Υπάρχει ωστόσο κάτι αξιοπρόσεκτα κοινό σε όλες αυτές, κάτι το οποίο επρόκειτο ν’ αλλάξει μόνο με την «επιστημονική» ιατρική που γεννήθηκε μετά την καρτεσιανή ρήξη. Υπάρχει ένας τριπλός δεσμός που παραμένει σε όλες τις εκδοχές άρρηκτος, ο οποίος μπορεί να διατυπωθεί ως

 

1) δεσμός ομολογίας ανάμεσα στη σωματική («αντικειμενική») και την ψυχική

(«υποκειμενική») διάσταση·

2) δεσμός αλληλόδρασης ανάμεσα στον οργανισμό και το περιβάλλον·

3) δεσμός αμοιβαιότητας ανάμεσα στον πάσχοντα και τον θεραπευτή.

 

Αυτόν τον τριπλό δεσμό διέρρηξε οριστικά η νέα, μετα-γαλιλαϊκή και μετα-καρτεσιανή ιατρική, και από αυτή τη ρήξη προέκυψαν οι θεμελιώδεις αντιλήψεις και πρακτικές που θεωρούνται επιστημονικές και διαποτίζουν ολόκληρο το μοντέρνο κλινικό πεδίο. Η καρτεσιανή ρήξη οριοθέτησε με καινούργιο τρόπο το πεδίο άσκησης μιας «επιστημονικής» ιατρικής: το ανθρώπινο σώμα, νοούμενο ως αυτοτελή φυσικό μηχανισμό, καθαρμένο από κάθε συγκινησιακή και περιβαλλοντική παράμετρο, για την περιγραφή τού οποίου —όπως και κάθε άλλου υλικού σώματος— αρμόδια ήταν η νευτώνεια φυσική.

Η αλματώδης ανάπτυξη της ανατομίας (από τον Vesalius μέχρι τον Cuvier) και κυρίως της φυσιολογίας (από τον William Harvey ως τον Claude Bernard) ανάμεσα στον δέκατο έβδομο και τον δέκατο ένατο αιώνα, η ανακάλυψη πρακτικών αναισθησίας και ασηψίας που ώθησαν αλματικά τη χειρουργική, η επινόηση νέων τεχνικών μέσων όπως το μικροσκόπιο και η γέννηση θεσμών όπως το επιστημονικό εργαστήριο και η κλινική, θα δώσουν τεράστια ώθηση σε αυτό το νέο ιατρικό μοντέλο που σταδιακά θα λάβει το κύρος επιστημονικής ορθοδοξίας. Ο Thomas Sydenham (1624-1698), o σπουδαιότερος βρετανός γιατρός τού δέκατου έβδομου αιώνα (και στενός φίλος τού Τζων Λοκ, τον οποίον έχουν αποκαλέσει «άγγλο Καρτέσιο»), θα εδραιώσει το νέο εμπειριστικό πνεύμα στην ιατρική, που έγκειται στην εξαντλητική περιγραφή και ταξινόμηση συμπτωμάτων, απ’ όπου θα συνταχθούν οι λεπτομερέστεροι πίνακες νοσολογικών κατηγοριών που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Καθώς τα τεχνικά μέσα παρατήρησης πολλαπλασιάζονται κι εξειδικεύονται, πολλαπλασιάζονται ανάλογα και αυτές οι υποθετικές κατηγορίες και —δυστυχώς— υποστασιοποιούνται σταδιακά ως κάποιου είδους «οντότητες». Βαθμιαία, το ιατρικό ενδιαφέρον μεταφέρεται σε αυτές χάνοντας από τα μάτια την ίδια την ενότητα του πάσχοντος οργανισμού· ο ασθενής καθίσταται προοδευτικά αόρατος καθώς το ιατρικό βλέμμα επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στη «νόσο», και μάλιστα οιαδήποτε παρέμβασή του καταλήγει να γίνεται αντιληπτή ως ενόχληση και εμπόδιο στο ιατρικό έργο. Όπως το έθεσε στις ημέρες μας ένας μελετητής, από την ανθρωπολογική σκοπιά, τού σύγχρονου βιοϊατρικού μοντέλου:

 

Οι δεκαετίες ανάμεσα στο 1800 και 1830 σημαδεύονται από την αποφασιστική ρήξη με τα αβέβαια «συστήματα» της κλασικής ιατρικής κι από τη διαμόρφωση των μοντέρνων κλινικών μεθόδων. Συνδυάζοντας τις κλινικές παρατηρήσεις με την παθολογική ανατομία, οι γάλλοι γιατροί συσχέτισαν τα σημεία και τα συμπτώματα των ασθενών με τις εσωτερικές βλάβες που αποκάλυπτε η αυτοψία. Το 1816 ο Laennac εισήγαγε το πρώτο χοντροκομμένο στηθοσκόπιο· η στηθοσκόπηση επέτρεπε στον γιατρό να διεισδύσει πίσω από το εξωτερικά ορατό για να «δει» το ίδιο το έμβιο. Όπως συχνά λέγεται, οι γιατροί παλαιότερα παρατηρούσαν τους ασθενείς· τώρα τους εξέταζαν.1

 

Σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες αυτής της μετατόπισης του βλέμματος, τους ακριβείς τρόπους με τους οποίους θα δομηθεί η νέα επιστημονική οπτική, τη συμβολή τεχνικών μέσων όπως το μικροσκόπιο και το βιοχημικό εργαστήριο, τον ρόλο τής νοσοκομειακής κλινικής ως μηχανισμού κοινωνικής απομόνωσης, περιορισμού κι ελέγχου και ταυτόχρονα τόπου παραγωγής μιας εμπειρικής ειδημοσύνης που περιβάλλεται με ακαδημαϊκό κύρος, αξεπέραστη παραμένει η μελέτη τού Μισέλ Φουκώ Η γέννηση της κλινικής. Μια αρχαιολογία τού ιατρικού βλέμματος (1963).2 Αναδιφώντας με τη συνήθη του σχολαστικότητα στις πηγές και παραθέτοντας εξαντλητικά στη λεπτομερειακότητά τους παραδείγματα, ο Φουκώ έδειξε ανάγλυφα το πώς συγκροτείται μια γραμματική των σημείων και μια βοτανολογία των συμπτωμάτων που θα επιτρέψουν να παρακαμφθεί οριστικά το ερώτημα «ποιος πάσχει;» χάριν της διάγνωσης και του χειρισμού «νόσων» και «συνδρόμων». Όλη του η πραγμάτευση υποβάλλει, και αναμοχλεύει υπογείως, το ερώτημα που είχε θέσει με αφοπλιστική ευθύτητα από το 1943 ο δάσκαλος του Φουκώ στην ιστορία των επιστημών και λαμπρός εκπρόσωπος της γαλλικής επιστημολογικής σχολής, ο Georges Canguilhem (1904-1995): «μιλάμε για την αρρώστια του ασθενούς ή για την “αρρώστια” του γιατρού;»

Φαίνεται αναπόδραστο στην ιστορία των ιδεών, όπως ακριβώς και των τεχνοτροπιών, ότι όταν ένα κυρίαρχο ρεύμα καταλαμβάνει τη σκηνή, μια αντίθετη κίνηση πυροδοτείται στο εσωτερικό του σαν κρυφό ρεύμα. Κατά τη διαδικασία συγκρότησης αυτού του νέου ιατρικού μοντέλου, μια αντίδραση εμφανίστηκε περί τις αρχές τού δέκατου ένατου αιώνα που θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια δεύτερη, μικρότερης σημασίας, τομή. Προκλήθηκε από την ανάδυση της βιολογίας ως διακριτής επιστήμης η οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, έφερε κραδασμούς στο εσωτερικό τής ιατρικής. Μία όψη τού πράγματος ήταν η αυξανόμενη έμφαση που άρχισε να δίνεται τότε στη φυσιολογία, ως έκφραση του δυναμισμού και της λειτουργίας που είναι χαρακτηριστικά υποτίθεται της ζωής (το οργανιστικό μοντέλο), έναντι της ανατομίας, που έχει κάτι από τη στατικότητα του ανόργανου (το μηχανιστικό μοντέλο)… Η ιδέα αυτή ήταν αναπόφευκτο να συνεπιφέρει μια πρόσκαιρη αναμόχλευση βιταλιστικών αντιλήψεων, οι οποίες σε όλο τον δέκατο όγδοο αιώνα δεν είχαν πάψει να αναζωπυρώνονται περιοδικά σαν σκιά τού επικρατούντος μηχανοκρατικού πνεύματος – και γνώρισαν μία πρόσθετη ώθηση ακριβώς στις αρχές τού δέκατου ένατου αιώνα υπό την επίδραση του αναδυόμενου Ρομαντισμού και της Naturphilosophie τού Σέλλινγκ στη Γερμανία. Ο Georg Ernst Stahl (1660-1734) υποστήριξε πρώτος, για παράδειγμα, πως υπήρχε μια δύναμη του εμβίου μη αναγώγιμη σε παρατηρήσιμα δεδομένα και λειτουργίες (μας θυμίζει ακριβώς την ιδέα της «ζωτικής ενέργειας» των Ινδών και των Κινέζων, αλλά και πολλές ενοράσεις του Παράκελσου), την οποία ονόμαζε anima («ζωτική ψυχή»). Στις αρχές τού επόμενου αιώνα, Ο Samuel Hahnemann (1755-1843) θα επαναφέρει στο προσκήνιο κάποιες ιπποκράτειες αντιλήψεις δημιουργώντας το εναλλακτικό θεραπευτικό σύστημα της «ομοιοπαθητικής».3 Στην ομοιοπάθητική τού Χάνεμαν υπήρχε επίσης υπόρρητα, παράλληλα με τη λογική τού «ομοίου φαρμάκου», μια ιδέα «ζωτικής δύναμης» διότι χωρίς αυτήν δεν μπορεί να εξηγηθεί η αυτοθεραπευτική δύναμη του οργανισμού. Η δράση της εξηγεί επίσης την ολική αντίδραση του ανθρώπινου βιοσυστήματος (που εκδηλώνεται ταυτόχρονα στο νοητικό, στο συγκινησιακό και στο σωματικό πεδίο), ιδέα απολύτως κεντρική για την ομοιοπαθητική θεραπεία. Aργότερα λίγο, στα μέσα τού δέκατου ένατου αιώνα, ο Mesmer θα καταστήσει δημοφιλή την έννοια του ζωικού μαγνητισμού και, στις αρχές τού εικοστού (καθώς η φιλοσοφία τού Μπεργκσόν κερδίζει μιαν αναπάντεχη επιρροή σε μεγάλα ακροατήρια4), ο γερμανός βιολόγος και φιλόσοφος Hans Driesch (1967-1941) θα προτείνει με νέα επιχειρήματα την ύπαρξη ειδικών δυνάμεων και μη αναγώγιμων αιτίων που χαρακτηρίζουν ιδιαιτέρως τις έμβιες οντότητες.

Η ζωή, δεν χρειάζεται να το πω, παραμένει ανεπίλυτο αίνιγμα για τις βιοϊατρικές επιστήμες. Ο Ζωρζ Κανγκιλέμ και πάλι, κριτικός κληρονόμος αυτής της παράδοσης, μας θυμίζει ότι «δεν υπάρχει επιστημονικός ορισμός τής ζωής» πως «η ζωή είναι μια διαγνωστική, όχι επιστημονική κατηγορία». Όλες οι τέτοιου είδους ενστάσεις όμως θα έχαναν την ιστορική τους ευκαιρία χάρη στη θετικιστική κατεύθυνση που επρόκειτο να δώσει εντέλει στον νέο κλάδο ο μεγαλύτερος φυσιολόγος τού δέκατου ένατου αιώνα, ο Claude Bernard (1813-1878, φίλος και θαυμαστής τού Αύγουστου Κοντ). Η εν πρώτοις σημαντική του ενόραση, δηλαδή, πως ανάμεσα στο λεγόμενο παθολογικό και το θεωρούμενο ως κανονικό υπάρχει συνέχεια και κατά βάσιν ποσοτικές διακυμάνσεις, απορροφήθηκε από την απαίτηση της ποσοτικοποίησης κατά το μοντέλο των θετικών επιστημών, απ’ όπου αναδύθηκε ένα κύμα προσπαθειών να οριστούν νομοθετικές κανονικότητες για όλες τις φυσιολογικές λειτουργίες. Μέσα στον θετικιστικό ανεμοστρόβιλο των μέσων τού δέκατου ένατου αιώνα, η ιατρική άρχισε να γίνεται μία νομοθετική-κανονιστική επιστήμη όπως όλες οι άλλες.5

Η τάση αυτή επισφραγίστηκε τελεσίδικα από το έργο ενός χημικού και όχι γιατρού, του Louis Pasteur (1822-1895), o ο οποίος στα μέσα τού αιώνα ενοποίησε τη χημεία με τη βιολογία και ανακάλυψε τον ρόλο των νοσογόνων μικροοργανισμών ––βακτηρίων και ιών–– στις μολυσματικές ασθένειες. Η ανάπτυξη της μικροβιολογίας χάρισε μια σειρά από θεαματικές επιτυχίες στην ιατρική, πράγμα που τόνωσε την επιστημονική της αυτοπεποίθηση κι έκανε το αναγωγιστικό πρόγραμμα να φαίνεται όλο και πιο εύλογο στους κλινικούς κύκλους. Ο Ζωρζ Κανγκιλέμ σχολιάζει δηκτικά αυτή την εξέλιξη:

 

Χωρίς καμία πρόθεση επιβουλής της αυθεντίας των παστεριανών δογμάτων, θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι η μικροβιακή θεωρία των μεταδοτικών ασθενειών οφείλει σίγουρα ένα καθόλου αμελητέο μέρος τής επιτυχίας της στο γεγονός ότι ενέχει μια οντολογική παράσταση της αρρώστιας. Το μικρόβιο μπορούμε να το δούμε, έστω και με την περίπλοκη μεσολάβηση του μικροσκοπίου, των χρωστικών και των καλλιεργειών, πράγμα που δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε με το μίασμα ή την επήρεια. Η θέαση ενός όντος συνιστά ήδη πρόβλεψη μιας πράξης. Ο αισιόδοξος χαρακτήρας των θεωριών λοίμωξης όσον αφορά τις θεραπευτικές τους προεκτάσεις είναι αδιαμφισβήτητος. Η ανακάλυψη των τοξινών και η αναγνώριση του ειδικού και ατομικού παθογόνου ρόλου τής ιδιαιτερότητας του ξενιστή κατέστρεψαν όμως την όμορφη απλότητα μιας διδασκαλίας, το επιστημονικό ένδυμα της οποίας μεταμφίεζε την αντοχή μιας αντίδρασης απέναντι στο κακό παλιάς όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος […] Απεναντίας, η αρχαία ελληνική ιατρική, με τα ιπποκρατικά κείμενα και πρακτικές, παρέχει μια σύλληψη της ασθένειας όχι πλέον εντοπιστική αλλά ολοποιητική. Η φύσις, στον άνθρωπο όσο κι έξω απ’ αυτόν, είναι αρμονία και ισορροπία. Ασθένεια είναι η διατάραξη αυτής της ισορροπίας, αυτής της αρμονίας. Εδώ η ασθένεια δεν είναι κάπου μέσα στον άνθρωπο. Βρίσκεται σε ολόκληρο τον άνθρωπο και έγκειται εξ ολοκλήρου σε αυτόν. Οι εξωτερικές περιστάσεις είναι αφορμές αλλά όχι αιτίες […] Η ασθένεια δεν είναι μόνο ανισορροπία ή δυσαρμονία, είναι επίσης ––και ίσως κυρίως–– προσπάθεια της φύσης να επιτύχει μια νέα ισορροπία στον άνθρωπο. Ο οργανισμός αρρωσταίνει για να θεραπευθεί. Η θεραπευτική οφείλει πρώτ’ απ’ όλα να ανεχθεί, και εν ανάγκη να ενισχύσει, αυτές τις αυθόρμητες ευδαιμονικές και θεραπευτικές αντιδράσεις. Η ιατρική μιμείται τη φυσική θεραπευτική δράση (vis mediatrix naturae) […] Προφανώς μια τέτοια σύλληψη είναι επίσης αισιόδοξη, αλλά εδώ η αισιοδοξία αφορά τη ροπή τής φύσης και όχι την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης τεχνικής.6

 

Ο δέκατος ένατος αιώνας ήταν όμως, επίσης, ο «αιώνας τού εγκεφάλου». Οι έρευνες στον εγκέφαλο και στο νευρικό σύστημα ξεκίνησαν από την προσπάθεια να εξηγηθούν και να αντιμετωπιστούν οι διάφορες μορφές «παραφροσύνης» που συναντούσε κανείς στα άσυλα εγκλεισμού τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ο Franz Joseph Gall (1758-1828) ήταν εκείνος που επινόησε τον όρο «φρενολογία» και ο Wilhelm Griesinger (1817-1868) ήταν από τους πρώτους υποστηρικτές τής εγκεφαλικής βάσης όλων των ψυχικών διαταραχών. Ο Theodor Meynert (1833-1892) ειδικεύθηκε στη δομή και τη λειτουργία τού εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού: μαθητές του ήταν ο Φρόυντ και ο Karl Wernicke (1848-1905) ο οποίος, παράλληλα σχεδόν με τον γάλλο Paul Broca (1824-1880), εντόπισε ειδικές μορφές αφασίας κι επεξεργάστηκε ένα νευρολογικό θεμέλιο για την αναπτυσσόμενη ψυχιατρική.

Ο συνδυασμός νευροφυσιολογίας και νευροανατομίας γέννησαν στον ύστερο δέκατο ένατο αιώνα τη νέα επιστήμη τής ψυχολογίας. Όλοι οι μεγάλοι σκαπανείς της —ο Gustav Fehner (1801-1887), ο Hermann von Helmholtz (1821-1894), ο Wilhelm Wundt (1832-1920), ο Francis Galton (1822-1911), ο Lloyd Morgan (1852-1936), ο Granville Stanley Hall (1844-1924)— ήταν πειραματιστές τού εργαστηρίου που πάσχιζαν να περιγράψουν τις λειτουργίες τής αισθητηριακής ανταπόκρισης, της αντίληψης, της μνήμης και της φαντασίας με ακριβείς ποσοτικούς όρους.7 Κατά ειρωνικό τρόπο, οι λεγόμενες «επιστήμες της ψυχής» —ψυχολογία και ψυχιατρική— θεμελιώθηκαν εντέλει στην άρνηση της ίδιας της έννοιας της ψυχής με τις παραδοσιακές της συνδηλώσεις, η οποία θ’ αποδίδεται πλέον με τον αγγλοσαξωνικό όρο mind/mental functions (= ψυχοδιανοητική σφαίρα/λειτουργίες) κατανοώντας τον άνθρωπο είτε ως ζώο (μπηχεϊβιορισμός) είτε ως υπολογιστική μηχανή (βιοκυβερνητική, τεχνητή νοημοσύνη).

Η εργαστηριακή εξειδίκευση στον εικοστό αιώνα διεύρυνε το φάσμα των ιατρικών εφαρμογών και πολυπλοκοποίησε την επιστημονική ματιά: η ανάπτυξη της μοριακής βιολογίας, της νευροχημείας, η αποκρυπτογράφηση του γενετικού κώδικα, η αυξανόμενη κατανόηση των διασυνδέσεων ανοσοποιητικού-νευρικού-ενδοκρινικού συστήματος εκλέπτυναν την ίδια την έννοια του αναγωγισμού κάνοντάς τον να μοιάζει πολύ λιγότερο αφελής απ’ ό,τι τον δέκατο ένατο αιώνα με τα χοντροκομμένα φυσικοχημικά του μοντέλα. Δεν πρέπει να μας διαφύγει όμως ότι όλες αυτές οι επιστημονικές εξειδικεύσεις υπακούουν στην ίδια εργαλειακή λογική και εγγράφονται μέσα στο ίδιο ευρύτερο μηχανικό μοντέλο – αφού οι κυβερνητικές μηχανές (τα «αυτόματα» του von Neumann, που μεταμορφώθηκαν στους γνωστούς μας ηλεκτρονικούς υπολογιστές, για να πάρουμε την πιο εξελιγμένη σημερινή τεχνολογία που επέτρεψε μεταξύ άλλων και την ανάπτυξη της σύγχρονης γενετικής) δεν είναι λιγότερο μηχανές απ’ ό,τι στην εποχή τους οι τροχαλίες και τα ρολόγια.

Στον εικοστό αιώνα η ιατρική επρόκειτο να επενδυθεί με αδιανόητο κύρος και εξουσίες, να απορροφήσει σκανδαλωδώς δυσανάλογα μερίδια του κοινωνικού πλούτου και να συμπλακεί βαθιά με τη διογκούμενη φαρμακοβιομηχανία – και αυτό παρά την κατάφωρη αδυναμία της να ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ραγδαία εξαπλούμενες ψυχικές διαταραχές (για να μην αναφέρουμε εδώ τις νέες, φαρμακογενείς και ιατρογενείς παθολογίες). Η εκρηκτική αύξηση εκφυλιστικών νόσων όπως υπέρταση, εγκεφαλικά, καρδιοπάθειες, καρκίνοι, ασθένειες του ανοσοποιητικού (αυτοάνοσα νοσήματα, AIDS), κι εσχάτως λοιμωδών νοσημάτων που πριν από τρεις-τέσσερις δεκαετίες κηρύσσονταν πανηγυρικά νικημένα, όχι εις πείσμα τής αυξανόμενης ιατρικοποίησης της ζωής αλλά σε ευθεία αναλογία μαζί της, μαρτυρεί το λιγότερο ότι κάτι πάσχει βαριά στην ιατρική συλλογιστική μας.8 Στα τέλη τού εικοστού αιώνα, η Susan Sondag, γράφει:

 

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η νεότερη ιατρική σκέψη αρχίζει από τη στιγμή που μια χοντροκομμένη στρατιωτική μεταφορά γίνεται συγκεκριμένη, πράγμα το οποίο μπορεί να συμβεί μόνο με την εμφάνιση ενός καινούργιου είδους έρευνας, που εκπροσωπείται από την παθολογία των κυττάρων τού Virchow, και μιας ακριβέστερης κατανόησης του γεγονότος ότι η νόσος προκαλείται από συγκεκριμένους αναγνωρίσιμους, ορατούς (με τη βοήθεια του μικροσκοπίου) οργανισμούς. Όταν εισβολέας δεν θεωρείται η αρρώστια αλλά ο μικροοργανισμός που την προκαλεί, τότε η ιατρική αρχίζει πράγματι να είναι αποτελεσματική και οι στρατιωτικές μεταφορές αποκτούν μια καινούργια αξιοπιστία και ακρίβεια. Από τότε, οι στρατιωτικές μεταφορές έρχονται ολοένα και περισσότερο να εμποτίσουν όλες τις πλευρές τής ιατρικής εικόνας. Η αρρώστια νοείται ως μια εισβολή ξένων οργανισμών, στην οποία το σώμα ανθίσταται με δικές του στρατιωτικές ενέργειες, όπως η κινητοποίηση των ανοσοποιητικών «αμυντικών μηχανισμών», και η ιατρική καθίσταται «επιθετική» όπως λέγεται στη γλώσσα των περισσότερων χημειοθεραπειών […] Οι στρατιωτικές μεταφορές επικράτησαν στις αρχές τού αιώνα, μετά τις καμπάνιες που έγιναν κατά τον Πρώτο παγκόσμιο Πόλεμο για την ενημέρωση του κόσμου σχετικά με τη σύφιλη, και μετά τον πόλεμο σχετικά με τη φυματίωση […] Η κατάχρηση της στρατιωτικής μεταφοράς πιθανόν να είναι αναπόφευκτη στην καπιταλιστική κοινωνία, μια κοινωνία που όλο και περισσότερο περιορίζει το εύρος και την αξιοπιστία των επικλήσεων στις ηθικές αξίες, μέσα στην οποία θεωρείται ανόητο να μην υποτάσσει κανείς τις πράξεις του στον υπολογισμό τού ιδίου συμφέροντος και του κέρδους. Η διεξαγωγή του πολέμου είναι μία από τις λίγες δραστηριότητες που οι άνθρωποι υποτίθεται ότι δεν τις αντιμετωπίζουν «ρεαλιστικά», δηλαδή έχοντας πάντα στο νου τους τις δαπάνες και το πρακτικό αποτέλεσμα. Σ’ έναν πόλεμο με όλα τα μέσα η δαπάνη είναι ανυπολόγιστη, χωρίς σύνεση – διότι ο πόλεμος ορίζεται ως κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στην οποία καμία θυσία δεν είναι υπερβολική. Αλλά οι πόλεμοι ενάντια στις ασθένειες δεν είναι μόνο εκκλήσεις για περισσότεροι ζήλο και για περισσότερα χρήματα που θα διατεθούν στην έρευνα. Η μεταφορά διαγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι ιδιαίτερα τρομακτικές ασθένειες θεωρούνται ως ξένοι «άλλοι», ως εχθροί σε έναν σύγχρονο πόλεμο· και η μετακίνηση από τον δαιμονισμό τής αρρώστιας στην απόδοση του σφάλματος στον ασθενή είναι μια αναπόφευκτη μετακίνηση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι ασθενείς θεωρούνται θύματα.9

 

Για να συνοψίσουμε λοιπόν: αντικείμενο της νέας, επιστημονικής ιατρικής δεν ήταν ακριβώς ο άνθρωπος αλλά το ανθρώπινο σώμα, νοούμενο ως μηχανικό αυτόματο. Η βιοϊατρική επιστήμη ήταν μια μορφή μηχανικής, και παρέμεινε τέτοια ακόμη και μετά την εκλέπτυνση του μοντέλου που επέφερε στους επόμενους αιώνες η ανάπτυξη της χημείας και της βιολογίας. Αυτό που αποκαλούμε «υγεία» γινόταν αντιληπτό ως εύρυθμη λειτουργία τής σωματικής μηχανής, κάτι το οποίο μπορούσε να μετρηθεί ––όπως συμβαίνει με κάθε μηχανή–– με όρους αποδοτικότητας. Εύκολο είναι να καταλάβει κανείς πόσο κρίσιμη παράμετρο συνιστά η αποδοτικότητα του σώματος σε μια κοινωνία αστική και εμπορευματική, σε μια κοινωνία όπου το ήθος τής εργασίας, η επιδίωξη του κέρδους και η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση καθίστανται κεντρικά κίνητρα της κοινωνικής δράσης. Αντίστοιχα, η θεραπεία γινόταν αντιληπτή ως διορθωτική παρέμβαση, λίγο έως πολύ τεχνικού χαρακτήρα, στα τυχόν δυσλειτουργικά μέρη τού σώματος ––εφόσον δεν ήταν ακόμη πρακτικώς δυνατή η αντικατάστασή τους–– και λίγο αργότερα επικεντρώθηκε στην απομόνωση και στην καταπολέμηση εξωγενών διαταρακτικών παραγόντων: από τον δέκατο ένατο αιώνα και μετά, το κυνήγι των ιών και των βακίλων έγινε η μοντέρνα εκδοχή τού κυνηγιού των μαγισσών. Από την άλλη πλευρά, τα λεγόμενα «πνευματικά» γεγονότα εκχωρήθηκαν με προθυμία στη δικαιοδοσία τής εκκλησιαστικής καθοδήγησης – και μετά από την οριστική κρίση τής τελευταίας θα γεννιόταν μια ατελείωτη διαμάχη σχετικά με το αν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν σε ένα διευρυμένο μηχανικό μοντέλο (του οποίου οι δυνατότητες έχουν επεκταθεί εκπληκτικά σήμερα με την ανάπτυξη των κυβερνητικών μηχανών) ή αν αντίθετα χρειάζεται να υπάρχει μία χωριστή αρμοδιότητα, μια ψυχο-λογία ή ψυχο-θεραπεία, για τα «πάθη τής ψυχής». Η διαμάχη αυτή έληξε ουσιαστικά στα τέλη τού δέκατου ένατου αιώνα με τη γέννηση της σύγχρονης ψυχιατρικής, υποστηριζόμενης από το ιατρικό νευρολογικό μοντέλο που γεννήθηκε παράλληλα.

Το πρόβλημα που μας θέτει επιτακτικά όλη αυτή η κολοσσιαία τεχνοεπιστήμη μεθοδευμένη ως υγειονομικό στρατήγημα δεν είναι μόνο επιστημολογικό αλλά και πολιτικό με την πιο ανησυχητική έννοια του όρου. Ο Φουκώ επινόησε την έννοια της βιοπολιτικής για να περιγράψει την αυξανόμενη συμπλοκή ιατρικής-δημογραφίας-πολιτικής διαχείρισης στις μαζικά επιτηρούμενες κοινωνίες τής νεωτερικότητάς  μας (έννοια την οποία επανεπεξεργάστηκε ο Αγκάμπεν10 ως συστατικό γνώρισμα του ολοκληρωτισμού: συγχώνευση της πολιτικής και της ιατρικής σ’ ένα πρόγραμμα ––πειραματική μορφή τού οποίου στάθηκαν ακριβώς τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως–– χειραγώγησης των ανθρώπων σε μαζική κλίμακα μέσω του εξουσιαστικού ελέγχου των ίδιων των ζωτικών τους λειτουργιών, μέχρι το κυτταρικό επίπεδο). Αυτή η οξεία κατανόηση του πολιτικού βάρους των βιοϊατρικών μοντέλων στον Φουκώ πηγάζει από τη σκέψη ακριβώς του Ζωρζ Κανγκιλέμ. Ιδού πώς σχολιάζει αυτός, προδρομικά, την αναδυόμενη σαγήνη τής γενετικής στην ιατρική σκέψη:

 

Η κληρονομικότητα είναι το σύγχρονο όνομα της υπόστασης (substance). Θεωρούμε πως είναι δυνατό να εξουδετερώσουμε το αποτέλεσμα ενός σφάλματος μεταβολισμού παρέχοντας διαρκώς στον οργανισμό το προϊόν χημικής αντίδρασης που είναι απαραίτητο για την άσκηση μιας λειτουργίας, και το οποίο τού στερεί μια ατελής αλυσίδα αντιδράσεων […] Αλλά η εξισορρόπηση εφ’ όρου ζωής τού ελλείμματος ενός οργανισμού δεν είναι παρά διαιώνιση μιας οδυνηρής λύσης. Η πραγματική λύση μιας αίρεσης είναι η εκρίζωση. Γιατί λοιπόν να μην ονειρευόμαστε ένα κυνήγι των ετερόδοξων γονιδίων, μια γενετική ιερά εξέταση; Και μέχρι τότε, γιατί να μη στερούμε στους ύποπτους γεννήτορες την ελευθερία να σπέρνουν σε κάθε κοιλιά; Αυτά τα όνειρα, το γνωρίζουμε, δεν είναι μόνο όνειρα μερικών βιολόγων με άκρως ιδιάζουσες φιλοσοφικές πεποιθήσεις, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Όταν όμως ονειρεύεται κάποιος τέτοια όνειρα μπαίνει σε έναν άλλον κόσμο, που συνορεύει με τον θαυμαστότερο των κόσμων τού Άλντους Χάξλεϋ, απ’ όπου έχουν εξαλειφθεί τα ασθενή άτομα, οι ιδιαίτερες ασθένειές τους και οι γιατροί τους. Η ζωή ενός φυσικού πληθυσμού αναπαρίσταται σαν σάκος λοταρίας, όπου επαφίεται σε αξιωματούχους εξουσιοδοτημένους από την επιστήμη τής ζωής να εξακριβώνουν την κανονικότητα των αριθμών που περιέχει, πριν επιτραπεί στους παίκτες να τους τραβήξουν για να συμπληρώσουν τις καρτέλες τους. Στη βάση αυτού τού ονείρου υπάρχει η γενναιόδωρη φιλοδοξία να απαλλάξουμε τα αθώα και ανήμπορα έμβια όντα από το βαρύ φορτίο να αντιπροσωπεύουν τα σφάλματα της ζωής· στο τέλος, όμως, βρίσκουμε την αστυνομία των γονιδίων συγκαλυμμένη από την επιστήμη των γενετιστών.11

 

Θα ήθελα, καταλήγοντας, να επαναφέρω τη συζήτηση στον ανθρωπολογικό πεδίο. Κριτικές στις υπερβολές, στην αναποτελεσματικότητα, σε λογικά σφάλματα είτε σε αθέμιτες πολιτικές χρήσεις τής ιατρικής έχουν ασκηθεί πολλές στις ημέρες και από το εσωτερικό τής ιατρικής κοινότητας.12 Εκείνο που είναι ωστόσο δυσκολότερο να εκριζωθεί είναι η πεποίθηση πως η δυτική ιατρική είναι κατά κάποιον τρόπο «πιο αληθινή» από τις άλλες. Το κυριότερο επιχείρημα γι’ αυτό είναι κατά βάθος η παγκόσμια επικράτησή της. Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους στον θεσμοποιημένο τομέα υγείας (σε ιδιωτικά ιατρεία, σε νοσοκομεία ή σε ιατρικά κέντρα) θα υποστηρίξουν πως η σύγχρονη ιατρική και χειρουργική μόνον επιδερμικά μπορεί να θεωρηθεί επηρεασμένη από τον πολιτισμό των εθνών τής Δύσης στα οποία για πρώτη φορά αναπτύχθηκε: όταν ασκείται στο Μεξικό, στην Ιαπωνία ή στη Ζιμπάμπουε —όπως και ασκείται σήμερα— είναι πάντα, και παραμένει, βιοϊατρική. Παραβλέπουν τον βαθμό στον οποίον αυτός ο πολιτισμός τής Δύσης έχει επιβληθεί παγκοσμίως εν πρώτοις με την αποικιακή κατάκτηση κι εν συνεχεία με τη βίαιη υπαγωγή των παγκόσμιων κοινωνιών στην καπιταλιστική αγορά (το φαινόμενο που παλαιότερα ονομάζαμε ιμπεριαλισμό και σήμερα κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση)· και, μαζί με αυτόν, η τεχνολογία και τα συστήματα γνώσης του. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι έχει εξαλειφθεί η πολιτισμική ετερογένεια, όμως η υβριοδιοποίηση που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των μη δυτικών πολιτισμών είναι μέτρο τής αποσάθρωσης που υφίστανται από την επιβολή ενός ηγεμονικού πολιτισμικού μοντέλου. Μια ανάλογη συζήτηση θα μπορούσε να γίνει στο επίπεδο των πολιτικών θεσμών, εξ άλλου: η υιοθέτηση ενός ορισμένου τύπου κοινοβουλευτισμού επικράτησε ως κυρίαρχη μορφή διακυβέρνησης στην πλειονότητα των εθνών-κρατών που προέκυψαν από την αποαποικιοποίηση των δεκαετιών τού ’60 και του ’70. Είναι αυτό συνέπεια κάποιου εξελικτικού πλεονεκτήματος της «δημοκρατίας» ή προϊόν επιβολής, ως το προσφορότερο μέσο υπαγωγής στην παγκόσμια αγορά, εκ μέρους ενός διεθνούς διακρατικού συστήματος από το οποίο παραμένουν εξαρτημένα τα έθνη αυτά κι εντός τού οποίου διεκδικούν μια θέση; Και σημαίνει αυτό άραγε πως οι παραδοσιακές μορφές πολιτικής οργάνωσης έχουν εξαφανιστεί ή μήπως επιβιώνουν σε ποικίλους βαθμούς διαπλοκής με το εδραιωμένο πολιτικό μοντέλο κάτω από την κρούστα ενός εύθραυστου κοινοβουλευτισμού; Αντίστοιχα, οι ερευνητές στο πεδίο τής ιατρικής ανθρωπολογίας έχουν πολλά να πουν για την παράλληλη ύπαρξη διαφορετικών διαθέσιμων θεραπευτικών συστημάτων, για τα κριτήρια με τα οποία οι άνθρωποι επιλέγουν κατά περίπτωση και για τις κοινωνικές, ταξικές ή πολιτικές παραμέτρους των επιλογών τους.13 Παρατηρούν ότι στις περισσότερες χώρες σήμερα, η επιστημονική ιατρική απαρτίζει τη βάση τού επαγγελματικού τομέα (παρότι και τα παραδοσιακά θεραπευτικά συστήματα μπορούν σε κάποιον βαθμό να επαγγελματοποιηθούν, πράγμα που κάποτε συμβαίνει)· είναι όμως σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε πως η δυτική επιστημονική ιατρική παρέχει μόνο ένα μικρό ποσοστό τής θεραπευτικής φροντίδας στις περισσότερες χώρες τού κόσμου. Ωστόσο παντού, οι επαγγελματίες τής βιοϊατρικής αποτελούν τη μόνη ομάδα θεραπευτών που η θέση της στηρίζεται από τον νόμο: απολαμβάνουν ανώτερο κοινωνικό status, υψηλότερο εισόδημα, σαφέστερα προσδιορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις απ’ όλους τους άλλους τύπους θεραπευτών· έχουν την εξουσία να ρωτούν ή να εξετάζουν τους πελάτες τους, να χορηγούν ισχυρές και σε μερικές περιπτώσεις θανατηφόρες αγωγές και φάρμακα, να στερούν απ’ ορισμένους ανθρώπους την ελευθερία τους —να τους εγκλείουν σε νοσοκομεία ή άλλα ιδρύματα14— εάν διαγνωστούν αυτοί ως ψυχωτικοί ή φορείς μολυσματικών νόσων. Στο νοσοκομείο, μπορούν να ελέγχουν ασφυκτικά  τη δίαιτα, τη συμπεριφορά, τον ύπνο και φαρμακολογική αγωγή των ασθενών τους και να τους υποβάλλουν σε ένα μεγάλο φάσμα εξετάσεων, όπως βιοψίες, ακτινογραφίες ή φλεβοτομίες. Μπορούν επίσης να στιγματίζουν —μερικές φορές μόνιμα— τους ασθενείς τους ως άρρωστους, επικίνδυνους, ενοχλητικούς, υποχονδριακούς, ανίατους ή αναρρωνύοντες, χαρακτηρισμοί οι οποίοι μπορούν να έχουν σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές επιπτώσεις για τους ίδιους.

Σε κάθε περίπτωση, οι ανθρωπολόγοι βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση να κατανοήσουν —συχνά με απροθυμία κι ενάντια στις ίδιες τις προκαταλήψεις τους— τον ιδιοπολιτισμικό χαρακτήρα τής δυτικής επιστήμης· κι επειδή από την φύση τής εργασίας τους δεν μπορούν να παραβλέψουν τις συμβολικές, ψυχολογικές, διαπροσωπικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις που συνυφαίνονται σε αυτό που λέμε «θεραπεία», στις οποίες είναι κατά κανόνα τυφλός ο βιοϊατρικός κόσμος, έχουν μια πολύ πιο ευρεία εικόνα τής ίδιας τής θεραπευτικής αποτελεσματικότητας και των πολιτισμικά εξαρτημένων κριτηρίων της. Πολλές ανθρωπολογικές φωνές πλέον υποστηρίζουν ανενδοίαστα ότι η βιοϊατρική είναι απ’ άκρου εις άκρον προϊόν τού δυτικού πολιτισμού αφού «διαπνέεται από το αξιακό σύστημα που χαρακτηρίζει τη βιομηχανική-καπιταλιστική οπτική τού κόσμου»,15 ότι μεταφέρει την ηγεμονική μηχανιστική κοσμοαντίληψη και τους δυναστευτικούς της τρόπους παντού στην υφήλιο, ότι συνιστά ένα ιδεολογικό σύστημα συνυφασμένο με ειδικές και καταδείξιμες βλέψεις κυριαρχίας – συντονίζοντας την κριτική τους με τις ενστάσεις που από τη δεκαετία τού ’60 τουλάχιστον έχουν εγερθεί εκ μέρους ακτιβιστών, φιλοσόφων και κριτικά σκεπτόμενων επιστημόνων από το μητροπολιτικό κέντρο. Αυτό συνιστά οπωσδήποτε μια κρίση νομιμοποίησης της ιατρικής· και η κρίση αυτή διαφαίνεται —θα υποστηρίξω— ήδη από τις αρχές τού εικοστού αιώνα, με τις εμφάνιση μιας πλειάδας εναλλακτικών, μη ιατρικών θεραπευτικών στην καρδιά τού δυτικού κόσμου.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Paul Starr, The Social Transformation of American Medicine. The Rise of a Sovereign Profession (Basic Books: Νέα Υόρκη 1982), σελ. 54-5 (υπογράμμιση δική μου).
  2. Ελλ. έκδ. Νήσος (Αθήνα 2012), μετ. Κική Καψαμπέλη. Ο Μισέλ Φουκώ (1926-1984), ο πλέον εικονοκλαστικός από τη γαλλική επιστημολογική σχολή, της οποίας είναι και ο τελευταίος εξέχων εκπρόσωπος, επιχειρεί μιαν «αντεστραμμένη» επιστημολογία, όπως έχουν πει: όχι ιστορία των γνώσεων αλλά ιστορία πρωτίστως των θεσμών, ως μορφών κοινωνικού εγκλεισμού και περιστολής στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, οι οποίοι παράγουν εν συνεχεία «λόγους» ως μορφές νομιμοποίησης των πρακτικών τους. Το εν λόγω έργο είναι το δεύτερο μέρος μιας περίφημης τριλογίας του, πρώτο μέρος τής οποίας ήταν το αξεπέραστο, και πιθανώς κορυφαίο του βιβλίο με στόχο την ψυχιατρική και το ψυχιατρείο, Η ιστορία τής τρέλας κατά την κλασική εποχή, μετ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου (Ηριδανός: Αθήνα 2004 [1961]).
  3. Για την ιατρική φιλοσοφία τού Χάνεμαν, βλ. Samuel Hahnemann, Organon of Medicine, μετ. J. Kunzli κ.ά. (Victor Gollancz: Λονδίνο 1983 [1810]). Όπως ο ίδιος υποστήριζε ––και όπως γίνεται πλέον δεκτό από πολλούς–– , πολύ περισσότερο συγγενεύει η ομοιοπαθητική σύλληψη με την ιπποκράτεια λογική για την οποία κάθε νόσος είναι σε κάποιον βαθμό ήδη θεραπεία: δηλαδή, ο οργανισμός έχει αφ’ εαυτού τις δυνάμεις να υπερβεί τη διατάραξη, και η ανάπτυξη συμπτωμάτων δεν είναι παρά η προσπάθειά του να αυτοθεραπευτεί. Αυτή ακριβώς τη διαδικασία καλείται να υποβοηθήσει ο θεραπευτής. Μια τέτοια διαδικασία είναι αναπόφευκτο να ανακόπτεται ή και ν’ ακινητοποιείται σε ορισμένες στιγμές εξαιτίας ποικίλων παραγόντων, οι οποίοι μπορούν να περιγραφούν γενικά ως περιβαλλοντικοί· καθήκον τού θεραπευτή είναι τότε να βοηθήσει τον οργανισμό να επανενεργοποιήσει τη διαδικασία εκεί ακριβώς όπου καθηλώνεται. Με αυτή την έννοια χορηγείται το «όμοιο φάρμακο»: ουσιαστικά δίνεται μια ώθηση να αναπτυχθεί το σύμπτωμα μέχρι σημείου αυτοδιασπάσεως, έως ότου μετατραπεί δηλαδή στο αντίθετό του. Σημειωθήτω, πάντως, ότι σε διαφορετικές πραγματείες τού ετερόκλητου ιπποκρατικού corpus, όπως συμβαίνει και με άλλα ζητήματα, βρίσκουμε διατυπωμένη τόσο τη λογική των «εναντίων» όσο και τη λογική των «ομοίων φαρμάκων» – κληρονομιά πιθανώς η τελευταία μια πανάρχαιης μαγικής αντίληψης που τη συναντάμε σε πολλές διαφορετικές θεραπευτικές παραδόσεις.
  4. Ο όρος βιταλισμός ταυτίστηκε εντέλει με τη φιλοσοφία τού Henri Bergson (1859-1941), ο οποίος στο opus magnum του Η δημιουργική εξέλιξη (ελλ. έκδ. Πόλις: Αθήνα 2005, μετ. Κ. Παπαγιώργης και Γ. Πρελορέντζος, επιμ.-επίμετρο: Γιάννης Πρελορέντζος [1907]) οικοδόμησε μια ολόκληρη μεταφυσική οντολογία πάνω στην έννοια της élan vital («ζωική ορμή»). Απώτερος φιλοσοφικός της πρόδρομος ήταν η έννοια της βούλησης (Wille) στον Άρθουρ Σοπενχάουερ, που αναδιατυπώνεται ως βούληση για δύναμη (Wille zur Macht) στον Νίτσε. Οι βουλησιαρχικές φιλοσοφίες στον δέκατο ένατο αιώνα ήταν παράλληλο ρεύμα με τις βιταλιστικές ιδέες στην ιατρική.
  5. Για την ανασύσταση αυτής της σύντομης ιστορίας τής ιατρικής, βλ. κυρίως Erwin H. Ackerknecht (με συμπληρώσεις Α.Η. Murken), Ιστορία τής ιατρικής, μετ. Β. Πασχάλης – Γ. Ηλιάδης – Β. Καρατζούλης (Μαραθιάς: Αθήνα 1998). Συμπληρωματικά, βλ. Σωτηρίου Τσούρα, Μαθήματα ιστορίας τής ιατρικής (Ιδ. έκδ.: Θεσσαλονίκη 1980).
  6. Georges Canguilhem, Το κανονικό και το παθολογικό, πρόλ. Michel Foucault, μετ.-επιμ.-επίμετρο: Γιώργος Φουρτούνης (Νήσος: Αθήνα 2007), σελ. 358-9.
  7. Για την ανάπτυξη της ψυχολογίας ως κλινικού κλάδου, βλ. Robert Thomson, Η ιστορία τής ψυχολογίας, μετ. Δημοσθένης Αποστολόπουλος (Κάλβος: Αθήνα χ.χ. [1968])· για μια σύντομη ιστορία τής ψυχιατρικής, βλ. Βάσια Λέκκα, Ιστορία και θεωρία τής ψυχιατρικής, πρόλ. Δ.Ν. Πλουμπίδη (futura: Αθήνα 2012).
  8. Ό,τι ο Ιβάν Ίλλιτς περιέγραψε στο βιβλίο του Ιατρική νέμεση. Η απαλλοτρίωση της υγείας, μετ. Βασίλης Τομανάς (Νησίδες: Σκόπελος 2010 [1975]) ως «ιατρογενέσεις» – τις οποίες υπάγει σε τρεις κατηγορίες: κλινική, κοινωνική και πολιτισμική. Ως ανυπέρβλητος κριτικός των σύγχρονων θεσμών, ο Ίλλιτς δείχνει σε όλο το μήκος τού έργου του πώς οι θεσμοί που γέννησε ο νεωτερικός ευρωπαϊκός πολιτισμός υπηρετούν μέχρις ένα σημείο ανάπτυξής τους τούς σκοπούς χάριν των οποίων σχεδιάστηκαν, αλλ’ από το κρίσιμο αυτό σημείο και πέρα γίνονται ευθέως αντιπαραγωγικοί – τα σχολεία παράγουν αμάθεια, η ιατρική παράγει αρρώστια, οι συγκοινωνίες παράγουν καθυστέρηση, κ.ο.κ. Σε ό,τι αφορά ειδικώς την ιατρική, αναγνωρίζει τη συμβολή της σε μια γενική βελτίωση του καθεστώτος υγείας μέχρι τα τέλη τού δέκατου ένατου αιώνα, παρότι αυτή οφειλόταν όχι τόσο σε στενά κλινικού όσο σε κοινωνικού-χωροταξικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τη διατροφή, τη δημόσια καθαριότητα, την ύδρευση, τη δημιουργία αποχετευτικών συστημάτων, κτλ.· από το σημείο αυτό και πέρα, δείχνει τις ολέθριες συνέπειες που είχε η υπέρμετρη ανάπτυξη και τεχνολογικοποίησή της, και κυρίως το πώς αποδυναμώνει  θεμελιώδεις κοινωνικές και πολιτισμικές ικανότητες. Αποκαλύπτει την πολιτική εξουσία που ασκεί και καταγγέλλει προφητικά τη σκηνοθεσία «τελετουργικών κρίσης» τα οποία παρέχουν στην ιατρική «μιαν άδεια που κανονικά μόνον ο στρατός μπορεί να διεκδικεί»… Για την αντίστοιχα διεισδυτική κριτική του στους εκπαιδευτικούς θεσμούς, με την οποία συνδέθηκε προπαντός το όνομά του, βλ. Ivan Illich, Κοινωνία χωρίς σχολεία, μετ. Β. Αντωνόπουλος – Β. Ποταμιάνος (Βέργος: Αθήνα 1976 [1971]).  
  9. Susan Sontag, Η νόσος ως μεταφορά / To AIDS και οι μεταφορές του, μετ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος και Στέφανος Ροζάνης (Ύψιλον: Αθήνα 1993 [1991]), σελ. 13-15 passim.
  10. Βλ. Giorgio Agamben, Homo Sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, μετ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, επιμ.-επίμετρο: Γιάννης Σταυρακάκης (Scripta: Αθήνα 2005 [1995]), ιδίως το τρίτο μέρος, «Το στρατόπεδο ως βιοπολιτικό παράδειγμα της νεωτερικότητας».
  11. Canguilhem, ό.π., σελ. 62-3.
  12. Βλ., μεταξύ άλλων, Jean Hamburger, Δύναμη και αδυναμία. Οι μεταμορφώσεις τής ιατρικής και του ανθρώπου, επίμετρο: J. Hamburger/J. Monod, μετ. Γεώργιος Κ. Χατζόπουλος, επιμ. Γεώργιος Λογαράς (Ράππα: Αθήνα 1974 [1972])· Dr. Paul Margerie, Ο θάνατος της ιατρικής, μετ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος (Καστανιώτη: Αθήνα 1980 [1976])· Guido Ceronetti, Η σιωπή τού σώματος. Στοιχεία για τη μελέτη τής ιατρικής, μετ. Irene Maradei (Ροές: Αθήνα 1998 [1979])· Michael Fitzpatrick, Η τυραννία τής υγείας, μετ. Άσπα Γολέμη, επιμ. Βαγγ. Γεωργίου και Θαν. Παπαγεωργίου (Πολύτροπον: Αθήνα 2004 [2001]).
  13. Μια από τις πρώτες και εκτενέστερες τέτοιες μελέτες είναι του Jean Ziegler, Οι ζωντανοί και ο θάνατος, μετ. Βασίλης Παπαβασιλείου (Μάλλιαρης-Παιδεία: Αθήνα 1982 [1975]), με άκρως αποκαλυπτικά παραδείγματα από την Αφρική και κυρίως από τη Βραζιλία.
  14. Μία από τις καλύτερες ανθρωπολογικές μελέτες για τα νοσοκομεία/ψυχιατρεία ως μικροκοινωνίες με τη δικής τους κουλτούρα, ιεραρχία και τους δικούς τους ρητούς και υπόρρητους κανόνες συμπεριφοράς παραμένει το Erwin Goffman, Άσυλα, μετ. Ξενοφών Κομνηνός, πρόλ. Γρηγόρης Αμπατζόγλου (Ευρύαλος: Αθήνα 1994 [1961]).
  15. Margaret Lock, “Introduction” στο Margaret Lock & Debora Gordon [επιμ.], Biomedicine examined (Kluwer Academic Publishers: Ντορντρέχτη 1988), σελ. 3.