Του Παντελή Παντελόγλου

Η εποχή της ευμάρειας χαρακτηρίστηκε από το δόγμα «είσαι ό,τι αγοράζεις». Αυτό το δόγμα κόστισε στην ελληνική κοινωνία, μεταξύ άλλων, την απόσυρση των πολιτών από τα κοινά. Η κυριαρχία της ιδιότητας του καταναλωτή σε φαντασιακό επίπεδο, οδήγησε στην «ευγενή» στρέβλωση οι διαδεδομένες και κοινά αποδεκτές κοινωνικές δραστηριότητες να είναι εν γένει καταναλωτικές κι άρα συνδεδεμένες με την κυκλοφορία του χρήματος. Η πολιτική έχασε το ενδιαφέρον του πλήθους, εκτός από τις στιγμές που σχετιζόταν με την κατανάλωση. Έτσι, όταν η κρίση και ο χειρισμός της από το πολιτικό προσωπικό οδήγησαν στην κατάρρευση του εισοδήματος, δεν γίναμε απλώς φτωχότεροι, αλλά βρεθήκαμε αυτομάτως και αδρανείς κοινωνικά.
 
Αυτός ο απρόσμενος για κάποιους εγκλωβισμός, αυτό το αδιέξοδο, ώθησε τους πλέον αισιόδοξους για τη ζωή και τις δυνάμεις τους σε μια σχετική κινητικότητα. Καταρχάς αναγνώρισαν έστω καθυστερημένα ότι ορισμένα προβλήματα αντιμετωπίζονται καλύτερα όταν αντιμετωπίζονται συλλογικά• αναγνώρισαν δηλαδή, αν και όχι πάντοτε συνειδητά, τον καταμερισμό εργασίας και την αλληλεξάρτηση των ανθρώπων μέσα στη σύγχρονη οικονομική, κοινωνική και οικιστική πραγματικότητα. Ακόμη, βγήκε στην επιφάνεια μια συλλογική και εν πολλοίς ψυχολογική ανάγκη: η ανάγκη ανασύστασης μιας θετικής αφήγησης για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, σε πείσμα της σκληρής, όπως αποδείχτηκε, πραγματικότητας. Κάπου εκεί οι αισιόδοξοι ενεργοποιήθηκαν κι αποφάσισαν ν’ ασχοληθούν με τα κοινά ή, κατά τη δική τους ορολογία, να προσφέρουν εθελοντικά στους συνανθρώπους τους. Προνομιακά θέματα ενασχόλησης των αισιόδοξων ήταν και είναι τα ζητήματα του άμεσου περιβάλλοντός τους. Στην περίπτωση της Αθήνας, η κατάσταση του αθηναϊκού κέντρου (που είναι ταυτόχρονα ένας από τους δείκτες της έντασης της κρίσης) και του αττικού περιβάλλοντος (που εδώ και δεκαετίες υποκύπτει στις πιέσεις της «ανάπτυξης») δεν μπορούσε παρά να προσελκύσει τις αθωότερες ψυχές.
 
Η πολιτική στόχευση των αισιόδοξων ήταν και παραμένει ασαφής, ενώ η ποικιλία των απόψεων καθιστά δύσκολη έως αδύνατη την ταξινόμηση, τουλάχιστον στο πλαίσιο αυτού του άρθρου. Μπορεί πάντως κανείς να πει με ασφάλεια ότι κυριαρχούν οι απλοϊκές προσεγγίσεις και η άκρως μανιχαϊστική διάκριση μεταξύ Καλού και Κακού ως του κορυφαίου μηχανιστικού εργαλείου επιλογής εντός του κοινωνικού παιχνιδιού. Αυτή η μεταφυσική προσέγγιση αγνοεί τις έννοιες της πολυπλοκότητας και του συμφέροντος, κι ως εκ τούτου είναι έκθετη σε εκμετάλλευση από πονηρότερους παίκτες. Σε πρακτικό επίπεδο, συγχέονται επίσης τα αναγκαία για την επιβίωση που πράγματι λείπουν για ικανό κομμάτι του πληθυσμού (δουλειά, φάρμακα, τροφή, στέγη), με άλλα θέματα που αναφέρονται στις παλιές καλές μας καταναλωτικές συνήθειες «που θα μπορούσαμε μόνο με την ανθρωπιά μας σήμερα να αναπληρώσουμε» (πώς σας φαίνεται η ιδέα της «αλληλέγγυας βάφτισης», ας πούμε;). 
 
Οι αισιόδοξοι, κυρίως δε εκείνοι που κινήθηκαν αντανακλαστικά, ως καθ’ έξιν καταναλωτές, δεν θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν την υπέρβαση και ν’ αρνηθούν αυτόν τον ρόλο. Από την άλλη, το πεδίο του εθελοντισμού δεν ήταν ελεύθερο στις πρωτοβουλίες τους. Αυτή η ιδιότυπη αγορά ήταν κατειλημμένη από τους επαγγελματίες του εθελοντισμού που ήταν έτοιμοι να καλύψουν τις σχετικές ανάγκες του καταναλωτικού κοινού και, συχνά, να εκμεταλλευτούν τις ευαισθησίες του. 
 
Ο εθελοντισμός είναι ένας μηχανισμός καθυπόταξης των ευαίσθητων πνευμάτων και δρομολόγησης των διαθέσεών τους σε ελεγχόμενες μη διεκδικητικές και τελικά ακίνδυνες κατευθύνσεις. Από την εποχή της γέννησης του καπιταλισμού, ο εθελοντισμός μαζί με τη φιλανθρωπία αποτελούσαν εμπόδια στην ανάπτυξη της συνείδησης των κατώτερων και μεσαίων τάξεων και αντιστοίχως εργαλεία ανάπτυξης της κυριαρχίας των ανώτερων τάξεων. Είναι πράγματι τεράστια η δύναμη ενός πλήθους που αποφασίζει να δράσει – αλλά υπό τίνος τον έλεγχο δρα, για ποιο σκοπό, και με ποιον τρόπο; 
 
Στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, είναι αδύνατο να μη θυμηθεί κανείς τους 60.000 εθελοντές της Ολυμπιάδας του 2004 αν κοιτάξει την τρύπα στο νερό που απέμεινε από όλη αυτή τη γιγάντια δραστηριότητα. Κι ακόμη, είναι αδύνατο να μη λάβει κανείς υπόψη την ιστορία των χιλιάδων μη κυβερνητικών οργανώσεων-σφραγίδων που ουδεμία σχέση είχαν με κοινωνικό έργο, αλλά νέμονταν πλήθος χρηματοδοτήσεων στο όνομα του εθελοντισμού τα προηγούμενα χρόνια (η επιτροπή ΜΚΟ του υπουργείου Εξωτερικών τις αριθμούσε πριν δέκα χρόνια σε περισσότερες από 30.000, ενώ στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4019/2011 περί κοινωνικής οικονομίας οι ενεργές εθελοντικές οργανώσεις εκτιμώνται σε 200-300).
 
Το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού για προσφορά και εθελοντισμό συμπίπτει σήμερα με το άνοιγμα του εταιρικού κόσμου στον χώρο, μέσω της νεφελώδους έννοιας της «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης». Τα πράγματα γίνονται πολυπλοκότερα και επικινδυνότερα για τα αθώα πνεύματα των αισιόδοξων. Όπως μας έχει προειδοποιήσει ένα στέλεχος εταιρικής κοινωνικής ευθύνης μιας μεγάλης ad hoc κατασκευαστικής ανώνυμης εταιρείας: «Σήμερα οι επιχειρήσεις που έχουν υπευθυνότητα και μια φιλοσοφία χρέους απέναντι στην κοινωνία μετατρέπονται σε πολίτες, σε «εταιρικούς πολίτες». […] Αν μία επιχείρηση γίνει ενεργός πολίτης έχει ακόμα ένα πλεονέκτημα: είναι ένας πολίτης με σημαντικά… οικονομικά μέσα». 
 
Η πέριξ του εθελοντισμού ρητορική διακρίνεται από μια τάση οικειοποίησης του παρελθόντος και μια προσπάθεια αναγωγής της σημερινής κατάστασης στο παλιό καλό συλλογικό παρελθόν μας. Αυτό φαίνεται να ταιριάζει με την ψυχολογική ανάγκη των αισιόδοξων για μια θετική αφήγηση που περιγράψαμε νωρίτερα. Όπως το έθεσε κάποτε μια εκπρόσωπος περιβαλλοντικής ΜΚΟ: «Εθελοντές ήταν και οι παππούδες μας στα χωριά και στις γειτονιές, όταν αναλάμβαναν ενστικτωδώς πρωτοβουλίες για την κοινότητά τους χωρίς ποτέ να ζητούν χρήματα γι’ αυτές. Για την ακρίβεια, ήταν εθελοντές… χωρίς να το ξέρουν» – λες και ο παππούς έκανε το γούστο του και δεν κάλυπτε μέρος των αναγκών του όταν δούλευε στα έργα οδοποιίας του χωριού (για να μην επεκταθούμε στην παλιά κι ακόμη ισχύουσα συνταγματική και κοινή νομοθετική πρόβλεψη της προσφοράς προσωπικής εργασίας για ικανοποίηση τοπικών αναγκών).
 
Οι αισιόδοξοι εθελοντές, οι άνθρωποι της θετικής πράξης αποτελούν σήμερα μια συμπαθή, αλλά εγκλωβισμένη μάζα. Αφενός, βρίσκονται έκθετοι εμπρός σ’ εκείνους που προσπαθούν να τους ελέγξουν. Αφετέρου, μπερδεύουν την ανάγκη με την προαίρεση. Δυστυχώς, μέχρι την άρση αυτής της παρεξήγησης, θα μαζεύουν παπαρούνες σε ναρκοπέδιο.

Βιβλία (που δεν προτείνουμε)…

Μπορείς! / Ron McMillan, Joseph Grenny, David Maxfield, Kerry Atterson, Al Switzler, μετάφραση: Ελευθερία Μαντζώρου / Διόπτρα, 2012
 

Ο αλχημιστής / Πάουλο Κοέλο, μετάφραση: Μαρία – Φερρέιρα Χιδίρογλου / Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 1996

PDF