Τον Σεπτέμβριο του 2008, η 4η μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα των ΗΠΑ (μετά τις Goldman Sachs, Morgan Stanley και Merrill Lynch) οδηγείται στην πτώχευση, συμπαρασύροντας με αλυσιδωτές αντιδράσεις ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία σε μία κρίση, που σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, ξεπερνά σε δυναμική, ακόμη και το κραχ του ΄29.
 
Η περίοδος από τα μέσα του Σεπτέμβρη μέχρι και τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη σημαδεύεται από μια άνευ προηγουμένου έλλειψη ρευστότητας, με τους καταθέτες να αποσύρουν τεράστια κεφάλαια και τις τράπεζες να αρνούνται να δανείσουν η μία την άλλη. Αυτό που ακολούθησε θυμίζει το φαινόμενο της χιονοστιβάδας. Τη μία μέρα λήγουν προθεσμιακές καταθέσεις, τις οποίες οι δανειστές αρνούνται να ανανεώσουν, και την επομένη σε αυτές προστίθενται νέες, γιγαντώνοντας την ήδη καταστροφική έλλειψη ρευστού.
 
Στα καλά χρόνια, οι τράπεζες είχαν φροντίσει να αυξήσουν σημαντικά το δανεισμό ιδιωτών και επιχειρήσεων, χωρίς ωστόσο να συγκεντρώνουν κεφάλαια για να εξασφαλιστούν σε περίπτωση οποιασδήποτε απώλειας. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούσαν πως μπορούν να βασίζονται σε τρίτα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την εξασφάλιση ρευστότητας, με αποτέλεσμα την στιγμή της κατάρρευσης να παρακολουθούν έντρομοι τις κλειστές αγορές.
 
Αναφερόμενος στα διδάγματα της κρίσης, ο Lord Turner, πρώην επικεφαλής της FSA, δηλώνει στο Guardian: «Για μένα, αυτό που μπορούμε να διδαχτούμε είναι πως οι ρίζες της κρίσης βρίσκονται πολύ βαθιά… Μπορείτε να πάτε πίσω και να ρωτήσετε, αν είχαμε κάνει κάτι διαφορετικό το 2007 θα μπορούσε να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά τα πράγματα? Αλλά δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Είχαμε δημιουργήσει ένα σύστημα, ήδη πριν το 2006, με τέτοια συσσώρευση χρέους, που ήταν εγγενώς ασταθές και επρόκειτο να οδηγήσει σε μια μαζική κρίση.»
 
Τα πρώτα προβλήματα εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ με την αγορά ενυπόθηκων δανείων. Πολλά στεγαστικά δάνεια, δόθηκαν σε δανειστές, οι οποίοι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να κατορθώσουν να τα αποπληρώσουν. Στην συνέχεια τα επισφαλή αυτά δάνεια ομαδοποιήθηκαν με άλλα ασφαλέστερα και πουλήθηκαν σε διάφορες τράπεζες παγκοσμίως, με τη λογική ότι θα απέδιδαν μεγάλο όφελος με μικρό ρίσκο. Η λογική ήταν ακόμη πως τα δάνεια δεν θα «κοκκίνιζαν» όλα μαζί ταυτόχρονα. Αλλά αυτή η λογική ήταν εσφαλμένη, αν και υιοθετήθηκε παγκοσμίως.
 
Το 2011, ο Paul Volcker, πρώην επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, απέδιδε την κρίση σε μία «αδικαιολόγητη πίστη στη λογική ακολουθία, στην επάρκεια των αγορών και τις τεχνικές της μοντέρνας οικονομίας».
 
Πέντε χρόνια μετά την πτώχευση της Lehman Brothers, μεγάλα βρετανικά (και όχι μόνο) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παραμένουν υπό κρατικό έλεγχο (RBS, Lloyds),  η έλλειψη ρευστότητας εξακολουθεί να ταλανίζει τον επιχειρηματικό (και όχι μόνο) κόσμο και πλήθος χωρών παλεύουν να πληρώσουν το χρέος τους (μεταξύ αυτών και η Μ. Βρετανία).
 
Την ίδια ώρα, βέβαια, υπάρχουν και αυτοί που κερδοφορούν.
 
Η πτώχευση της Lehman μπορεί να έδωσε το έναυσμα για την παγκόσμια οικονομική κρίση, χάρισε όμως και μεγάλα κέρδη σε δικηγορικές εταιρείες και νομικούς συμβούλους, που ανέλαβαν τις περισσότερες από 80 πτωχευτικές διαδικασίες εναντίον της.

Μέχρι τις 15 Μαρτίου, ο ευρωπαϊκός βραχίονας της Lehman, Lehman Brothers International Europe, είχε καταβάλει 650 εκατ. στερλίνες ( ή αλλιώς 1 δις δολ.) σε αμοιβές ή περίπου το 2,3% των κεφαλαίων που επρόκειτο να επιστρέψει στους πιστωτές της.   Στη Νέα Υόρκη πάλι, η Lehman Brothers Holdings έχει πληρώσει περισσότερα από 2 δισ. δολ. σε νομικά έξοδα και άλλες δαπάνες, μεταξύ των οποίων υπολογίζονται και οι αμοιβές των συμβούλων Weil, Gotshal & Manges και των ειδικών επί θεμάτων αναδιάρθρωσης Alvarez & Marsal.

Αν και οι αμοιβές υπολογίζεται από ειδικούς, πως κινούνται στα φυσιολογικά επίπεδα για έναν οργανισμό του μεγέθους της LBHI, το ποσό δεν σταματά να αυξάνεται.

(Πηγές: Financial Times, Guardian)