της Εύης Προύσαλη
Δρ. Θεατρικών Σπουδών – Κριτικός Θεάτρου
Δημιουργείται, έτσι, ένας σκηνικός χώρος που απαρτίζεται από οκτώ «δωμάτια» ορισμένα και καθορισμένα από τα αντικείμενα που εμπεριέχουν ενώ στη δεξιά άκρη της σκαλωσιάς τα δύο «δωμάτια» είναι εντελώς κενά, το ένα πάνω από το άλλο. Ένας άντρας με ένα ραδιόφωνο διατρέχει τις συχνότητες, ακούγοντας ποικιλία τραγουδιών λαϊκό, ποπ, ροκ, Εκκλησία της Ελλάδος κτλ. Κάποια στιγμή, οι συχνότητες χάνονται και ο άντρας για να συντονιστεί ξανά ανεβαίνει στη σκαλωσιά, όπου τα παράσιτα εξαφανίζονται. Τότε, αρχίζει να κινείται ανάμεσα στις σκαλωσιές, είτε περνώντας κάτω από τα σίδερα είτε από πάνω τους, πηδάει, κρεμιέται, σέρνεται, ακροβατεί. Διαφορετικές μουσικές συνοδεύουν την είσοδό του σε κάθε «δωμάτιο» και το στιγματίζουν. Η κίνησή του στα «δωμάτια» είναι ταχύτατη, ευέλικτη και αέρινη, σαν να μην υφίσταται (περι)ορισμός χώρου γι’ αυτόν.
Ο άντρας επιτελεί διαφορετική λειτουργία σε κάθε «δωμάτιο»: στον πάνω όροφο, παίζει μουσική, ντραμς ή πνευστά∙ δρασκελίζει με μεγάλα βήματα το διπλανό δωμάτιο για να αποφύγει το κόκκινο τηλέφωνο που χτυπά επιτακτικά∙ «συνευρίσκεται» ερωτικά ή πάει βόλτα με τη φουσκωτή κούκλα, ενώ περπατά τρεκλίζοντας στο τελευταίο δωμάτιο τρομοκρατημένος από το «ύψος» του δεύτερου ορόφου που βλέπει μπροστά του! Στον κάτω όροφο, χρησιμοποιώντας την τραγιάσκα μεταμορφώνεται σε έναν μεσήλικα άντρα ο οποίος, εν μέσω ήχων της πόλης, κραυγάζει, χωρίς προφανή αιτία προς άγνωστη κατεύθυνση με οδύνη∙ στη συνέχεια στο γεμάτο με λούτρινα ζωάκια δωμάτιο μεταμορφώνεται σε παιδί ακούγοντας παιδικές εκπομπές∙ εκτελεί ασκήσεις αεροβικής γυμναστικής στο επόμενο ενώ στο τελευταίο επιδίδεται σε ποικίλες δράσεις: από το να σνιφάρει μέχρι να μεταμορφωθεί σε δημοφιλή και επηρμένο ροκ σταρ που απευθύνει παραγγέλματα στα πλήθη για να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του επιδεικτικά. Περιστασιακά, εγκαταλείπει τα «δωμάτια» της σκαλωσιάς κι έρχεται στον «έξω» κόσμο, στο προσκήνιο, μπροστά από μία επιγραφή που γράφει Pub, προσπαθώντας να φλερτάρει και να επικοινωνήσει με τον περίγυρό του.
Οκτώ χώροι, οκτώ «δωμάτια ζωής». Οκτώ τρόποι ζωής, οκτώ συχνότητες ζωής∙ ενδεικτικοί «σταθμοί» ζωής, περιστασιακοί ή μόνιμοι, στους οποίους ο άντρας διαβιεί για μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα. Κινείται ανάμεσά τους διαρκώς, με ταχύτητα, χωρίς να ξεκουράζεται πουθενά, ως εάν η διαδρομή αυτή να είναι ο αέναος (προ)ορισμός του, χωρίς να υπάρχει περιθώριο ή χρόνος για στάση ή αναστοχασμό. Η εναλλαγή δραστηριοτήτων/δωματίων μοιάζει μηχανική, αυτοματοποιημένη, χωρίς να αντλείται ουσιαστική χαρά από πουθενά. Η δραστηριότητα του άντρα μοιάζει να αναλώνεται στην κίνηση καθεαυτήν. Δεν υπάρχει κάποιος/α ή κάτι που θα τον κάνουν να σταθεροποιηθεί κάπου, σε κάποιο από τα «δωμάτια». Η προσδοκία με την οποία εισέρχεται σε κάθε δωμάτιο, μοιάζει να μην επιβεβαιώνεται ποτέ, γι’ αυτό και συνεχίζει στο επόμενο. Η φρενήρης αλληλοδιαδοχή δραστηριοτήτων αποβαίνει, τελικώς, για τον νέο άντρα μία αγχωτική και κοπιαστική κατάσταση.
Κάθε δωμάτιο έχει και τη δική του «ταυτότητα». Δωμάτια «διασκέδασης» και «ψυχαγωγίας» με μουσική, άθληση, και σεξ∙ δωμάτια μνήμης/επιστροφής στην παιδική ηλικία και την ξεγνοιασιά της∙ δωμάτια που παρουσιάζουν την ανικανότητα του άντρα να «ενταχθεί» ομαλά στον κοινωνικό ιστό, όπως εκείνο όπου βρίσκει καταφύγιο στα ναρκωτικά είτε μεταμορφώνεται σε ροκ σταρ καλύπτοντας την αδυναμία της κοινωνικοποίησής του με την άσκηση «λεκτικής βίας» προς το κοινό του, σε μια απόπειρα επίδειξης εξουσίας ή το δωμάτιο όπου ο άντρας επιδίδεται σε μία «κραυγή», για φαινομενικά ανεξήγητο λόγο, μια κραυγή απομόνωσης (;), επίγνωσης του ανέφικτου της διυποκειμενικής επικοινωνίας (;), κραυγή απόγνωσης για την πολιτισμική παρακμή και αδικία (;), κραυγή υπαρξιακής αγωνίας; Τέλος, τα δωμάτια «φόβου»: όπως ο φόβος του «ύψους» του 2ου ορόφου, υποδήλωση της ατολμίας η οποία εμποδίζει τον άντρα να κάνει ένα βήμα πέρα από τα οικεία του προς το άγνωστο∙ ή ο φόβος του θανάτου που υπενθυμίζεται έντονα με το κουδούνισμα του κόκκινου τηλεφώνου, το οποίο ο άντρας με μεγάλους διασκελισμούς αποφεύγει προσεκτικά κάθε φορά, χωρίς όμως να μπορεί να αγνοήσει, επανερχόμενος ξανά και ξανά στο δωμάτιο αυτό -αγωνιώδης υπόμνηση του αναπόφευκτου.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου (ιδέα) αποπειράται να χαρτογραφήσει την επικράτεια, τα όρια και τα περιθώρια στα οποία κινείται η ζωή ενός σύγχρονου ώριμου άντρα, μόνο με τη κινησιολογία του σώματος. Ο λόγος χρησιμοποιείται ενδεικτικά και περιστασιακά. Πρόκειται για τη συνθήκη ενός «σώματος» το οποίο αγωνίζεται να υπάρξει, και που ο «λόγος» δεν του επαρκεί για να εκφραστεί ή να εξηγήσει. Πολύ ενδιαφέρουσα η ιδέα του, ανάγεται σε αρχετυπικές μορφές επιτέλεσης και αποβαίνει πολύ λειτουργική, αποτελεσματική και επιτυχώς εφαρμοσμένη. Η δραματουργία (Juan Ayala), όμως, σκιαγραφεί επιφανειακά τις θεματικές των οκτώ δωματίων κι εξαντλεί σύντομα την αποκωδικοποίησή τους. Η παράσταση (σκηνοθεσία Σοφία Πάσχου, Γιώργος Χρυσοστόμου) δεν αξιοποιεί επαρκώς τη δυναμική του κάθε δωματίου, εμμένει στο κινησιολογικό στερεότυπο με έμφαση στη μονοτονία και το τέλμα μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Εμμένει, δηλαδή, στην περιγραφή των δεδομένων, χωρίς να προχωρά στη διατύπωση -με κινησιολογικούς όρους- πιθανών αιτίων. Συνεπώς, η δραματουργική/σκηνική πραγμάτευση του θέματος δεν υπερβαίνει το επίπεδο της σχηματοποιημένης ρεαλιστικής (περί)γραφής με όρους σωματικούς. Είναι κρίμα διότι και η ιδέα αλλά και η ερμηνευτική ικανότητα του ηθοποιού θα μπορούσαν να κατευθυνθούν προς ουσιαστικότερες ατραπούς. Τα επιλεγέντα «δωμάτια» αντέχουν σε εντελέστερη εμβάθυνση και απειρία δυνατοτήτων, πράγμα που θα απογείωνε και τη σημασιοδότησή τους.
Το τελευταίο ηχητικό στιγμιότυπο, ίσως δίνει το παράδειγμα για την εμβέλεια που θα αποκτούσε η παράσταση αν ακολουθούσε τη σκηνική συλλογιστική του. Σε αυτό, ακούγεται ένα απόσπασμα από κινηματογραφική ταινία, όπου ο άντρας υποδύεται τον «κατηγορούμενο» ενώπιον ενός δικαστηρίου, απαντώντας στα αγγλικά στις ερωτήσεις που του κάνουν οι δικαστές. Η σκηνή αυτή επαναλαμβάνεται τουλάχιστον έξι φορές, και κάθε φορά ο Γ. Χρυσοστόμου την ερμηνεύει και με διαφορετικό τρόπο, ξεκινώντας από την απλή ρεαλιστική εκφορά, αλλάζοντας στην πορεία την έκφρασή του, περνώντας από φάσεις θυμού, αγανάκτησης, ειρωνείας, παρωδίας κ.ο.κ.
Με το στιγμιότυπο αυτό, το σκηνικό πλαίσιο ξαφνικά διαρρηγνύεται, γίνεται ασαφές. Ποιος υποδύεται ποιόν; Πώς εισβάλει η «τέχνη» (κινηματογράφος) στην καθημερινότητα του συγκεκριμένου άντρα; Τι υποδηλώνει η ακριβής επανάληψη της ίδιας σκηνής. Γιατί επιλέγεται το συγκεκριμένο απόσπασμα; Μήπως πρόκειται απλώς για ένα τυχαίο κι αναπάντεχο «τεχνικό» πρόβλημα κατά τη διάρκεια της παράστασης -αναφορά στην φύση, εφήμερη και συνάμα επαναλαμβανόμενη, της υποκριτικής τέχνης; Η παράσταση κορυφώνεται εύστοχα με την αμηχανία που προκαλεί η σκηνή αυτή και με όλα τα ερωτήματα σε εκκρεμότητα όπως θα έπρεπε να συμβαίνει και στο υπόλοιπο παραστασιακό γεγονός. Κατόπιν τούτου, η ολιγόλεπτη «επεξηγηματική» εξομολόγηση του Γ. Χρυσοστόμου που ακολουθεί, για το τι σημαίνουν τα δρώμενα της παράστασης, γκρεμίζει ό,τι κτίστηκε μέχρι τότε και είναι απολύτως περιττή!
Ο Γ. Χρυσοστόμου είναι απολαυστικός! Η παντομιμική του ικανότητα, οι εναλλαγές των συναισθημάτων που αποτυπώνονται στην έκφραση του προσώπου του, η ακριβής, λεπτομερής κινησιολογία του, η ευελιξία, ο ακάματος ρυθμός και η χάρη με την οποία αλλάζει τα επίπεδα της ερμηνείας του φανερώνουν το ταλέντο του. Όπλα του το μέτρο και το χιούμορ σε σωστή δοσολογία. Θυμίζει την πικρή περιφερόμενη ύπαρξη του Μπάστερ Κίτον. Σαρκασμός και απόγνωση. Ο ηθοποιός αξιοποιεί στο έπακρο τις τρεις διαστάσεις, αν η δραματουργία το απαιτούσε θα εισχωρούσε με άνεση και στο βάθος των καταστάσεων. Το σκηνικό (Μ. Αυγερινού) απλό και λειτουργικό, η μουσική επιμέλεια (Φωτεινή Γαλάνη) δυναμική και ευφρόσυνη όπου απαιτείται, συνομιλεί με και πλαισιώνει εύστοχα τα δρώμενα. Η παράσταση στο σύνολό της διαθέτει χιούμορ ενώ εξοικειώνει τον θεατή με την ιδιαίτερη οπτική της θεατρικής παντομίμας.
Ο Γ. Χρυσοστόμου με την ιδέα του να «ενσαρκώσει» δράσεις και καταστάσεις από τη ζωή ενός σύγχρονου άντρα συνομιλεί με την αναπάντητη διερώτηση του ανθρώπινου όντος αναφορικά με τη φύση της «δράσης», ως συνθήκης του ζην, θυμίζοντας το έξοχο ποίημα του Μπ. Μπρεχτ «Η αλλαγή του τροχού»:
Kάθομαι στου δρόμου την άκρη
Ο οδηγός αλλάζει τον τροχό.
Δεν μ’ αρέσει ο τόπος, απ’ όπου ήρθα.
Δεν μ’ αρέσει ο τόπος, που πρόκειται να πάω.
Γιατί τότε προσβλέπω στην αλλαγή του τροχού
Με ανυπομονησία;
Ο τίτλος της παράστασης mute ίσως υποδηλώνει ότι ο «λόγος», με όλες τις εκφάνσεις του, είναι ανίκανος τελικά να απαντήσει στο παραπάνω ερώτημα, το οποίο πιστώνεται αποκλειστικά στην υλική επικράτεια του σώματος.
Συντελεστές της παράστασης
Ιδέα: Γιώργος Χρυσοστόμου
Σκηνοθεσία: Σοφία Πάσχου, Γιώργος Χρυσοστόμου
Δραματουργία: Juan Ayala
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική επιμέλεια: Φωτεινή Γαλάνη
Σχεδιασμός φωτισμών: Σοφία Αλεξιάδου
Βοηθός σκηνοθέτη – Επιμέλεια κίνησης: Ηλιάνα Γαϊτάνη