιάστηκαν. Χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Βραζιλία πλειοδοτούσαν για μια ευκαιρία εκτοξεύοντας το κόστος οργάνωσης σε 45 δισεκατομμύρια δολάρια για το Πεκίνο, 54 δισ. για τους χειμερινού του Σότσι ενώ στα 20 δισ. υπολογίζεται ότι έχει φτάσει το κόστος για το Ρίο.
Το δυσθεώρητο κόστος και η εμπειρία του Ρίο οδήγησε σε μια νέα περίοδο ύφεσης του ενδιαφέροντος με τις πόλεις να αποσύρουν η μία μετά την άλλη την υποψηφιότητά τους για τους αγώνες του 2022 και του 2024. Το Όσλο και η Στοκχόλμη απέσυραν το ενδιαφέρον τους για τους χειμερινούς του 2022 επανεκτιμώντας το κόστος ενώ η Βοστόνη απέσυρε την πρότασή της για τους θερινούς του 2024 με τον Δήμαρχο να δηλώνει ότι «αρνείται να υποθηκεύσει το μέλλον της πόλης».
Tα φαντάσματα του μέλλοντος
Η δυσκολία υπολογισμού του κόστους προετοιμασίας είναι ένα από τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι διοργανώτριες χώρες. Το πρόγραμμα της μετα-ολυμπιακής αξιοποίησης και το κόστος συντήρησης των εγκαταστάσεων είναι ένα ακόμα. Η γιγάντωση των αγώνων και η αύξηση αθλημάτων και αθλητών από τη δεκαετία του '70 δημιουργεί πλέον ένα περίπλοκο -σχεδόν ανεπίλυτο- γρίφο για τους διοργανωτές.
Από τη μία τα Ολυμπιακά Χωριά πρέπει τώρα να είναι έτοιμα να δεχτούν (και να διαχειριστούν για περίπου ένα μήνα) περισσότερους από 25.000 αθλητές, προπονητές και παράγοντες εθνικών ομάδων. Σημειώστε εδώ ότι αυτοί οι χώροι δεν θεωρούνται αθλητικές εγκαταστάσεις και ως εκ τούτου δεν χρηματοδοτούνται από τη ΔΟΕ αλλά αποκλειστικά από τους εθνικούς προϋπολογισμούς.
Από την άλλη η αύξηση των αθλημάτων υποχρεώνει τις διοργανώτριες πόλεις να επενδύουν σε εγκαταστάσεις που ίσως να μην ταιριάζουν με την κοινωνία και την κουλτούρα της χώρας υποδοχής. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί το Ολυμπιακό Στάδιο στο Ναγκάνο της Ιαπωνίας, χωρητικότητας 85.000, το οποίο μετά το τέλος των αγώνων μετατράπηκε σε γήπεδο μπέιζμπολ, σε μια πόλη με συνολικό πληθυσμό μικρότερο των 400.000 κατοίκων που δε διαθέτει ούτε ερασιτεχνική ομάδα μπέιζμπολ.
Στο Λονδίνο το Ολυμπιακό Στάδιο, η αναδιαμόρφωση του οποίου κόστισε στους Άγγλους 323 εκατομμύρια ευρώ, έμενε για ένα χρόνο αχρησιμοποίητο και τελικά αποφασίστηκε να παραχωρηθεί στην ιδιωτική επιχείρηση / ποδοσφαιρική ομάδα West Ham προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στο βρετανικό κοινοβούλιο για το βάρος που ανέλαβαν οι φορολογούμενοι. Ως φιάσκο θεωρείται και η επένδυση για την ανέγερση του Ολυμπιακού Χωριού της πόλης που θεωρητικά θα αντιμετώπιζε το τεράστιο οικιστικό πρόβλημα της πρωτεύουσας της Βρετανίας. Το κόστος εκτοξεύτηκε και τελικά παραδόθηκαν πολύ λιγότερα κτήρια από ότι είχε αρχικά υπολογιστεί. Το Ολυμπιακό Μουσείο που υποτίθεται ότι θα δέσποζε στην περιοχή δεν κατασκευάστηκε ποτέ. Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετώπισαν ακόμα και οι -πάντα οργανωμένοι- Καναδοί. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε τελικά να δημιουργήσει ταμείο συντήρησης και αξιοποίησης των εγκαταστάσεων το οποίο χρηματοδοτεί ακόμα και σήμερα με 110 εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για το Βανκούβερ πάντως ήταν η κατασκευή του Ολυμπιακού Χωριού αφού η κατασκευάστρια εταιρία που είχε αναλάβει την ανέγερση 1.100 κτηρίων χρεοκόπησε το 2008 εξαιτίας των υπερβάσεων στον προϋπολογισμό και την παγκόσμια ύφεση μετά την κατάρρευση της Leahman Brothers. Υπολογίζεται ότι ακόμα και μετά την πώληση όλων των εγκαταστάσεων σε ιδιώτες το έργο στοίχισε στους Καναδούς φορολογούμενους περισσότερα από 300 εκατομμύρια δολάρια. Στο Πεκίνο από τα 31 στάδια που δημιουργήθηκαν τα 8 έχουν εγκαταλειφθεί και για τη συντήρηση των υπολοίπων η κινεζική κυβέρνηση έχει δαπανήσει μέχρι σήμερα 400 εκ. δολάρια σύμφωνα με εκτιμήσεις. Αυτοί όμως που κρατάνε τα σκήπτρα της μετα-ολυμπιακής αποτυχίας είναι φυσικά οι Έλληνες. Από τα 21 ολυμπιακά έργα μόνο τα 8 χρησιμοποιούνται σήμερα ως αθλητικές εγκαταστάσεις και για την συντήρηση τους απαιτείται το ποσό των 12 εκ. ετησίως (ποσό που δεν εκταμιεύεται από το ελληνικό δημόσιο λόγω της οικονομικής κρίσης με αποτέλεσμα οι εγκαταστάσεις να παρουσιάζουν κακή εικόνα). Τα υπόλοιπα είτε εγκαταλείφθηκαν εντελώς (Beach Volley, αθλητικό κέντρο ΟΑΚΑ) είτε μέσω του ΕΤΑΔ και του ΤΑΪΠΕΔ βρίσκονται σε κατάσταση ιδιωτικοποίησης με αρχική τιμή μικρότερη του 30% κατά μ.ο. του κόστος δημιουργίας τους. Οι Έλληνες κινδυνεύουν πάντως να χάσουν την πρώτη θέση από τους Ρώσους όπως αποδεικνύει το φωτογραφικό αφιέρωμα του Alexander Belenkiy που επισκέφτηκε το Σότσι μόλις έξι μήνες μετά το τέλος των αγώνων και φωτογράφησε τις εγκαταστάσεις που στοίχησαν στους Ρώσους φορολογούμενος το εξωπραγματικό ποσό των 45 δισ. δολαρίων.
Στη μετα-ολυμπιακή ιστορία υπάρχουν και επιτυχημένα παραδείγματα αξιοποίησης, όπως το Ολυμπιακό Χωριό του Σύδνεϋ, που κατασκευάστηκε σε μια υποβαθμισμένη βιομηχανική ζώνη και μετατράπηκε σε ένα νέο προάστιο της πόλης. Θετικά αποτιμάται και η Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης -παρά τον αρνητικό οικονομικό απολογισμό- εξαιτίας της εδραίωσης της πόλης ως τουριστικού προορισμού. Ωστόσο εκτός από τους αγώνες του 1984 καμία Ολυμπιάδα δεν κατάφερε να αποσβέσει οικονομικά την επένδυση και τα όποια οφέλη σε Σίδνεϋ και Βαρκελώνη αφορούν την καλύτερη αξιοποίηση της κληρονομιάς των αγώνων. Ο Andrew Zimbalist, καθηγητής οικονομίας στο Smith College, που δημοσίευσε πέρυσι την έκθεση «Η χρήση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων μετά το τέλος των αγώνων» σημειώνει: «Στο τέλος της ημέρας το κύριο όφελος φαίνεται ότι είναι μια όμορφη αίσθηση, διάχυτη στους πολίτες της πόλης που τους φιλοξενούν, αλλά αυτό δεν κρατάει για πολύ, μόνο μέχρι να πάρουν στα χέρια τους το λογαριασμό». Ο Zimbalist δεν συμπεριέλαβε στην έρευνα του την περίπτωση του Ρίο, όπου το αίσθημα το οποίο είναι διάχυτο στην κοινωνία τις ημέρες της διοργάνωσης δεν το λες και «όμορφη αίσθηση».
Όταν το Ολυμπιακό πνεύμα σκοτώνει
Ένας από τους βασικούς λόγους αδυναμίας οικονομικής πρόβλεψης για την διοργάνωση των αγώνων είναι ο χρόνος επιλογής τους. Η ΔΟΕ αποφασίζει ποια θα είναι η εκάστοτε διοργανώτρια πόλη 7 χρόνια πριν την τελετή έναρξης. Στο ρευστό σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον οι Έλληνες γνωρίζουν πολύ καλά τι μπορεί να συμβεί σε λιγότερο από έξι χρόνια αλλά δεν είναι οι μόνοι. Οι Βραζιλιάνοι έχουν μια αντίστοιχη ιστορία να μας εξιστορήσουν.
Η Βραζιλία, η μεγαλύτερη οικονομία της Νότιας Αμερικής, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στην δίνη μια απίστευτης πολιτικής και οικονομικής κρίσης η οποία έχει τις ρίζες της στο 2001. Μια έκθεση πέντε οικονομολόγων του UCLA υποστηρίζει ότι εκτός από την φυσιολογική ύφεση που προκαλεί στην χώρα η πτώση της τιμής του πετρελαίου, το σκάνδαλο της δημόσιας επιχείρησης πετρελαιοειδών Petrobras (με καταγεγραμμένες ζημιές 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων τα τελευταία 4 χρόνια) εμπλέκει όλα τα πολιτικά κόμματα της χώρας (41 από τα 89 μέλη της Γερουσίας και 303 από τα 513 μέλη του κοινοβουλίου ελέγχονται δικαστικά για το σκάνδαλο) και αυτό ενώ σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα το 9% των Βραζιλιάνων ζει σήμερα με λιγότερα από 3,10 δολάρια την ημέρα.
Η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων δημιουργεί ένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα το οποίο δεν επιτρέπει καμία ευελιξία στην περίπτωση που αλλάξει το οικονομικό περιβάλλον. Το Ρίο κέρδισε τους Ολυμπιακούς Αγώνες μόλις λίγους μήνες μετά την κατάρρευση της Leahman Brothers και πριν φανεί ότι αυτή θα οδηγούσε σε μια παγκόσμια ύφεση. Εκείνη την περίοδο η Βραζιλία κατέγραφε ανάπτυξη της τάξης του 8% και όλα έδειχναν ρόδινα για την υπερδύναμη της Νότιας Αμερικής. Ωστόσο όταν τα πάντα άλλαξαν η Βραζιλία δεν είχε κανένα τρόπο να αλλάξει -με τη σειρά της- τα σχέδιά της. Όπως σημειώνει στην έκθεσή του ο Zimbalist «Η επέκταση του Μετρό στο Ρίο θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση στην 5η θέση μιας λίστας προτεραιοτήτων αν η κυβέρνηση επικεντρωνόταν σε υποδομές που πραγματικά χρειάζονται οι πολίτες της -και πρώτη που θα εγκαταλειπόταν αν δεν έβγαινε ο προϋπολογισμός. Η μεταφορά του πληθυσμού από και προς τις αθλητικές εγκαταστάσεις και τις παραλίες είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση την ανάγκη δημιουργίας δικτύου μεταφορών στα βόρεια και τα δυτικά προάστια της πόλης, εκεί δηλαδή που μένει η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων.
Φανταστείτε μια πόλη όπου το 30% των πολιτών ζει σε φαβέλες να κατασκευάζει ένα τεράστιο γήπεδο γκολφ (άθλημα που συγκαταλέγεται για πρώτη φορά στους αγώνες) ξοδεύοντας χώρο και νερό, τα δύο μεγαλύτερα αγαθά σε έλλειψη στη χώρα. Η Βραζιλία που πριν από λίγα χρόνια έτρεχε με ανάπτυξη 8,8% αυτή τη στιγμή καταγράφει ύφεση 5,4% και τα νούμερα σίγουρα θα χειροτερέψουν. Η ανεργία εκτοξεύτηκε στο 10,9% μέσα σε 3 χρόνια, ενόσω δηλαδή βρισκόταν σε έξαρση η προετοιμασία των αγώνων που υποτίθεται ότι θα έφερνε 80.000 νέες θέσεις εργασίας και οι προοπτικές είναι ακόμα πιο αρνητικές για την περίοδο μετά την ολοκλήρωση της Ολυμπιάδας. Οι δημόσιοι υπάλληλοι της χώρας που έχουν δεχτεί τρεις διαδοχικές μισθολογικές μειώσεις είδαν για πρώτη φορά τους μισθούς τους να μην καταβάλλονται στην ώρα τους τον Απρίλιο, το σύστημα υγείας της χώρας καταρρέει μετά τη μείωση των δαπανών κατά 30% και οι δομές κοινωνικής πρόνοιας θα πρέπει να τα βγάλουν πέρα με προϋπολογισμό μειωμένο κατά 40%, σε ένα τομέα δηλαδή που η Βραζιλία δεν τα πήγαινε καλά έτσι και αλλιώς.
Τον Σεπτέμβριο του 2009 μετά την ανακοίνωση της ανάθεσης των αγώνων στο Ρίο οι Βραζιλιάνοι ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις παραλίες πανηγυρίζοντας. Τον Ιούνιο φέτος ο κόσμος ήταν και πάλι στους δρόμους του Ρίο ντε Τζανέιρο: «Το πάρτι στο Ρίο θα είναι μεγάλο» φώναζαν «…αλλά δεν είμαστε καλεσμένοι» συμπλήρωναν.
Οι διαδηλώσεις πριν την έναρξη των αγώνων έχουν οδηγήσει σε 12 νεκρούς από τις συγκρούσεις με την αστυνομία. Το Ολυμπιακό πνεύμα φαίνεται ότι μερικές φορές μπορεί ακόμα και να σκοτώσει.
Γιατί να (μην) αναλάβεις την διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων
Σύμφωνα με τον Andew Rose, οικονομολόγο του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϋ, «η διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων είναι απλά μια τρομερά κακή ιδέα αφού σχεδόν όλοι οι αγώνες έχουν υπερβεί κατά πολύ τον προϋπολογισμό και έχουν αφήσει γιγάντια χρέη». Γιατί λοιπόν κάποιος να θέλει να τους διοργανώσει;
Πριν ξεκινήσουμε να συζητάμε τους λόγους που μια χώρα θα ήθελε να οργανώσει μια Ολυμπιάδα θα πρέπει να δούμε αν τα έσοδα και τα οφέλη που προκύπτουν από τη διοργάνωση είναι αρκετά για να τη δικαιολογήσουν. Και εδώ η απάντηση είναι εξαιρετικά εύκολη και σύντομη: Όχι.
Ακόμα και μετά την άνθηση των εσόδων από τα τηλεοπτικά δικαιώματα (από το 1984 μέχρι σήμερα), τα συνολικά έσοδα από τηλεόραση, διεθνείς σπόνσορες και εισιτήρια δεν ξεπερνάνε τα 9 δισεκατομμύρια δολάρια (στοιχεία 2012). Το ποσό φαίνεται μάλλον μικρό σε σχέση με το κόστος των 50 δισ. της Ολυμπιάδας του Πεκίνου (και ελλειμματικό σε κάθε περίπτωση ακόμα και σε σχέση με τα 20 δισ. του Ρίο) αλλά είναι ακόμα μικρότερο αφού η διοργανώτρια χώρα μοιράζεται τα έσοδα με την ΔΟΕ σε ποσοστό 50% ενώ η τελευταία συμμετέχει στον προϋπολογισμό της διοργάνωσης με ποσοστό μικρότερο του 25%. Οι διοργανωτές θα πρέπει λοιπόν να ψάξουν αλλού για οφέλη προκειμένου να αποσβέσουν την επένδυση.
Κοιτάζοντας την εφημερίδα το ΒΗΜΑ της 6ης Σεπτεμβρίου 1997 -μια ημέρα δηλαδή μετά την ανάθεση των Ολυμπιακών στην Αθήνα- διαβάζουμε τις προβλέψεις της ελληνικής πρότασης για τα οφέλη από την διοργάνωση: 130.000 νέες θέσεις εργασίας, 120 εκατομμύρια ευρώ από 2 εκατομμύρια επιπλέον τουρίστες, 700 εκατομμύρια στους τομείς της βιομηχανίας και των κατασκευών, 750 εκατομμύρια μόνο από φόρους. Και όλα αυτά στην εκπληκτική προσφορά των 3 δισ. ευρώ.
Το τελικό κόστος της Ολυμπιάδας της Αθήνας υπολογίζεται σήμερα μεταξύ 14 και 16 δισεκατομμυρίων ευρώ (απόκλιση μεταξύ 466 – 533%). Η αναμόρφωση του ΟΑΚΑ που είχε υπολογιστεί στα 3 εκατομμύρια ευρώ τελικά κόστισε 399 εκατομμύρια. Το στάδιο Καραϊσκάκη, η κατασκευή του οποίου δεν ήταν απαραίτητη αφού η Αθήνα είχε γήπεδα για να φιλοξενήσει το μειωμένου ενδιαφέροντος ποδόσφαιρο στους Ολυμπιακούς, κόστισε 60 εκατομμύρια και δεν ήταν καν πλήρως έτοιμο για τους αγώνες (τελικά «έπεσε στα χέρια» του Κόκκαλη), με το πρόσχημα των Ολυμπιακών κατασκευάστηκε ακόμα και το μεγαλύτερο αυθαίρετο στην Ευρώπη, το The Mall Athens από τη Lamda (του επίσημου μετα-ολυμπιακού εργολάβου αφού έχει κερδίσει επίσης τον διαγωνισμό για το Ελληνικό και το τεράστιο κτήριο του κέντρου Ραδιοτηλεόρασης). Όσο για τις προβλέψεις περί τουρισμού: Η Ελλάδα το 2004 δέχτηκε 11,7 εκατομμύρια ξένους τουρίστες, δηλαδή 1 εκατομμύριο λιγότερους από το 2003 ενώ τα έσοδα από τον τουρισμό μειώθηκαν περισσότερο από 9% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.
Γιατί λοιπόν κάποιος να αναλάβει μια οργάνωση σαν και αυτή; Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση θα πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε «ποιος είναι ο κάποιος;».
Η ανάληψη της Ολυμπιάδας δεν είναι ζημιογόνα για όλους. Αυτοί που χάνουν σίγουρα είναι μόνο οι πολίτες. Ο κατασκευαστικός κλάδος, η βιομηχανία πρώτων υλών και τα μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα είναι μερικοί από αυτούς που ωφελούνται σημαντικά. Οι πολιτικοί αποκομίζουν επίσης οφέλη… και δεν αναφερόμαστε μόνο στο κύρος που προσδίδει η επιτυχία της ανάληψης ή της εκτέλεσης (η μεγάλη χρονική περίοδος από την ανάληψη μέχρι την οργάνωση και την αποκάλυψη του πραγματικού κόστους είναι τόσο μεγάλη που συνήθως αφορά διαφορετικούς πολιτικούς και κόμματα). Αυτοί που πάντως περνάνε «ζάχαρη» είναι σίγουρα τα μέλη της ΔΟΕ.
Η επιτροπή διεκδίκησης του Ναγκάνο έμεινε στην ιστορία επειδή κατάφερε να κερδίσει την υποψηφιότητα του Σόλτ Λέικ για το 1998 παρόλο που -όπως αποδείχτηκε από εισαγγελική έρευνα των ΗΠΑ- οι Αμερικάνοι δαπάνησαν 15 εκατομμύρια δολάρια σε μίζες προς τα μέλη της επιτροπής της ΔΟΕ. Μια αντίστοιχη έρευνα που διέταξε ο Κυβερνήτης του Ναγκάνο στην Ιαπωνία κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα: «Η επιτροπή δαπάνησε εκατομμύρια δολάρια σε παράνομα και υπερβολικά επίπεδα φιλοξενίας για τα μέλη της ΔΟΕ, συμπεριλαμβανομένων 4,4 εκ. μόνο για την ψυχαγωγία τους». Έχοντας όλα αυτά υπόψη αποκτάει μεγάλο ενδιαφέρον η καταγεγραμμένη μαρτυρία (μια απολαυστική εμπειρία ανάγνωσης θα βρείτε εδώ) της Γιάννας Αγγελοπούλου Δασκαλάκη, Προέδρου της ελληνικής επιτροπής διεκδίκησης η οποία αναφέρει ότι σε αντίθεση με την υποψηφιότητα του 1996, όπου η Ελλάδα πάνω-κάτω είχε απαιτήσει δικαιωματικά την οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, στη δική της περίπτωση ακολουθήθηκε μια «επιστημονική» μέθοδος. Η ίδια, υποστηρίζει, ταξίδευε επί χρόνια και χρησιμοποιούσε τις διασυνδέσεις της προκειμένου να επιλεχθεί τελικά η Αθήνα. Τι κόστος να είχε άραγε ο τουριστικός οργασμός της; Τα σκάνδαλα και οι αποπομπές των «αθανάτων» της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής είναι συνεχόμενα από τη δεκαετία του '80. Η ΔΟΕ μάλιστα είχε την τιμή να παραλάβει το Public Eye Award το 2010, ένα βραβείο ντροπής που αποδίδεται στους πιο διεφθαρμένους οργανισμούς.
Η έκθεση της American Economic Association (ΑΕΑ) προσπαθώντας να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί υπάρχουν ακόμα χώρες που φιλοξενούν Ολυμπιάδες;» δίνει δύο επιπλέον πιθανές εξηγήσεις (αφού πρώτα παραθέσει παραδείγματα διαπλοκής κατασκευαστικών και τουριστικών βιομηχανιών με τις επιτροπές διεκδίκησης). «Η ανησυχία για τις οικονομικές επιπτώσεις από τη διοργάνωση των αγώνων -σημειώνει- παίζει μόνο ένα μικρό ρόλο στην απόφαση των κρατών να καταθέσουν φάκελο υποψηφιότητας. Η επιθυμία φιλοξενίας των αγώνων μπορεί να οδηγείται από τον εγωισμό των ηγετών ή από την επιθυμία ανάδειξης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης της χώρας. Θα ήταν δύσκολο να εξηγηθεί αλλιώς γιατί η Ρωσία δαπάνησε 45 δισ. δολάρια το 2014 και η Κίνα 50 δισ. το 2008. Στις χώρες όπου οι κυβερνήσεις δε λογοδοτούν στους ψηφοφόρους και τους φορολογούμενους είναι εύκολο τα επιχειρηματικά συμφέροντα να επηρεάζουν την απόφαση χωρίς καμία απολύτως επίπτωση».
Αν λάβουμε υπόψη μας τις δύο εξηγήσεις -συνυπολογίζοντας ότι όπου υπάρχει χρήμα υπάρχει αξιωματικά και πεδίο άνθησης της διαφθοράς- γίνεται σαφές ότι οι υποψηφιότητες για τη διοργάνωση Ολυμπιάδων είναι αντιστρόφως ανάλογες όταν οι οικονομικές επιπτώσεις των προηγούμενων διοργανώσεων γίνονται γνωστές στις κοινωνίες και αυξάνονται μόνο όταν στις χώρες που καταθέτουν φακέλους οι κυβερνώντες δε νιώθουν την πίεση της κοινωνίας.
Η τελευταία εξήγηση που δίνει η έκθεση βασίζεται στην προβληματική αποτίμηση των εξόδων και είναι γνωστή στις οικονομικές επιστήμες ως η «κατάρα του νικητή»: Όταν οι επενδυτές συμμετέχουν σε μια δημοπρασία υποβάλλοντας προσφορές επί ενός περιουσιακού στοιχείου αβέβαιης αξίας (όπως π.χ. το δικαίωμα σε offshore εταιρίες leasing πετρελαίου ή στη διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων) ο νικητής είναι συνήθως ο πλειοδότης, αυτός δηλαδή που είναι πιο επιρρεπής στην υπερεκτίμηση της αξίας του διεκδικούμενου περιουσιακού στοιχείου και άρα πιο ευάλωτος σε ρίσκα.
Διαφθορά, πολιτικός καιροσκοπισμός, αδυναμία πρόβλεψης των διεθνών οικονομικών συγκυριών και έλλειψη δικλείδων ασφαλείας είναι οι τέσσερις πυλώνες στους οποίους στηρίχτηκε η διοργάνωση των σύγχρονων Ολυμπιάδων. Όπως όμως το λογότυπο των ολυμπιακών αγώνων έχει πέντε κύκλους, έτσι και για την διοργάνωση των αγώνων χρειαζόταν ένας επιπλέον πανίσχυρος πυλώνας: Αυτός της κοινωνικής συνενοχής.
Η άγνοια ως στοιχείο υπερηφάνειας
Ίσως το πιο σοκαριστικό στοιχείο που προκύπτει από τα προαναφερθέντα είναι ότι το 90% των παραθέσεων και των παραπομπών ήταν ήδη διαθέσιμα το 1997 όταν η Ελλάδα κέρδισε την ανάθεση της Ολυμπιάδας. Οι οικονομικές μελέτες, οι δίκες για τα σκάνδαλα διαφθοράς σε Αμερική και Ιαπωνία, η αποπομπή των μελών της ΔΟΕ… όλα αυτά ήταν στη διάθεση οποιουδήποτε ήθελε να ασχοληθεί σοβαρά με τις επιπτώσεις της διοργάνωσης των αγώνων. Και η λέξη κλειδί στην προηγούμενη φράση είναι η λέξη «οποιουδήποτε».
Η οικονομική κρίση και ο άθλιος ρόλος των συστημικών ΜΜΕ τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει την εσφαλμένη αίσθηση ότι η ποιότητα της δημοσιογραφίας ακολούθησε παράλληλο δρόμο με το ΑΕΠ της χώρας μας. Η αλήθεια όμως είναι ότι το τρίγωνο της διαπλοκής είναι πολύ παλιότερο και πολύ πιο βαθιά ριζωμένο στην ελληνική ιστορία. Σήμερα δεν είναι πολλοί αυτοί που θυμούνται ότι ο μοναδικός δημοσιογράφος που άσκησε έντονη κριτική στην οργάνωση της Ολυμπιάδας, ο Φίλιππος Συρίγος, βρέθηκε μαχαιρωμένος πισώπλατα μετά από δολοφονική ενέδρα τον Οκτώβριο του 2004. Εκείνη την εποχή ήταν εντελώς αδιανόητο να αμφισβητεί κάποιος τη Μεγάλη Ιδέα.
Οι δημοσιογράφοι απέτυχαν οικτρά στην ενημέρωση του κόσμου για τις επιπτώσεις της διοργάνωσης των αγώνων. Τα χρόνια πριν το 2004 υπήρχε χώρος μόνο για θριαμβολογίες ή κριτική για τις καθυστερήσεις στην εκπλήρωση του «εθνικού μας στόχου», κριτική που συχνά χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι για το πέρασμα νόμων για τη διευκόλυνση εργολάβων και την απευθείας ανάθεση έργων αξίας εκατομμυρίων ευρώ εκτός του Συστήματος δημοσίων διαγωνισμών.
Αυτό εξηγείται εύκολα αν δείτε τις γωνίες του Τριγώνου της διαπλοκής: Τράπεζες, Πολιτικοί και ΜΜΕ (με ιδιοκτήτες κατασκευαστικές επιχειρήσεις). Η τέλεια συνταγή για να κρατήσεις ένα λαό ηλίθιο και ταυτόχρονα εθνικά υπερήφανο για τους λάθος λόγους μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και της καθημερινά παρεχόμενης ενημέρωσης.
Η τρομερή κοινωνική υποστήριξη στο όραμα της φιλοξενίας των Ολυμπιακών αγώνων το 2004, η επίδειξη της δυνατότητας μια τόσο μικρής οικονομίας να φέρει εις πέρας ένα τόσο περίπλοκο εγχείρημα και τα δάκρυα συγκίνησης στην τελετή έναρξης οδήγησαν -εν μέρει- τελικά στη σημερινή Ελλάδα της οικονομικής κατάρρευσης, της φτωχοποίησης και της τρομακτικής ανεργίας. Το 1972 μια ενημερωμένη κοινωνία, αυτή του Ντένβερ, είπε «όχι ευχαριστώ» και υποχρέωσε τους πολιτικούς να αποσυρθούν από τη διοργάνωση των αγώνων. Αν το 1997 είχατε αυτές τις πληροφορίες θα πανηγυρίζατε την ανάληψη «της τιμής και της ευθύνης»;
Και τελικά εσείς τι λέτε; Χρειαζόμαστε ανεξάρτητα μέσα μαζικής ενημέρωσης;