Του Κωνσταντίνου Πουλή

Οι σοφοί και αδέκαστοι τεχνοκράτες

«Ο καθένας μπορεί να σηκωθεί και να μας 
συμβουλέψει, είτε είναι ξυλοκόπος, είτε σιδεράς, παπουτσής, έμπορος, καπετάνιος, πλούσιος, φτωχός, ευγενής, χωριάτης» 
Πλάτων, Πρωταγόρας 319d
 
Η εχθρότητα προς τη δημοκρατία οφείλεται στην αχώνευτη διαπίστωση ότι μπορεί ποτέ ο κάθε άξεστος να αποφασίζει για τα κοινά, με εξίσου βαρύνουσα άποψη με την ελίτ. «Εγώ τον αγαπώ τον λαό, τη μυρωδιά του δεν αντέχω», όπως λέει μια ηρωίδα του Μπρεχτ. Η ιδέα αυτή συνοδεύει την απέχθεια προς τη δημοκρατία από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, σε διάφορες παραλλαγές. Κατά καιρούς, στη σύγχρονη εποχή, μετά την εκκοσμίκευση της εξουσίας, που ξεγύμνωσε τους άρχοντες από το φωτοστέφανο της καταγωγής, επανέρχεται το ερώτημα γιατί να δεχτεί ο λαός να κυβερνηθεί. Ποιος ο λόγος δηλαδή να εγκαταλείψει κανείς την τύχη του στα χέρια κάποιων άλλων, κατά κανόνα διεφθαρμένων και σελέμηδων; Τη δημοκρατία τη διαπερνά το θεμελιώδες παράδοξο ότι ισχυρίζεται πως ο λαός πρέπει να ερωτάται για την ασκούμενη πολιτική, ενώ ταυτοχρόνως η ολιγαρχία δεν έχει βεβαίως καμία διάθεση να εγκαταλείψει τα συμφέροντά της προς όφελος του λαού. Με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται αυτό; Αρκετοί είναι εντελώς γνώριμοι: η διαπλοκή των ελίτ με την κρατική εξουσία και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Οι υπερεθνικές συσσωματώσεις στις οποίες ο λαός δεν έχει πρόσβαση και η δημοκρατία συνιστά μακρινή ανάμνηση. Εκεί όπου «το ριζικό μου ακόμα τι μου γράφει, το μελετάνε τρεις μηχανορράφοι», που θα έλεγε ο Καμπανέλλης. 
 
Όταν όμως ο λαός τρελαίνεται και αρνείται να εκλέξει τους σωστούς εκπροσώπους, επιστρατεύεται η κατηγορία του λαϊκισμού: λαϊκισμός ονομάζεται η κοινωνική συνθήκη κατά την οποία τα αγγούρια σηκώνονται να δείρουν τον μανάβη, όταν δηλαδή ο λαός αρνείται να κυβερνηθεί κατά τις προσταγές των ελίτ. Η δουλειά των τεχνοκρατών είναι να πείθουν τότε τον κόσμο ότι μερικά πράγματα δεν υπάγονται σε δημοκρατική συζήτηση, γιατί τα επιβάλλουν οι αριθμοί και η κοινή λογική. Η έννοια του λαϊκισμού γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στις επιδιώξεις των ελίτ και το φάλτσο της έλλειψης λαϊκής συναίνεσης. «Κάτω απόαυτόν τον όρο θέλουν να συγκαταλέξουν όλες τις μορφές αποσκίρτησης από την κυρίαρχη συναίνεση, είτε σχετίζονται με την υποστήριξη της δημοκρατίας είτε με φυλετικούς ή θρησκευτικούς φανατισμούς», εξηγεί ο Ζακ Ρανσιέρ. Στην πράξη, η βασική μέριμνα της εξουσίας είναι η κατάκτηση και ακολούθως η αποπολιτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας, η διατύπωση του πολιτικού προβλήματος με απολιτικούς όρους, συνεχίζει. Αυτό το αναλαμβάνουν οι μάγοι των αριθμών. Οι ατσίδες των οικονομικών εξηγούν με ταχυδακτυλουργική άνεση πως: τρεις έντεκα, τρεις δώδεκα, τρεις δεκαπέντε κι έντεκα, τρεις το λάδι τρεις το ξύδι, πέντε το λαδόξυδο, άρα πρέπει να ξαναμειωθεί ο βασικός μισθός. 
 
Οι τεχνοκράτες πάντα ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλύτερα. Όμως η επιλογή μιας πολιτικής δεν είναι τηλεπαιχνίδι γνώσεων, είναι σύγκρουση συμφερόντων. Ο λαός μπορεί και πρέπει να αποφασίζει ανάμεσα στις εισηγήσεις των ειδικών, αυτό συνιστούσε τη δημοκρατική διέξοδο ήδη από την αρχαιότητα. Όμως, ποιος θα υποστήριζε σήμερα ότι οι ειδικοί έχουν τον έλεγχο της κατάστασης; Δεν χρειάζεται καθόλου να μπούμε στη συζήτηση για τον εσφαλμένο πολλαπλασιαστή. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε πολλές λεπτομέρειες, δεν έχει επιβεβαιωθεί ως σήμερα καμία πρόβλεψη. Αν πρόκειται για ασύγγνωστη αστοχία ή για εσκεμμένη παραπλάνηση, είναι μια συζήτηση που καταλήγει σε δίκη προθέσεων. Το σίγουρο είναι πως αν εφαρμόσουμε το κριτήριο  της «αξιοκρατίας», το τόσο αγαπητό στους φιλελεύθερους, αυτή η πολιτική τάξη πρέπει να απολυθεί.
 
Συνήθως, όταν συζητούμε για την αμεροληψία των τεχνοκρατών, η κουβέντα εκτρέπεται στη διαφθορά. Η κυβέρνηση Σημίτη, π.χ., διαφημίστηκε μέχρι αηδίας ως το αντίβαρο στον παπανδρεϊκό λαϊκισμό. Η άνοδος του «λογιστή» Σημίτη, θα νοικοκύρευε τα οικονομικά μας, χωρίς μπαλκόνια και δημαγωγίες. Με το προνόμιο του χρόνου τώρα, ξέρουμε ότι εκείνη η περίοδος σημαδεύτηκε από την καθόλου νοικοκυρεμένη ένταξή μας στην ΟΝΕ και την ομολογημένη διαφθορά Τσουκάτου-Μαντέλη. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η εξέλιξη δεν οφείλεται στην ηθική αδυναμία των προσώπων που ενεπλάκησαν, που λύνεται αν στη θέση τους επιλέξουμε άλλους, ηθικότερους. Αντί να οδυρόμαστε που δεν κυκλοφορούν στην πολιτική πιάτσα άνθρωποι με μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση, καλύτερα είναι να αναδείξουμε ένα αμιγώς πολιτικό συμπέρασμα: ο Σημίτης, ο Παπαδήμος, ο Μόντι, όπως και οι αντίπαλοί τους, έχουν συμμάχους και συμφέροντα. Προέρχονται από ένα κομμάτι της κοινωνίας συγκεκριμένο, και το υπερασπίζονται. Κι όταν δεν το υπερασπίζονται ωμά και παράνομα, το υπερασπίζονται προσεκτικά και νομότυπα, με χαριστικές διατάξεις. Αυτό είναι απολύτως λογικό και αναμενόμενο. Από τη δική μας πλευρά, εμείς που δεν έτυχε να είμαστε τραπεζίτες, πρωθυπουργοί, μεγαλοεπιχειρηματίες κοκ, μπορούμε έστω να ξεκαθαρίσουμε τους όρους αυτής της αντιπαράθεσης: να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι δεν πρόκειται για κουίζ γνώσεων, όπου οι τεχνοκράτες ξέρουν να λύσουν τις εξισώσεις που δεν ξέρουν οι αναλφάβητοι του αμόρφωτου λαού. Καθένας έχει τις βλέψεις και τις αξιώσεις του. Ας οριοθετήσουμε το πεδίο, και μετά ας κριθεί η έκβαση από αυτόν τον ανταγωνισμό. Ο Πλάτων μπορεί να λέει ότι ο αθλητής ασχολείται με το τι του λέει ο προπονητής του, και όχι τι λέει ο υπόλοιπος κόσμος, που δεν έχει ιδέα από προπονητική. Όμως στην πλατωνική αλληγορία ο αθλητής και ο προπονητής έχουν κοινό στόχο. Στην πραγματική πολιτική, η δράκα των εξουσιολάγνων που γαντζώνεται πάνω στις καρέκλες δεν έχει καθόλου τα ίδια συμφέροντα με τον λαό που φιλοδοξεί να νουθετήσει.

Βιβλία…

Mass and elite in democratic Athens: rhetoric, ideology and the power of the people / J. Ober, Princeton University Press 1989
 
Το μίσος για τη δημοκρατία : Πολιτική, δημοκρατία, χειραφέτηση / Jacques Rancière • μετάφραση Βίκυ Ιακώβου. Πεδίο 2010
 
Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση / Νικόλας Σεβαστάκης, Γιάννης Σταυρακάκης. – Νεφέλη, 2012

PDF