του Βαγγέλη Γεωργίου
Μέρος του αφιερώματος: «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες… αλλιώς»
Tο Νοέμβριο του 1918 μέσα σε ένα βαγόνι κρυμμένο στο δάσος κοντά στην Κομπιένη o Γερμανός Υπουργός, Ματίας Ερτζμπέργκερ, θα έβαζε την υπογραφή του στο έγγραφο παράδοσης άνευ όρων του Β’ Ράιχ στους νικητές Συμμάχους. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε λήξει. Δύο χρόνια αργότερα όμως η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) θα μετέτρεπε αυτή την πολιτική συνθηκολόγηση σε αθλητική ταπείνωση για πολλά έθνη.
Σε χιλιάδες αθλητές από Γερμανία, Τουρκία, Αυστρία, Ουγγαρία, Βουλγαρία και Ρωσία απαγορεύτηκε να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς του 1920 και 1924 με το σκεπτικό ότι οι χώρες τους αιματοκύλησαν την Ευρώπη για τέσσερα χρόνια (η Ρωσία ήταν «μολυσμένη» από τον κομμουνισμό). Το ίδιο έργο θα επαναλαμβανόταν από το ολυμπιακό κίνημα στους πρώτους Ολυμπιακούς του Λονδίνου μετά τον Β’ ΠΠ στους οποίους δεν έλαβαν μέρος η Γερμανία η Ιταλία και Ιαπωνία. Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και οι εκδιωγμένοι Γιουγκοσλάβοι αθλητές το 1992. Η ΔΟΕ εξάντλησε όλη την εκδικητικότητα της σε χιλιάδες ανώνυμους αθλητές για πολιτικές αποφάσεις για τις οποίες δεν έφεραν καμία ευθύνη.
Ακόμα όμως και όταν μπούμε μέσα στο γήπεδο τι γίνεται με εκείνους που τους επιτράπηκε η συμμετοχή; Αναρίθμητες φορές η διοργάνωση επέδειξε ανάλογη σκανδαλώδη συμπεριφορά αδικώντας εκατοντάδες αθλητές εσκεμμένα ή όχι. Ο ερασιτέχνης πυγμάχος Roy Jones ήταν μόλις 19 ετών όταν βρέθηκε στον τελικό του 1988 στη Σεούλ απέναντι στον εμπειρότερο Παγκόσμιο Πρωταθλητή Νοτιοκορεάτη Park Si-hun.
Ο καταιγιστικός νεώτερος αμερικανός έστειλε 86 γροθιές πάνω στον αντίπαλό του ενώ δέχτηκε μόνο 32 και από στιγμή σε στιγμή θα αναδεικνυόταν νικητής του αγώνα. Οι κριτές όμως είχαν άλλη άποψη και έδωσαν εντολή στον έκπληκτο διαιτητή να σηκώσει το χέρι του «νικητή» Park Si-hun. «Δεν το πιστεύω αυτό που σου κάνουν» λέει ο διαιτητής στον Roy Jones ο οποίος εγκατέλειψε το ρινγκ με μια πετσέτα στο πρόσωπό για να μη δείξει στον κόσμο το κλάμα του. Μετά τον αγώνα ένας Αμερικανός δημοσιογράφος ρώτησε τον ανταποκριτή Μarv Αlbert «ποιά είναι η κατάσταση σχετικά με τους κριτές, τι είδους μέτρα ασφαλείας ισχύουν;» για να πάρει την απάντηση «δεν νομίζω ότι ο Χίτλερ απολάμβανε καλύτερης ασφάλειας..». Και όμως, παρά το γεγονός ότι η ΔΟΕ μετά από χρόνια ενημερώθηκε ότι οι τρείς κριτές είχαν δωροδοκηθεί από τους Κορεάτες δεν αφαίρεσαν το χρυσό από τον Park Si-hun. Η ΔΟΕ μάλλον έχει γενικότερα λερωμένη τη φωλιά της αν αναλογιστούμε και το σκάνδαλο δωροδοκίας μελών της ΔΟΕ το 1999 σχετικά με τον τρόπο ανάθεσης των Αγώνων.
Βέβαια αυτό που έκαναν οι Κορεάτες για να ενισχύσουν το εθνικό τους γόητρο φαντάζει πραγματικά πταίσμα μπροστά σε αυτό κατάφεραν οι Γερμανοί λίγα μόλις χρόνια πριν. Αν έβλεπε κανείς τα ολυμπιακά στατιστικά των δεκαετιών 1970 και 1980 θα παρατηρούσε μια εντυπωσιακή συγκομιδή μεταλλίων από τις ανατολικογερμανίδες κολυμβήτριες. Όπως καταγράφει ο Βαγγέλης Αλμπανίδης, καθηγητής Ιστορίας Φυσικής Αγωγής, «στο τέλος της δεκαετίας του 1960 η Ανατ. Γερμανία είχε πεισθεί ότι η αθλητική επιτυχία ιδιαίτερα στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν αρκετά αποτελεσματικό μέσο προπαγάνδας.
Γιατροί, ερευνητές και επιστήμονες διατάχθησαν να χρησιμοποιούν κάθε μέσο για την επιτυχία. Οι πληροφορίες που διέρρευσαν για το πρόγραμμα ντόπινγκ των αθλητών της Ανατ. Γερμανίας από το 1968-1989, προκάλεσαν σοκ στη διεθνή κοινή γνώμη. Για πρώτη φορά ήλθαν στο φώς πληροφορίες για οργανωμένη χορήγηση από το κράτος απαγορευμένων ουσιών σε αθλητές και αθλήτριες που στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν νεαρές κολυμβήτριες». Είναι ένα «λαμπρό» παράδειγμα κρατικής αδικίας με θύματα τόσο τους αλλοεθνείς αθλητές όσο και τους ντοπαρισμένους Γερμανούς που το πλήρωσαν ακριβά μακροπρόθεσμα με την ίδια τους την υγεία. Ας θυμηθούμε τον Δανό ποδηλάτης Knut Jensen που πέθανε πάνω στον αγώνα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960 από ένα κοκτέιλ αμφεταμινών και νικοτίνης. Ο έμπειρος βρετανός δημοσιογράφος, Simon Jenkins, πρότεινε την εξής λύση: να αποεθνοποιηθούν οι Ολυμπιακοί αγώνες ώστε να μην χρησιμοποιούνται από τα κράτη ως πεδίο γοήτρου οπότε έτσι δεν θα χρειάζεται να χορηγούν ουσίες τους αθλητές. Στους Ολυμπιακούς, υποστηρίζει, θα πρέπει να καταργηθούν οι σημαίες, οι εθνικές ταυτότητες η νίκη να πηγαίνει στο καλύτερο άτομο και όχι στο καλύτερο κράτος. Τέτοιοι αγώνες θα προσελκύσουν λιγότερη αίγλη ή δημόσιο χρήμα αλλά ήταν θα πιο ειλικρινείς.
Δεν θα πρέπει όμως να κατηγορηθούν εξολοκλήρου τα έθνη για αυτή την κατάντια. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες πηγαίνουν άνθρωποι με προσωπικότητα που φέρουν ευθύνη για την εμφάνισή τους. Ίσως ο έμπειρος Simon Jenkins θα πρέπει να ξανακοιτάξει την θεωρία του. Του Μπεν Τζόνσον δεν του έφταιγε κανείς, και από τι φαίνεται ούτε το Καναδικό Κράτος, όταν κέρδισε το χρυσό το 1988 επειδή είχε γεμίσει τις φλέβες του με στεροειδή.
Ούτε αποδείχτηκε ποτέ ότι η Ελληνική Πολιτεία ανάγκασε την Άννα Βερούλη να πάρει νανδρολόνη στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες. Ήταν δική τους ευθύνη που κορόιδεψαν τους συναγωνιστές τους. Η αδικία όμως δεν είναι μόνο ντοπαρισμένη. Ο γεροδεμένος νοτιοαφρικανός κολυμβητής Cameron van der Burgh είναι πάντα χαμογελαστός μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 2012. Εκτός όμως από χαρούμενος είναι και εξαιρετικά ειλικρινής: παραδέχτηκε ότι στη διάρκεια του αγώνα έκανε αντικανονική χρήση των ποδιών του (dolphins kick) στο νερό δίνοντάς του περισσότερη ώθηση στο νερό συγκριτικά με τους υπόλοιπους συναγωνιστές του. Οι υποβρύχιες κάμερες το αποδεικνύουν αλλά παρόλα αυτά το μετάλλιο δεν του αφαιρέθηκε. «Ο καθένας πιέζει τους κανόνες και σπρώχνει τα όρια και αν δεν το κάνεις δεν προσπαθείς αρκετά» είπε σε συνέντευξή του αργότερα. Τουτέστιν εφόσον υπάρχουν και άλλοι που κλέβουν το κάνω και εγώ.
Η ανεκδιήγητη Πορτορικανή Madeline de Jesús έβαλε την δίδυμη αδελφή της να τρέξει στη σκυταλοδρομία 4×400 μ. γυναικών διότι εκείνη είχε τραυματιστεί και έτσι η ομάδα πέρασε στον επόμενο γύρω. Τουλάχιστον ήταν μια ιστορία αδελφικής αγάπης. Η πιο εντυπωσιακή ίσως ολυμπιακή απατεωνιά έγινε το 1904 στο Σεν Λιούις από τον Αμερικανό μαραθωνοδρόμο Fred Lorz. Αυτός ο πρακτικός αθλητής πέρασε βέβαια πρώτος τη γραμμή της νίκης αλλά παρέλειψε να αναφέρει στους κριτές ότι διέσχισε 10 μίλια με… αυτοκίνητο το οποίο αφού τον άφησε στη διαδρομή μπόρεσε ξεκούραστος να καλύψει ότι απέμεινε με τα πόδια. Ίσως όμως μια αδικία να είναι απλά φαινομενική. Κάτι τέτοιο φάνηκε στους Ολυμπιακούς του 1984 όταν ο κόσμος είδε σοκαρισμένος την παγκόσμια πρωταθλήτρια Mary Decker να σωριάζεται κάτω μετά από τρικλοποδιά που της έβαλε η Zola Budd που βρισκόταν πολύ κοντά της.
Πολλά χρόνια όμως μετά οι δυο τους σε κοινή του εμφάνιση σε εκπομπή θα έλεγαν την αλήθεια: δεν υπήρξε τρικλοποδιά, όλο αυτό δημιουργήθηκε από τα ΜΜΕ. Είναι και αυτό μια αδικία στα πλαίσια των Ολυμπιακών με εξωτερικούς πρωταγωνιστές χάριν των εντυπώσεων.
Άραγε πως θα μπορούσαν να αποφευχθούν όλα αυτά; Μήπως με την χρήση της τεχνολογίας; Αμφίβολο. Στον ημιτελικό αγώνα ξιφασκίας στους Αγώνες του 2012 οι κριτές είχαν στην διάθεσή τους χρονόμετρα και κάμερες για να εξετάσουν τις δίκαιες ενστάσεις της ψυχολογικά συντετριμμένης Νοτιοκορεάτισας Λαμ Σιν αλλά παρόλα αυτά έδωσαν στη Γερμανίδα Χέιντεμαν την πρόκριση στέλνοντάς την στους τελικούς.
Μήπως να αποεθνοποιηθούν οι αγώνες κατά τον Simon Jenkins; Αυτό φαντάζει εξωπραγματικό. Είναι εξίσου πιθανό οι εταιρίες-χορηγοί να θέλουν να ενισχύσουν το «προΐον» τους ανεξάρτητα από την κρατική θέληση για διακρίσεις. Το κράτος δεν θα φταίει όταν οι αθλητές προκειμένου να πετύχουν καλύτερα προσωπικά ρεκόρ θα κάνουν εφιαλτική χρήση γενετικής επιστήμης και μικροϋπολογιστών.
Συνεπώς η λύση βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της ΔΟΕ αν θέλει πράγματι να ελέγχει τους αθλητές και τους κριτές των αγώνων. Όσο γιγαντώνει τον θεσμό (πχ πολλά αθλήματα), όσο προκύπτει -τα μέλη της- μέσα από μη δημοκρατικές διαδικασίες και όσο εθελοτυφλεί στο ζήτημα του ντόμπινγκ τότε δεν θα αλλάξει τίποτα. Όσο για τους μεμονωμένους αθλητές που θέλουν να γίνουν πρωταθλητές το βασικότερο είναι να θυμηθούν ότι το μυαλό δεν υπάρχει μόνο για να χειρίζονται επιδέξια το σώμα τους.