Του Βαγγέλη Γεωργίου
Μέρος του αφιερώματος: «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες… αλλιώς»
Όποιος επισκεφθεί σήμερα τις Βρυξέλλες δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρωτίστως θα εντυπωσιαστεί από τα αναρίθμητα μεγαλοπρεπή δημόσια κτήρια μιας άλλης εποχής που τα συναντάς σε λίγες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι δημιουργήματα ενός διαβόητου βασιλιά, του Λεοπόλδου Β’, που ήθελε να περιβάλλει την αγαπημένη χώρα του με αίγλη και «αγάπη». Η αλήθεια όμως αποκαλύφθηκε: αυτά τα ματαιόδοξα αρχιτεκτονήματα χρηματοδοτήθηκαν από την οικονομική αφαίμαξη του Κονγκό και την γενοκτονία 10.000.000 δύσμοιρων έγχρωμων στο κλείσιμο του 19ου αιώνα.
Το επόμενο master plan εκείνου του ακόρεστου και στυγνού βασιλιά ήταν να επεκτείνει τη χώρα του μεθοδικά επιστρατεύοντας την παιδεία, την επιστήμη και τον… αθλητισμό. Ήταν πεπεισμένος ότι για να είναι καλός ένας επεκτατικός αποικιοκράτης πρέπει να είναι πρωτίστως καλός αθλητής. Για τον Λεοπόλδο δεν υπήρχε ιδανικότερο πρόσωπο που θα τον βοηθούσε από τον Πιέρ Ντε Κουμπερντέν, τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής ο οποίος δέχτηκε με χαρά να του υποβάλλει σχετική έκθεση. O βιολογικός ρατσισμός του Κουμπερτέν (στη φωτογραφία αριστερά σε προχωρημένη ηλικία) ταίριαζε γάντι στα επεκτατικά σχέδια του μεγαλύτερου γενοκτόνου αποικιοκράτη όλων των εποχών.
Ολυμπιακοί για τους λευκούς και ζωολογικός κήπος για Ιθαγενείς
Η χειραφέτηση των έγχρωμων στις ΗΠΑ από τον Λίνκολν ήταν εξαιρετική για κάδρο στο προεδρικό γραφείο. Οι ολυμπιακές ΗΠΑ του 1904 ήταν ασύγκριτα πιο ρατσιστικές από τις ΗΠΑ του Λίνκολν. Ταυτόχρονα με τα ολυμπιακά αγωνίσματα οι διοργανωτές φρόντισαν να οργανώσουν τις Ημέρες Ανθρωπολογίας χειραγωγώντας τον Ολυμπισμό για να ενισχύσουν τη δική τους προβολή. Είναι η κορυφαία στιγμή των ρατσιστικών ΗΠΑ, ένα «ζωολογικός» κήπος για ανθρώπους εκθέματα που ήταν μαντρωμένοι σε ένα κατάλληλα διαμορφωμένο εξωτικό χωριό. Πυγμαίοι, Φιλιππινέζοι και Ινδιάνοι και άλλοι βάρβαροι αποτέλεσαν εκθέματα που τα έβαζαν να τρέχουν, να σκαρφαλώνουν σε κολώνες τηλέγραφου ακόμα και να κάνουν πάλη στη λάσπη. Για πρώτη φορά δόθηκε η ευκαιρία ανοιχτά στη λευκή αμερικανική μπουρζουαζία να επιβεβαιώσει την φυλετική και εθνικιστική υπεροχή της έναντι των παγανιστών και πρωτόγονων λαών. Ήταν μια περίοδος τέτοιας ρατσιστικής φρενίτιδας για τελειοποίηση της λευκής ηνωμενοπολιτειοαμερικανικής φυλής που σε πολλές πολιτείες ξεπηδούσαν απίθανες νομοθεσίες(Ugly Laws) που ποινικοποιούσαν την ασχήμια και την αναπηρία.
Ο Κουμπερτέν αντιλήφθηκε το τρομερό λάθος που έκανε να γίνουν οι αγώνες στο Σεν Λιούις λέγοντας απογοητευμένος ότι «όσο γι’ αυτή την εξοργιστική παρέλαση [εννοεί τους «βάρβαρους εκθέματα»] θα χάσει την επιρροή της όταν μαύροι, ερυθροί και κιτρινιάρηδες θα μάθουν να τρέχουν, να πηδάν και να ρίπτουν και [έτσι θα] αφήσουν τους λευκούς πολύ πίσω τους». Γι’ αυτό εξάλλου έδωσε τόπο στην οργή να γίνουν για δεύτερη φορά οι Αγώνες στην Αθήνα για να σωθεί το κύρος τους. Εξάλλου «Από τώρα και στο εξής» έλεγε ο Γάλλος ολυμπιοπατέρας «ας αφήσουμε τον Ελληνισμό να κάνει ό, τι θέλει. Οι αριθμοί, το κύρος της ιστορίας και η ανώτερη βιολογία είναι με το μέρος του. Κανένας άλλος λαός της Ανατολής δεν έχει τόσα προνόμια για να αξίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου».
Είναι εντυπωσιακό πως όταν γίνεται η σύνδεση ρατσισμού και Ολυμπιακών το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό είναι οι Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο. Και όμως. Όπως υπογραμμίζει ο Sean Edgecomb συχνά παραβλέπονται οι αγώνες του 1904 ενώ έχουν παρόμοια ατζέντα. Οι Αμερικανοί ήταν παραδοσιακά γνήσιοι ρατσιστές ξεπερνώντας ακόμα και τους Γερμανούς Ναζί το 1936. Οι πρώτοι γαλουχήθηκαν και οικοδόμησαν την γιγαντιαία οικονομία τους πάνω στη δουλεία και την εκμετάλλευση. Αντίθετα για το ναζιστικό κόμμα η φυλετική ανωτερότητα ήταν απλά ένα εύρημα για να μπορεί να χειραγωγηθεί ο μέσος Γερμανός. Ήταν μια προπαγάνδα που χρησιμοποιήθηκε στους Ολυμπιακούς και για την οποία θα μιλήσουμε τις επόμενες μέρες στα πλαίσια του αφιερώματος οι «Ολυμπιακοί Αγώνες Αλλιώς..». Η ρατσιστική πολιτική των Γερμανών ήταν μια ετεροχρονισμένη συμπεριφορά την οποία οι ΗΠΑ είχα ήδη αρχίσει να την αλλάζουν όχι από αλτρουισμό αλλά επειδή πολύ απλά εκεί όδευε η ιστορία και υπήρχαν εναλλακτικοί τρόποι εκμετάλλευσης των ανυπεράσπιστων κοινωνικών ομάδων. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο Τσέσε Όουενς δεν τα έβαλε με τον Χίτλερ όταν πήρε το χρυσό μετάλλιο αλλά με τον Πρόεδρο Ρούσβελτ μένοντας με το παράπονο πως «δεν ήταν ο Χίτλερ που με περιφρόνησε. Αυτό το έκανε ο Ρούσβελτ. Ο Πρόεδρος δεν μου έστειλε ούτε καν ένα τηλεγράφημα».
Ο ταλαντούχος κύριος Avery Brundage: ο πανίσχυρος ρατσιστής Πρόεδρος της ΔΟΕ
Μπορεί πραγματικά το βορειοαμερικανικό κράτος να είχε ταράξει τους μαύρους αλλά τουλάχιστον συμμετείχαν στις ολυμπιακές αποστολές. Αντίθετα το 1964 και ενώ ακόμα στις ΗΠΑ υπήρχαν περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα για τους έγχρωμους, στη Νότια Αφρική, η κυβέρνηση αποφάσισε να μη στέλνει διαφυλετικές ομάδες σε αθλητικές αποστολές συμπεριλαμβανομένων των Ολυμπιακών. Ήταν απλά η συνεπής εφαρμογή του περίφημου καθεστώτος διακρίσεων (απαρτχάιντ) που διαχώριζε τις φυλετικές ομάδες. Υπό την διεθνή κατακραυγή άλλων κρατών, ειδικά των αφρικανικών, η ΔΟΕ πέταξε έξω από τους Ολυμπιακούς Αγώνες τη Νότια Αφρική για 25 χρόνια περίπου, μέχρι το 1988. Την περίοδο του νοτιοαφρικανικού αποκλεισμού πρόεδρος της ΔΟΕ ήταν ο «Έντγκαρ Χούβερ» των Ολυπιακών Αγώνων, ο πανίσχυρος αμερικανός Avery Brundage (στη φωτογραφία παρακάτω με τον πρώην βασιλιά της Ελλάδας). Εκ πρώτης όψεως ανεβαίνει στα μάτια όλων μας με αυτήν την στάση.
Όταν είχε τεθεί το θέμα στις ΗΠΑ να μποϋκοτάρουν τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου λόγω του αντισημιτισμού και ρατσισμού των διοργανωτών ο αντικομουνιστής και μέλος της ΔΟΕ Avery Brundage είχε αρνηθεί στη βάση ότι άλλο η πολιτική και άλλο ο αθλητισμός. Τότε εισέπραξε όμως την γενναία απάντηση από τον δικαστή Jeremiah Mahoney ότι «δεν τίθεται θέμα πολιτικό αλλά ανθρωπισμού». Ο Avery Brundage ύστερα από δεκαετίες θα αναλάμβανε την προεδρία της ΔΟΕ και θα αποτελούσε το κόκκινο πανί του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ. Όταν είδε τους δύο έγχρωμους αθλητές στους Ολυμπιακούς του Μεξικό το 1968 Tommie Smith και John Carlos να υψώνουν τα χέρια και να κάνουν τον χαρακτηριστικό χαιρετισμό του κινήματος Μαύρη Δύναμη άδραξε την ευκαιρία. Οι δύο ολυμπιονίκες πλήρωσαν το τίμημα αυτού το ιδιαίτερου μηνύματος τους κατά των διακρίσεων και της φυλετικής βίας στην πατρίδα τους με το να μην ξαναδούν ποτέ Ολυμπιάδα στη ζωή τους. Ο απολίτικος Avery Brundage φρόντισε να αποβληθούν επειδή τόλμησαν να φέρουν την πολιτική μέσα τον ναό του αθλητισμού. Βέβαια πολλά χρόνια πριν, το 1936, ο Brundage ως μέλος της ΔΟΕ δεν πειράχτηκε διόλου από τον ναζιστικό χαιρετισμό των Γερμανών καθότι εκείνος, είπε, ήταν εθνικός χαιρετισμός. Του μίστερ Brundage όμως –όπως και πολλών αμερικανών- του διέφυγε κάτι: Κατά περίεργο λόγο ο Τζέσε Όουενς το 1936 έκανε στρατιωτικό χαιρετισμό πάνω στο βάθρο. Από πότε άραγε ταυτίστηκε ο στρατιωτικός χαιρετισμός με τον εθνικό; Οι δύο μαύροι ολυμπιονίκες του 1968 είχαν κάθε λόγο να διαμαρτυρηθούν ενώ ο Τζέσε Όουενς τι λόγο είχε να χαιρετίσει στρατιωτικά; Ο μιλιταρισμός έχει άλλη χάρη ίσως.
Παρεμπιπτόντως, όταν γίνεται λόγος για τους αγώνες του 1968, πολύ λίγοι αναφέρονται στον ηρωικό Αυστραλιανό λευκό ολυμπιονίκη Peter Norman που υποστήριξε τους έγχρωμους συναθλητές και γι αυτό τον λόγο η πατρίδα τον τιμώρησε καταστρέφοντας την καριέρα του. Όπως θεωρεί η ΔΟΕ «η λαμπρότητα των τριών αθλητών επισκιάστηκε από την διαμαρτυρία πάνω στο βάθρο». Οπότε τρέχα να πετύχεις χρόνο και άσε τον κόσμο να καίγεται.
Αν δεν υπήρχε ρατσισμός θα τον φτιάχναμε;
Τα χρόνια περνάνε και δεκάδες ολυμπιάδες πραγματοποιήθηκαν από εκείνες τις οργανωμένες ρατσιστικές εκδηλώσεις ο κόσμος το έριξε στην πλάκα. Στην Ελλάδα το 2012 απαγορεύτηκε στην πρωταθλήτρια Βούλα Παπαχρήστου να ακολουθήσει την ομάδα στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου χωρίς να της δώσουν το δικαίωμα να απολογηθεί. Η αιτία ήταν σχόλιό της στο Twitter: «Με τόσους Αφρικανούς στην Ελλάδα… Τουλάχιστον τα κουνούπια του δυτικού Νείλου… θα τρώνε σπιτικό φαγητό!!!» Ο Διονύσης Τσακνής τότε είχε απευθυνθεί δημοσίως στην 23χρονη «Υποψιάζομαι (…) πως δεν το εννοούσες. Έλα όμως που κάποιοι θέλουν να κρυφτούν πίσω σου και να πουλήσουν εκ του ασφαλούς, τάχα δημοκρατικές ευαισθησίες, τάχα καθωσπρεπισμό και τάχα Ολυμπιακό πνεύμα…». Ίσως πρόκειται για μια υπερβολική αντίδραση του Ολυμπιακού κινήματος αλλά η εξορία της Παπαχρήστου έληξε με την συμμετοχή της στου Αγώνες του Ρίο. Είναι αμφίβολο πως αν αναρτούσε κάποιο ανέκδοτο με τους Ποντίους θα της απαγόρευαν να ακολουθήσει την ολυμπιακή αποστολή. Είναι απλά μια περίπτωση ρατσιστικής «μόδας». Ήταν μια εξαιρετική περίπτωση μιντιακής κατανάλωσης του συστήματος. Ο μαύρος ρατσισμός είναι τόσο απόλυτος και μαρκετινίστικος που παρακάμπτονται άλλοι πιο εμφανείς και επίσημα εκφρασμένοι από ΜΜΕ. Ας πάρουμε τον ευφάνταστο τίτλο είδησης του ΣΠΟΡΤ FM για την τερματοφύλακα της Ανγκόλα… που τα τρώει όλα. Ο δημοσιογράφος ή ο αρχισυντάκτης θέλοντας προφανώς να περάσει με «πιασάρικο» τρόπο την είδηση επέλεξε να αναδείξει τα κιλά της αθλήτριας επιδεικνύοντας έναν κοινωνικό ρατσισμό που αποσκοπεί στο γέλιο μέσω της ταπείνωσης. Δηλαδή κατά το ρεπορτάζ η τερματοφύλακας είναι τόσο ογκώδης που δεν περνάει τίποτα. Η κακή δημοσιογραφία δεν είναι εξαίρεση στην Ελλάδα. Τα ελληνικά ας πούμε ΜΜΕ εκμεταλλεύονται ανάλογες καταστάσεις ή ακόμη δημιουργούν κοινωνικά ρατσιστικά σύνδρομα στον κόσμο. Αλλά τέτοιος αντιστρεφόμενος ρατσισμός δεν είναι μόνο ελληνικό χαρακτηριστικό.
Στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, στις ΗΠΑ, ανάγκασαν το NBC να ζητήσει συγνώμη διότι μετά το ρεπορτάζ του ελληνοαμερικανού αθλητικού σχολιαστή Μπομπ Κώστα για την έγχρωμη Ολυμπιονίκη Gabby Douglas πρόβαλλε διαφήμιση με πρωταγωνιστή έναν πίθηκο κατηγορώντας έτσι το κανάλι για έμμεσο ρατσισμό(!). Όπως πολύ εύστοχα θα σημείωνε ένας σχολιαστής «Μπορείς να στοιχηματίσεις ότι το 99% των ανθρώπων δεν θα έκαναν ποτέ τη σύνδεση αυτή αν δεν τους την επεσήμαναν». Η ειδική στις φυλετικές σχέσεις Αφροαμερικανίδα δημοσιογράφος Nadra Kareem Nittle συγκέντρωσε παραδείγματα επίδειξης ολυμπιακού ρατσισμού δημιουργώντας περισσότερο εντυπώσεις παρά πραγματική ενημέρωση. Στην προσπάθεια της να φουσκώσει το ρεπορτάζ της συγχέει παραδείγματα εθνικισμού και ρατσισμού που είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Φυσικά και υπάρχουν αναρίθμητα ρατσιστικά περιστατικά εκ των οποίων όμως τα περισσότερα ίσως υπερτονίζονται και πολλαπλασιάζονται λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των εντυπώσεων. Αλλά εδώ θέλει προσοχή. Ο αυτοεκπληρούμενος ρατσισμός είναι εξίσου επικίνδυνος.