Του Κωνσταντίνου Πουλή

Κι όλʼ αυτά για ένα τίποτα, για την Εκάβη. 
Τι είναι η Εκάβη γιʼ αυτόν; 
Εκείνος τι είναι για την Εκάβη; 
Αν το πάθος ήταν πραγματικό,
πόσο περισσότερο θα μπορούσε να κλάψει;
Σαίξπηρ, Άμλετ
 
Υπάρχουν μερικά στοιχεία απομυθοποίησης του ηρωικού μας παρελθόντος που έχουν γίνει πια σχεδόν κοινοί τόποι: η αμφισβήτηση του κρυφού σχολειού, η διαπίστωση πως η εναρκτήρια ημερομηνία της επανάστασης ορίστηκε τεχνητά, ώστε να ταιριάζει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, πως οι Έλληνες δεν ήταν ενωμένοι, ο κλήρος δεν σήκωσε πρώτος το λάβαρο της επανάστασης, πως όταν μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα, η Αθήνα ήταν μια ασήμαντη πόλη με μπόλικους Αλβανούς που εκλήθη να συμβολίσει τη συνέχεια με το αρχαιοελληνικό παρελθόν μας. Όλα αυτά λέγονται και ξαναλέγονται, και το πραγματικά εκπληκτικό στοιχείο δεν είναι τόσο το περιεχόμενο, αλλά το πόσο πολύ θίγονται κάποιοι συμπολίτες μας όταν τα ακούν. Το ζήτημα δεν είναι μόνο αν τα σχολικά βιβλία ή το ντοκιμαντέρ του σκάι  έχουν δίκιο ή άδικο ιστορικά. Το ενδιαφέρον ζήτημα είναι πώς εξηγείται όλο αυτό το πάθος. Τι κάνει τον άνθρωπο που δουλεύει ως υπάλληλος σε ένα φοροτεχνικό γραφείο του Παγκρατίου, να θεωρεί πως είναι οργανικό μέρος της ψυχικής του συγκρότησης η άποψη που έχει αυτός, το κράτος, ο σκάι, το ΠΑΜΕ, για την επανάσταση του ʼ21;
 
Το ερώτημα είναι προφανώς αχανές. Ας μου επιτραπεί να προτείνω δύο εξηγήσεις, οι οποίες βεβαίως συνυπάρχουν με πλήθος άλλες. Η πρώτη αφορά την πλευρά των κυβερνώντων, η οποία έχει εμφανείς λόγους να θέλει να μας πείσει ότι για τα πάντα φταίνε οι ξένοι που επιτίθενται στον Ελληνισμό: η Μέρκελ, ο Ομέρ Βρυώνης κοκ. Εμείς είμαστε όλοι ενωμένοι, πρίγκιπες και μουζίκοι, υπό τους εθνικούς μας στόχους. Οι εθνικές γιορτές πάντοτε αποκρύπτουν την απλή αλήθεια ότι δεν είμαστε όλοι στην ίδια πλευρά, και δεν θα είμαστε, όσους δεκάρικους και αν υποστούμε με αφορμή την εθνική μας επετείο. Απλώς, η παραδοχή ότι η κοινωνία μας χωρίζεται σε πλούσιους και φτωχούς, σημαίνει αυτομάτως ότι μπορεί οι φτωχοί να στραφούν εναντίον των πλουσίων. Αντιθέτως, η ιδέα ότι ο κόσμος χωρίζεται σε Έλληνες και βάρβαρους, σημαίνει πρακτικά μόνο ότι μπορεί να μαχαιρωθεί κανένας Πακιστανός ή (πιο ανώδυνα) να αγορεύει κάποιος στο καφενείο για τον Περικλή και τις ελληνικές λέξεις στην ιατρική ορολογία. Δεν στρέφεται όμως εναντίον των καταπιεστών του. Όλος αυτός ο λόγος περί εθνικής ομοψυχίας χρησιμεύει προκειμένου να αποσιωπηθεί ότι δεν είμαστε καθόλου, μα καθόλου ενωμένοι. Δεν βουλιάζουμε μαζί, δεν σωζόμαστε μαζί, δεν πάμε στα ίδια σχολεία, δεν πάμε διακοπές στα ίδια μέρη, ή δεν πάμε όλοι διακοπές, δεν τρώμε τα ίδια φαγητά, δεν κάνουμε την ίδια δουλειά. Ακριβώς όπως και στην επανάσταση υπήρχαν πολεμιστές, πολιτικοί, Μοραΐτες, Ρουμελιώτες, πλούσιοι, φτωχοί, μορφωμένοι (τους λέγαν και «κωλοπλυμένους»), αμόρφωτοι, και κάποιοι από δαύτους εκτός από το ότι εξέφραζαν διαφορετικά συμφέροντα, ενίοτε συγκρούονταν και σε εμφύλιο πόλεμο.
 
Αυτή είναι η μία πλευρά, και αφορά τους προπαγανδιστές. Υπάρχει και άλλη. Γιατί ο λαός είναι τόσο πρόθυμος να εξαπατηθεί; Γιατί θέλει τόσο πολύ να ακούσει για τον Κολοκοτρώνη ο άνθρωπος που δεν έχει το θάρρος ούτε για να αρνηθεί στο αφεντικό του να πάει να του ταΐσει τον σκύλο ή να του πληρώσει τη ΔΕΗ; που δουλεύει ανασφάλιστος, απλήρωτος και προσβεβλημένος; Γιʼ αυτό ακριβώς. Υπάρχει προφανώς ένας μηχανισμός υπεραναπλήρωσης σε δράση, που έχει ως αποτέλεσμα ο τσαλαπατημένος άνθρωπος να φαντασιώνεται μεγαλεία. Όσο πιο τσαλαπατημένος είναι, τόσο πιο πολύ φαντασιώνεται. 
 
Ένα κλασικό παράδειγμα επιλεκτικής μνήμης είναι η περίπτωση του στρατηγού Μακρυγιάννη. Τα «δυο αγάλματα» που «και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην καταδεχτείτε να βγούνε απʼ την πατρίδα μας. Γιʼ αυτά πολεμήσαμε» είναι μια συγκινητική φράση, που μέσω της τεράστιας ιδεολογικής επιρροής του Σεφέρη στα νεοελληνικά γράμματα περνάει στη συλλογική μνήμη ως η στιγμή που ο αγράμματος πολεμιστής του ʼ21 ομολογεί πως δίνει τη ζωή του για την προστασία της κληρονομιάς του. Το απόσπασμα αυτό από τα Απομνημονεύματα γίνεται θέμα και στις πανελλαδικές εξετάσεις, σφραγίζοντας έτσι  την ένταξή του στην ιδεολογική διαχείριση της μνήμης που αρέσκεται να καμαρώνει για το παρελθόν. Μια τέτοια αφήγηση δεν έχει κανέναν λόγο να υπενθυμίσει ότι κάποτε οι καταπιεζόμενοι δεν ξεχώριζαν τον Ρωμιό άρχοντα από τον Τούρκο ή ότι μόλις κηρύχτηκε η επανάσταση οι κοτζαμπάσηδες του Μοριά μασκαρεύτηκαν (κυριολεκτικά!) σε ραγιάδες.
 
Η αναφορά στο παρελθόν είναι μια ισχυρή συνιστώσα κάθε κατασκευής ταυτότητας. Δεν πρόκειται για το απλουστευτικό επιχείρημα πως όλα αυτά είναι ψευδαισθήσεις από τις οποίες ο ενήλικος νους θα πρέπει να απαλλαγεί. Εξάλλου, μήπως δεν έχει η Αριστερά τους ήρωές της, τους αγίους της και τις ένδοξες στιγμές της; Μήπως λείπει και από εκεί ένα ποσοστό εξιδανίκευσης και ωραιοποίησης; Υπάρχει όμως ένα κριτήριο με το οποίο θα μπορούσαμε να κρίνουμε πότε η αναφορά στο παρελθόν είναι για καλό και πότε για κακό. Εξηγούμαι: ο ζωγράφος Θεόφιλος φοράει φουστανέλα. Τον κοροϊδεύουν, τον χλευάζουν, όμως αυτός εκεί! Εκτός από κάποιος που φόρεσε φουστανέλα μετά τον καιρό της, ο Θεόφιλος υπήρξε και ζωγράφος. Να λοιπόν ένα κριτήριο. Αυτός που εμπνέεται από το παρελθόν, ποιος είναι. Τι κάνει με αυτό το παρελθόν, σε ποια ζωή το στριμώχνει, τι επιδιώκει. Ιδίως σε μια χώρα όπου η δεξιά έχει τέτοια μακρά παράδοση στην εθνοκαπηλεία, όπου τους πατριώτες καμώνονται οι απόγονοι των ταγματασφαλιτών και των χουντικών, έχει πάντα σημασία να ρωτάμε, αυτός ο κύριος που φόρεσε φουστανέλα και δακρύζει σαν μας μιλά για τα κατορθώματα των προγόνων του, ποιος είναι; Τι έφτιαξε στη ζωή του, με τα χεράκια του; Όταν ο Άμλετ κατηγορεί το αδύναμο σκαρί του για δειλία, αναρωτιέται πώς γίνεται ένας ηθοποιός να κλαίει για μια μυθική ηρωίδα, την Εκάβη, ενώ εκείνος δεν ταρακουνιέται ό,τι κι αν γίνεται. Να λοιπόν μια λειτουργία του μύθου, από τα αρχαία χρόνια: να ενσταλάζει θάρρος στις δειλές ψυχές. Όμως στην περίπτωσή μας, το ηρωικό παρελθόν δεν εμπνέει κανέναν ηρωισμό. Αντιθέτως, το επικαλείται ένας λαός φοβισμένος ως το μεδούλι, σαν την ηρωίδα του Γούντι Άλλεν που αναρωτιέται πόσο θα άντεχε στα βασανιστήρια, κι εκείνος της απαντά ότι θα τα ομολογούσε όλα μόλις της έκοβαν τις πιστωτικές κάρτες. 
 
Αυτός ο λαός, που διψάει τόσο πολύ για φαντασιώσεις ηρωικής αυταπάρνησης, δεν τολμάει ούτε να δυσανασχετήσει μπρος στα αφεντικά του, όχι να πολεμήσει.

Βιβλία…

Παπαγιώργης Κωστής. Τα καπάκια : Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 
 
Ανδρεάδης Γιάγκος. Τα παιδιά της Αντιγόνης : Μνήμη και ιδεολογία στην νεώτερη Ελλάδα Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1989. – 328σ. : εικ. • 21×14εκ.

PDF