Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε μία μέρα πριν τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου. Ήταν το άρθρο μου για τη μόνιμη σαββατιάτικη συνεργασία μου με το alterthess. Επέλεξα, ωστόσο, να μην το δημοσιεύσω τότε –κι έμεινε «κενό» εκείνο το Σάββατο- για λόγους που ακόμη δεν μου είναι πολύ σαφείς.
Ίσως τότε ο ψυχικός απογαλακτισμός μου από μια προσπάθεια είκοσι σχεδόν χρόνων δεν ήταν ακόμη αρκετός, παρόλο που δεν μου είχε απομείνει καμία ψευδαίσθηση.

Συνεχίζω να θεωρώ πως σε όσα συνέβησαν και συμβαίνουν υπάρχει μια ισχυρή ηθική διάσταση. Κι όσο κι αν το παρακάτω κείμενο φαίνεται έντονα πολιτικό, συνεχίζω να ισχυρίζομαι πως, κατά βάση, θέτει ηθικά ζητήματα. Ζητήματα, δηλαδή καίρια και άμεσα πολιτικά. 

ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΗΘΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ 19 9 2015
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σχεδόν βέβαιο πως θα κερδίσει τις αυριανές εκλογές.
Δεν θα το οφείλει, ωστόσο, ούτε στην ελπίδα που εμπνέει, ούτε, πολύ περισσότερο στην καμπάνια του ή στην παρέμβαση (!) «τμημάτων του κόμματος με ιδιαίτερες ευαισθησίες».

Σε μεγάλο βαθμό η νίκη του –χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς ελπίδα, χωρίς αισιοδοξία- θα είναι μια νίκη εξ υπολοίπου. Πάει να πει, η εξήγηση της νίκης δεν θα αντιστοιχεί σε όσα η Αριστερά θα ήθελε να την χαρακτηρίζουν. Θα πρόκειται, εν πολλοίς, για αρνητική ψήφο, αυτή που χρόνια ολόκληρα ο δικομματισμός κέρδιζε στη βάση του «να μην έρθουν οι άλλοι».

Πικρή θα είναι η γεύση της, λοιπόν, όσο κι αν γι’ αυτήν πολλοί άνθρωποι θα αγωνιούν ως που να ανοίξουν οι κάλπες.

Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με όσα προφανώς ξένα και ενοχλητικά γίνονται εδώ και αρκετό καιρό –και δεν αναφέρομαι στο 3ο Μνημόνιο. Αυτό που εννοώ, επί παραδείγματι, είναι πως δεν μπορεί να μην εκλαμβάνεται ως πολιτισμικό σοκ το σύνθημα «Στις 20 ψηφίζουμε για πρωθυπουργό» από ανθρώπους που σε όλη τους τη ζωή όλα τα έκαναν για σκοπούς συλλογικούς, σχεδόν «απρόσωπα» και αυτό το θεωρούσαν πυρήνα της ύπαρξής τους και θεμέλιο όλων των άλλων: αξιών, πρακτικών και στάσεων. Δεν γίνεται –ακόμη και τώρα, που όλα γίνονται- αυτό για ανθρώπους διαπαιδαγωγημένους στους δρόμους της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Και δεν πρόκειται για κάτι δευτερεύον. Άλλωστε, ότι έχει χαθεί στην ιστορία για την Αριστερά, αιώνες τώρα, πάντοτε χάθηκε στο όνομα της επιδίωξης … μειζόνων αγαθών. Ή στο όνομα του ρεαλισμού, για να χρησιμοποιήσω μιαν άλλη, περισσότερο κοινή, έκφραση.

Στο παράδειγμα της «ψήφου για πρωθυπουργό στις 20 Σεπτέμβρη» σας καλώ να το δείτε και με … ιστορικοσυγκριτικό τρόπο: μπορεί να πιστέψει κανείς την χρήση ενός τέτοιου συνθήματος από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Μπερλινγκουέρ, ακόμη και στην πιο δεξιά του φάση, αυτήν του «ιστορικού συμβιβασμού»; Δεν μπορεί. Γι’ αυτό και δεν συνέβη, αλλά και –για τους κομμουνιστές- δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί.

Δεν είναι αυτό, ωστόσο, το μόνο στο οποίο θα οφείλεται η πικρή γεύση. Μ’ όλο που τα αισθητικά ζητήματα είναι, όπως είπα, πολύ μεγάλης αξίας. Όπως και τα ηθικά –με τη βαθύτερη σημασία της λέξης.

Το κύριο, κατά τη γνώμη μου, αφορά τον σκληρό «λογικό» πυρήνα της πολιτικής. Αφορά, δηλαδή, την  πολύ αδύναμη επιχειρηματολογία που μπορεί να επιστρατευτεί. Δείτε: η σημερινή «αφήγηση» ισχυρίζεται πως, δεδομένων των συσχετισμών, αυτά που έγιναν στην περίοδο της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν έως πολλά και σημαντικά –το δε Μνημόνιο ήταν πραγματικά αναπόφευκτο. Η έκβαση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται κριτικά στο μέτρο που –ό,τι κι αν επιλέγονταν στο ενδιάμεσο- αυτή ήταν μονοσήμαντα προσδιορισμένη.

Μόνο που όλα αυτά προσκρούουν πάνω στο γεγονός πως, αν λέγονταν πριν από τη 25η Ιανουαρίου, δεν θα κερδίζονταν ποτέ οι εκλογές. Αν δε λέγονταν πριν από το Μάιο του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ήταν ίσως καν στη Βουλή.

Που σημαίνει πως η σημερινή «αλήθεια», ο «ρεαλισμός», ο «αντιμαξιμαλισμός» και ο «αντιβολονταρισμός» θα πήγαιναν άπατοι εάν επιχειρούταν να προταχθούν σε όλη την φάση της ανόδου. Ή, αλλιώς, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν πολύ ριζοσπαστικός -το αντίθετο από το υποκείμενο της σημερινής «αλήθειας»- τίποτε απολύτως δεν θα είχε καταφέρει.

Να, λοιπόν, ο λογικός φαύλος κύκλος: αν όσα τώρα λέγονται λέγονταν τότε η ελπίδα δεν θα ξεμύτιζε ποτέ. Με όσα, λοιπόν, τώρα λέγονται καμιά ελπίδα δεν μπορεί να συγκροτηθεί. Γι’ αυτό, που όλοι διαισθάνονται ακόμη κι αν δεν το συλλαμβάνουν συστηματικά, δεν υπάρχει ελπίδα και αισιοδοξία.

Γιατί, υπό αυτούς τους όρους, δεν μπορεί να έχει κανένα έρεισμα η ελπίδα.

Μόνο μια ριζοσπαστική πρόταση θα μπορούσε να δώσει ελπίδα στους άνεργους και τους νέους. Μόνο ριζοσπαστικές λύσεις υπάρχουν για αυτούς τους ανθρώπους –ή καθόλου λύσεις. Και οι ίδιοι το ξέρουν πολύ καλά. Και γι’ αυτό λίγο τους κέντρισαν αυτές οι εκλογές, στις οποίες, ως γνωστόν, «συμφέρον μας ήταν να μην υπάρχουν συμφέροντα».

Πράγμα που σημαίνει πως αυτές οι εκλογές  κάθε άλλο παρά θα αποτελέσουν κάποιο είδος τελικού επεισοδίου. Το αντίθετο ισχύει. Με όλη την ήττα και την απογοήτευση, ο τυφλοπόντικας θα συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του.

Το θέμα είναι τι θα κάνουν οι πεπεισμένοι αριστεροί και κομμουνιστές.

ΥΓ. Ο σημερινός αναγνώστης του Ήγκλετον μπορεί εύκολα να κάνει την προβολή της άποψής του πως «ρεαλιστής είναι ο επαναστάτης», στην εσωτερική συζήτηση για τις φυγόκεντρες τάσεις που εκδηλώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ. Και είναι σαν να ακούει από τα χείλη του ένα μήνυμα ενωτικό και αγωνιστικό προς τους συντρόφους του. Πράγματι, ο Ήγκλετον, που δηλώνει πρώην αριστεριστής, εξαίρει την ηθική διάσταση που είχε ο ακτιβισμός των αντίστοιχων ομάδων. «Σε μερικές περιπτώσεις πρέπει απλώς να κάνουμε το σωστό», γράφει, έστω κι αν δεν μπορούμε να επηρεάσουμε άμεσα τα πράγματα. «Αυτό επιτάσσει η ηθική αρχή». Και ο Τσακαλώτος δείχνει να συμφωνεί πως αυτήν την σπάνια αρχή «πρέπει να τη διαφυλάττουμε στην πολιτική ζωή». Τα αποτελέσματα μπορεί να έχουν σημασία, «αλλά δεν είναι το παν».