του Θάνου Καμήλαλη
Μέρος του αφιερωματος: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες… αλλιώς
Ένας από τους βασικούς λόγους που οι Αγώνες του Ρίο θα μείνουν στην ιστορία για τα αθλητικά τους επιτεύγματα, είναι οι συγκλονιστικές επιδόσεις στους δρόμους ταχύτητας. Στα 400 μέτρα των γυναικών η Σόουν Μίλερ τερμάτισε πέφτοντας στη γραμμή του τερματισμού, κερδίζοντας στο νήμα την αντίπαλο της, Άλισον Φέλιξ. Στο αντίστοιχο αγώνισμα των ανδρών ο νοτιοαφρικανός Γουέιντ φαν Νιεκέρκ άφησε άναυδο ολόκληρο τον κόσμο, σπάζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ που κρατούσε ο Μάικλ Τζόνσον από το 1999 και αφήνοντας τα μεγάλα φαβορί του αγωνίσματος πολλά μέτρα πίσω. Στα 100 μέτρα των ανδρών ο θρύλος Γιουσέιν Μπολτ κατέκτησε το τρίτο χρυσό ολυμπιακό του μετάλλιο σε τρίτη διαδοχική Ολυμπιάδα, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία, ενώ φαντάζει πολύ πιθανό να επαναλάβει το κατόρθωμα του στα 200 μέτρα αλλά και στην σκυταλοδρομία 4 επί 100 με την Τζαμάικα.
Διάσημοι αγώνες ταχύτητας στον στίβο συμβαίνουν κάθε τόσο, με τους αναλυτές, χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία είναι η αλήθεια, να ονομάζουν τις μεγαλες κούρσες κάθε φορά ως «η κούρσα του αιώνα». Συνέβη όταν ο Μπολτ κατέρριπτε το ένα παγκόσμιο ρεκόρ μετά το άλλο, ή όταν οι επιδόσεις ξεπερνούν συγκεκριμένα όρια (όπως τα 20 δευτερόλεπτα στα 200 μέτρα ή τα 10 στα 100). Η γνωστότερη ως «κούρσα του αιώνα» συνέβη στην Ολυμπιάδα της Σεούλ του 1988 με τη νίκη του Μπεν Τζόνσον απέναντι στον Καρλ Λιούις στα 100 μέτρα (9.79 ο νικητής). Είναι βέβαια γνωστή επίσης ως «πιο βρώμικη κούρσα του αιώνα», καθώς όλοι οι πρωταγωνιστές της ενεπλάκησαν σε σκάνδαλο ντόπινγκ. Η ιστορία του κλασικού αθλητισμού είναι γεματη με τέτοιες σελίδες, «χρυσές» και «μαύρες», ανεξίτηλα χαραγμένες με κατορθώματα σπουδαίων αθλητών και αθλητριών.
Ό,τι συνέβη όμως στο Μεξικό το 1968 ήταν κάτι παραπάνω από αυτά.
Ο «Χαιρετισμός της Μαύρης Δύναμης»
To πρωί της 16ης Οκτωβρίου 1968 πραγματοποιήθηκε ο τελικός των 200 μέτρων στο στίβο. Στην απονομή των μεταλλίων που ακολούθησε, οι δύο αφροαμερικανοί αθλητές, ο νικητής Τόμι Σμιθ και ο τρίτος, Τζον Κάρλος, ύψωσαν τις γροθιές τους στον αέρα, φορώντας ένα μαύρο γάντι, σύμβολο του κινήματος «Μαύρη Δύναμη», που διεκδικούσε ίσα δικαιώματα για τους αφροαμερικανούς πολίτες των ΗΠΑ. Παράλληλα, οι δύο ολυμπιονίκες εμφανίστηκαν ξυπόλυτοι, σε μια συμβολική κίνηση για τις συνθήκες ζωής των αφροαμερικανών.
Όποιος παρατηρεί την εικονική φωτογραφία εκείνου του βάθρου, είναι λογικό να προσέξει τους δύο από τους τρεις πρωταγωνιστές. Ο Νόρμαν, δεύτερος, μοιάζει να περισσεύει, ξένος, ίσως… κομπάρσος σε μια ιστορική στιγμή. Όπως στο μνημείο του «Χαιρετισμού» (Salute) στο Σαν Χοσέ των ΗΠΑ όπου απουσιάζει Πίτερ Νόρμαν. Εκεί το ζήτησε ο ίδιος βέβαια, για να μπορει ο καθένας να φωτογραφηθεί στηρίζοντας τον αγώνα για ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά είναι γεγονος ότι παραμένει στο περιθώριο.
Δεν ήταν όμως ακριβώς έτσι, ούτε πριν, ούτε και μετά τον «Χαιρετισμό». Αγωνιστικά ωστόσο, ο Νόρμαν ήταν η μεγάλη έκπληξη. Ο Αυστραλός βρέθηκε στην καλύτερη κατάσταση της καριέρας του την κατάλληλη στιγμή, βελτιώνοντας τους ατομικούς του χρόνους όσο διαρκούσαν οι αγώνες του Μεξικού. Προκρίθηκε τρίτος στον τελικό πίσω από τα μεγάλα φαβορί, Σμιθ και Κάρλος, με χρόνο 20.22. Στον τελικό ξεπέρασε ξανά τον εαυτό του, τερματίζοντας με 20.10, χάνοντας μόνο από τον Τόμι Σμιθ, που έκανε παγκόσμιο ρεκόρ. Η πραγματική ιστορία όμως, ξεκινάει λίγο αργότερα.
Στο… περιβάλλον των Ολυμπιακών Αγώνων είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι οι δύο ολυμπιονίκες των 200 μέτρων σχεδιάζαν μια μορφή διαμαρτυρίας στην απονομή. Ο Νόρμαν, προς μεγάλη τους έκπληξη, όπως αφηγήθηκαν στη συνέχεια, θέλησε να πάρει κι αυτός μέρος στη διαμαρτυρία. Μεταξύ των συμβόλων που θα χρησιμοποιούσαν ήταν και μια κονκάρδα με το σήμα του «Ολυμπιακού Σχεδίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα», κίνημα που είχε εκδηλωθεί με την αφορμή των Αγώνων και στο οποίο συμμετείχαν αρκετοί αθλητές. Ο Νόρμαν ζήτησε και πήρε κι αυτός μία, για την απονομή. Ήταν σίγουρο ότι η κίνηση του αυτή θα του προξενούσε σοβαρά προβλήματα πίσω στην Αυστραλία, σε μια χώρα που ήταν υπό αυστηρό καθεστώς απαρτχάιντ, ανάλογου της Νότιας Αφρικής. Μάλιστα χωρίς τον Νόρμαν, ίσως η φωτογραφία να ήταν αρκετά διαφορετική, καθώς όταν ο Κάρλος ξέχασε τα μαύρα του γάντια στο ολυμπιακό χωρίο, ο Νόρμαν ήταν αυτός που πρότεινε να μοιραστούν οι δύο αφροαμερικανοί από ένα γάντι. Πάνω στο βάθρο, ο Αυστραλός ολυμπιονίκης δεν είχε την ευκαιρία να δει την ιστορική στιγμή, καθώς στεκόταν μπροστά, με τους δύο συναθλητές πίσω του. Όπως ανέφερε αργότερα, κατάλαβε ότι κάτι ιστορικό είχε συμβεί. «Άκουγα το πλήθος να επευφημεί και να τραγουδάει τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ. Γρήγορα όμως το στάδιο σώπασε».
Το τίμημα ενός αγώνα
Όπως οι δύο συναθλητές του, ο Νόρμαν θα ένιωθε για όλη την υπόλοιπη ζωή του τον αντίκτυπο εκείνης της διαμαρτυρίας. Το «πρόβλημα» ήταν ότι αρνήθηκε από την πρώτη στιγμή και μέχρι το τέλος της ζωής του να καταδικάσει την ενέργεια των Σμιθ και Κάρλος. Αυτόματα αποκλείστηκε από την ολυμπιακή ομάδα της Αυστραλίας για την επόμενη διοργάνωση, μολονότι είχε πετύχει το όριο που χρειαζόταν δεκατρεις φορές για τα 200 μέτρα και 5 φορές για τα 100 μέτρα το 1972. Αποκλείστηκε από τον επαγγελματικό αυστραλιανό αθλητισμό γενικότερα. Για τα προς το ζην εργαζόταν ως γυμναστής σε σχολείο και μερικές φορές ως κρεοπώλης. Λίγα χρόνια μετά προσβλήθηκε από γάγγραινα και αντιμετώπισε προβλήματα με τον αλκοολισμό.
Εκτός από τις δυσκολίες της καθημερινότητας, είχε να αντιμετωπίσει μια ολόκληρη κοινωνία. Οι αφροαμερικανοί αθλητές είχαν έναν λαό από πίσω τους να τους υποστηρίξει. Σταδιακά τα κινήματα για ισότητα στις ΗΠΑ πέτυχαν σημαντικές κατακτήσεις και οι Σμιθ και Κάρλος, αν και υπέφεραν, αργότερα αναγνωρίστηκαν ως σπουδαίοι ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Νόρμαν δεν είχε τίποτα από αυτά, ήταν μόνος απέναντι σε ένα απαρτχαϊντικό κράτος, δακτυλοδειχτούμενος γιατί απλά συνέχιζε να στηρίζει έναν αγώνα που δεν ήταν καν δικός του. Όπως τόνισε κάποτε ο Τζον Κάρλος, «αν εμάς μας χτυπούσαν, ο Πίτερ Νόρμαν αντιμετώπιζε μια ολόκληρη χώρα και υπέφερε μόνος του».
Για να φτιάξει ξανά τη ζωή του το αυστραλιανό κράτος του ζητούσε κάτι «απλό». Να ζητήσει συγγνώμη, με αντάλλαγμα μόνιμη θέση στην ολυμπιακή επιτροπή της χώρας και ενεργή συμμετοχή στη διοργάνωση των Αγώνων του 2000 στο Σίδνεϊ.Τελικά οι Αυστραλοί δεν τον κάλεσαν καν στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ, κάτι που έκανε τιμητικά η Αμερικανική Ολυμπιακή Επιτροπή. Το 2006 ο Νόρμαν «έφυγε» ξαφνικά από καρδιακή προσβολή, χωρίς ποτέ μέχρι τότε η χώρα του να έχει απολογηθεί. Κάτι που τελικά συνέβη το 2012, όταν το κοινοβούλιο της Αυστραλίας αναγνώρισε τα «σπουδαία επιτεύγματα του αθλητή Πίτερ Νόρμαν», την «αδικία εις βάρος του το 1972» αλλά και απολογήθηκε για την συμπεριφορά της χώρας απέναντι του, συγχαίρωντας τον παράλληλα «για την προσφορά του στην αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας»
Στην κηδεία του, το φέρετρο κράτησαν οι δύο συναθλητές του, Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος. «Σε όλη του τη ζωή πλήρωσε το τίμημα της επιλογής του», είπε ο Σμιθ μιλώντας στο CNN, «να συμμετάσχει στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ήταν ένας λευκός αθλητής δίπλα σε δύο μαύρους, που αγωνίστηκαν και οι τρεις για τον ίδιο σκοπό». Η ομοσπονδία στίβου των ΗΠΑ έχει ονομάσει την 9η Οκτωβρίου, ημέρα θανάτου του Νόρμαν, ως«Ημέρα Πίτερ Νόρμαν», η πρώτη και μοναδική φορά που δόθηκε αυτή η τιμή σε ξένο αθλητή.
«Πολύ περήφανος που ήμουν εκεί»
Την ιστορία του Πίτερ Νόρμαν εξιστόρησε με τον καλύτερο τρόπο ο ανιψιός του, Ματ, με το ντοκιμαντέρ «Salute», που κυκλοφόρησε το 2008 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως. Εκεί, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Πίτερ Νόρμαν περιγράφιε τους λόγους που τον οδήγησαν στις πράξεις που σημάδεψαν τη ζωή του:
«Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ένας μαύρος δεν μπορούσε να πιει το ίδιο νερό, να πάρει το ίδιο λεωφορείο και να πάει στο ίδιο σχολείο με έναν λευκό. Υπήρχε κοινωνική ανισότητα για την οποία δεν μπορούσα να κάνω τίποτα από εκεί που ήμουν, αλλά τη μισούσα.
Λέγεται ότι το να συνδέσω το αργυρό μου μετάλλιο με εκείνον τον χαιρετισμό μείωσε το επίτευγμα μου. Το αντίθετο.
Θα πρέπει να ομολογήσω ότι είμαι πολύ περήφανος που ήμουν εκεί.»