Το γνωστό μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ Η συνωμοσία κατά της Αμερικής ξεκινάει από ένα επινοημένο ιστορικό γεγονός: ο Τσαρλς Λίντμπεργκ, ήρωας της αεροπορίας, φανατικός απομονωτιστής και δηλωμένος εχθρός των Εβραίων, θριαμβεύει έναντι του Φραγκλίνου Ρούζβελτ στις προεδρικές εκλογές του 1940. Μόλις αναλαμβάνει την προεδρία, ο Λίντμπεργκ υπογράφει ένα σύμφωνο εγκάρδιας συνεννόησης των ΗΠΑ με τη ναζιστική Γερμανία, μετά με την Ιαπωνία, ενώ ακολουθούν μέτρα κατά των Εβραίων. Έναυσμα του Ροθ, όπως έχει πει ο ίδιος, ήταν η ανάγνωση της αυτοβιογραφίας του Άρθουρ Σλέσινγκερ του νεότερου (ιστορικού, εμβληματικού φιλελεύθερου διανοούμενου και στελέχους των Δημοκρατικών), όπου ο συγγραφέας αναφέρει ότι η δεξιά πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων ήθελε τον Λίντμπεργκ ως υποψήφιο. «Τι θα είχε συμβεί αν...», σημείωσε ο Ροθ στο περιθώριο μιας σελίδας, καθώς διάβαζε τον Σλέσινγκερ.
Κι αν είχαν αθωωθεί;¹
Το γνωστό μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ Η συνωμοσία κατά της Αμερικής² ξεκινάει από ένα επινοημένο ιστορικό γεγονός: ο Τσαρλς Λίντμπεργκ, ήρωας της αεροπορίας, φανατικός απομονωτιστής και δηλωμένος εχθρός των Εβραίων, θριαμβεύει έναντι του Φραγκλίνου Ρούζβελτ στις προεδρικές εκλογές του 1940. Μόλις αναλαμβάνει την προεδρία, ο Λίντμπεργκ υπογράφει ένα σύμφωνο εγκάρδιας συνεννόησης των ΗΠΑ με τη ναζιστική Γερμανία, μετά με την Ιαπωνία, ενώ ακολουθούν μέτρα κατά των Εβραίων. Έναυσμα του Ροθ, όπως έχει πει ο ίδιος, ήταν η ανάγνωση της αυτοβιογραφίας του Άρθουρ Σλέσινγκερ του νεότερου (ιστορικού, εμβληματικού φιλελεύθερου διανοούμενου και στελέχους των Δημοκρατικών), όπου ο συγγραφέας αναφέρει ότι η δεξιά πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων ήθελε τον Λίντμπεργκ ως υποψήφιο. «Τι θα είχε συμβεί αν…», σημείωσε ο Ροθ στο περιθώριο μιας σελίδας, καθώς διάβαζε τον Σλέσινγκερ.
Το βιβλίο του Ροθ, το οποίο έγινε και επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά, εντάσσεται σε ένα ολόκληρο ρεύμα που ονομάζεται counterfactual ή virtual history και μας έχει δώσει πολλούς καρπούς, όχι μόνο καθαυτό λογοτεχνικούς, αλλά και άλλους που κινούνται στο μεταίχμιο ιστορικού δοκιμίου και μυθοπλασίας. Οι ιστορικοί, κατά κανόνα, είναι πολύ αρνητικοί απέναντι σε τέτοιεςαπόπειρες, καθώς θα μας λένε ότι η ιστορία δεν ασχολείται με το τι θα μπορούσε να συμβεί, αλλά με το τι συνέβη. Και μας προειδοποιούν για τον κίνδυνο να βουλιάξουμε σε έναν απέραντο ωκεανό εικοτολογιών και «χαμένων ευκαιριών», πασπαλισμένων με μπόλικο πόνο και «αχ», για το πώς μπορούσαμε να έχουμε μεγαλουργήσει, αν είχαμε αποφύγει τη μοιραία «στραβοτιμονιά»: τι θα συνέβαινε αν δεν πέθαινε ο βασιλιάς Αλέξανδρος από δάγκωμα μαϊμούς το 1920, ποια θα ήταν η έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας αν ο Βενιζέλος δεν είχε χάσει τις εκλογές λίγες μέρες μετά, τι θα γινόταν αν δεν είχε ανοίξει η Κερκόπορτα το 1453…Πράγματι, όπως–για να κάνω μια αδρομερή παρομοίωση –η ζωολογία ασχολείται με τα υπαρκτά ζώα (και όχι αυτά που θα μπορούσαν να έχουν ενδεχομένως υπάρξει), έτσι και η ιστορία ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν, όπως συνέβησαν, και όχι με μαντεψιές για το τι θα μπορούσε να έχει γίνει «εάν».
Παρά ταύτα, το είδος αυτό της εναλλακτικής ιστορίας, που φλερτάρει με το παίγνιο, μπορεί, με κάποια όρια, να είναι ζωογόνο για τη σκέψη. Καταρχάς, μας δείχνει ότι δεν υφίσταται μια σιδερένια νομοτέλεια, ότι σε κάθε συγκυρία και κατάσταση υπάρχουν δέσμες δυνατοτήτων, ενδεχόμενα και δυναμικές. Και αυτό μπορεί να μας φωτίσει όχι εκείνα που θα γίνονταν, αλλά αυτά που έγιναν: να μας βοηθήσει να καταλάβουμε, δηλαδή, ποια αίτια, λόγοι, πρόσωπα και αποφάσεις έπαιξαν κρίσιμο ρόλο και τα πράγματα πήραν τον δρόμο που πήραν.
Ας φανταστούμε λοιπόν ότι η Χρυσή Αυγή είχε μπει στη Βουλή το 2019 (της έλλειψαν μόλις 4.000 ψήφοι, περίπου μία ανά 5 εκλογικά τμήματα). Και επίσης ότι τον Οκτώβριο του 2020 είχαν καταδικαστεί μόνο ο Ρουπακιάς, ο Πατέλης και κάποια ακόμα στελέχη, ίσως και ο Λαγός, αλλά όλη η ηγετική ομάδα είχε αθωωθεί και η ΧΑ δεν είχε κηρυχθεί εγκληματική οργάνωση. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια τι θα ακολουθούσε, καταλαβαίνουμε όμως ξεκάθαρα τα τρομακτικά πολιτικά και αξιακά συνεπαγόμενα μιας τέτοιας απόφασης· με δυο λόγια, πόσο τεράστια σφαλιάρα για το αντιφασιστικό κίνημα και τη δημοκρατία θα ήταν, πόσο τρόμο θα ένοιωθαν πολλοί και πολλές, πρώτα από όλα οι μετανάστες.
Ένα τέτοιο σενάριο σήμερα φαντάζει, εκτός από εφιαλτικό, και απίθανο. Και όμως, δεν ήταν. Αρκεί να θυμηθούμε τη στάση που κράτησε η εισαγγελέας («εισαγγελέας υπεράσπισης», όπως χαρακτηριστικά είχε αποκληθεί) Αδαμαντία Οικονόμου, σε όλη τη δίκη, με αποκορύφωμα την απαλλακτική της πρόταση. Ας θυμηθούμε ακόμα την έντονη δυσπιστία που εξέφραζαν πολλοί, ανάμεσά τους και κοντινοί μας άνθρωποι, για την έκβαση, για το κατηγορητήριο που δεν ήταν «δεμένο» κλπ. Καθόλου αυτονόητη, εύκολη ή δεδομένη δεν ήταν η καταδίκη.Έχει λοιπόν αξία να δούμε πώς φτάσαμε σε αυτό το επίτευγμα, και τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με το απευκταίο, αλλά πιθανό σενάριο. Ας θυμηθούμε πώς μια δράκα ανθρώπων (με επικεφαλής τον εμβληματικό Δημήτρη Ψαρρά) πίστεψαν εξαρχής στο δίκιο και αγωνίστηκαν γι’ αυτό· τον ρόλο της πολιτικής αγωγής, που με αυταπάρνηση, πάθος και αξιοσύνη έδωσε τη μάχη· την καθοριστική συμβολή πρωτοβουλιών όπως το Golden Dawn Watch και το Jail Golden Dawn στη δημοσιοποίηση της δίκης· το αντιφασιστικό κίνημα, τους πολίτες που κινητοποιήθηκαν σε όλη την Ελλάδα· τους δικαστικούς που τίμησαν τη δικαιοσύνη και το δίκιο· την απαράμιλλη στάση της Μάγδας Φύσσα.
«Εγκληματική οργάνωση»: η κρίσιμη σημασία της δικαστικής απόφασης.
Η ΧΑ, με τη βούλα της δικαιοσύνης πλέον, είναι εγκληματική οργάνωση. Πενήντα από τους εξήντα πέντε κατηγορούμενους καταδικάστηκαν γι’ αυτό, ανάμεσά τους και το σύνολο της κοινοβουλευτικής της ομάδας, και μάλιστα εφτά (μεταξύ των οποίων και ο ηγετικός πυρήνας) για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, όχι απλώς συμμετοχή. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Ψαρράς:
«Μπορεί ακόμα να μη διαθέτουμε το ακριβές σκεπτικό των τριών δικαστών που αποφάσισαν ομόφωνα την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης, αλλά είναι σίγουρο ότι η αναμενόμενη καθαρογραφή της απόφασης θα τεκμηριώνει δύο θεμελιακά στοιχεία: πρώτον, την ταύτιση της δομής του “πολιτικού κόμματος” Χρυσή Αυγή με τη δομή μιας εγκληματικής οργάνωσης, και δεύτερον, τη συγκρότηση της εγκληματικής δράσης με βάση τη φανατική ναζιστική ιδεολογία της ηγετικής ομάδας. Το πρώτο στοιχείο προκύπτει από την απόφαση που καταδίκασε ως “διευθυντές” της εγκληματικής οργάνωσης, σε βαρύτερες ποινές, τους κατηγορούμενους βουλευτές που μετείχαν στο Πολιτικό Συμβούλιο του “κόμματος”. Το δεύτερο, από την υπόδειξη της ναζιστικής ιδεολογίας ως βασικού κινήτρου για την άσκηση βίας και τρομοκρατίας στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, όπου η Χρυσή Αυγή ακολουθούσε πιστά το υπόδειγμα των Ταγμάτων Εφόδου του χιτλερικού NSDAP».³
Ας μην ξεχνάμε ότι η ΧΑ ήταν κάτι πολύ παραπάνω από μια ισχυρή ακροδεξιά οργάνωση. Είχε τέσσερα μοναδικά χαρακτηριστικά, μοναδικά στον συνδυασμό τους σε διεθνές επίπεδο, που την έκαναν και μοναδικά επικίνδυνη: α) δεν ήταν φασιστική, αλλά νεοναζιστική, β) είχε οργανωμένη εγκληματική δράση, που εκδηλώθηκε με πολλούς τρόπους και αιχμή τα Τάγματα Εφόδου γ) είχε μαζικότητα, η οποία εκφράστηκε και με την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση για εφτά συνεχή χρόνια δ) κατάφερε να βγει από το περιθώριο και να εμφανίζεται πρώτη πίστα σε τηλεοπτικές εκπομπές, να καλλιεργεί δεσμούς με ιεράρχες, πολιτικούς, δημοσιογράφους, να δημιουργεί θύλακες σε κομμάτια του κρατικού μηχανισμού (ιδίως στην αστυνομία).
Η καταδίκη καταφέρει αποφασιστικό πλήγμα στην κοινωνική απήχηση και τις συμμαχίες της Χρυσής Αυγής, σε όλα τα επίπεδα– από τους «νοικοκυραίους» μέχρι μεγαλοδημοσιογράφους ή υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους. Γιατί με καταδικασμένους εγκληματίες δεν θέλουν να έχουν σχέση ούτε οι «νοικοκυραίοι» (που άκουγαν με ικανοποίηση τις ιστορίες για τους χρυσαυγίτες που βοηθούσαν τις γιαγιάδες στα ΑΤΜ, «ξεβρώμιζαν» τον τόπο από τους ξένους ή διαδήλωναν για τα Ίμια) ούτε όμως οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί, οι στρατηγοί και οι ιεράρχες που την ευλογούσαν (που την έβλεπαν ως «εθνικό κεφάλαιο» ή, τερπόμενοι από τη θεωρία των δύο άκρων, τη θεωρούσαν ότι είναι όπλο στον αντισυριζικό αγώνα) κλπ. Εδώ, όλο το βάρος δεν πέφτει στο «εγκληματίες», αλλά στο «καταδικασμένοι». Και αυτό δεν έχει να κάνει με το τεκμήριο της αθωότητας, αλλά με το ότι στην Ελλάδα, ιστορικά, η ακροδεξιά πάντα τρεφόταν πολλαπλώς (ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά, σε επίπεδο προσώπων και μηχανισμών) και αντλούσε ισχύ από τη σχέση της με το κράτος. Η ποινική δίωξη αρχικά και η καταδίκη εν τέλει σηματοδοτούν το κόψιμο του συνδετικού ιστού της ΧΑ με το κράτος. Όσο το κράτος και το πολιτικό σύστημα ανεχόταν και χάιδευε τη Χρυσή Αυγή, τότε πολλοί μπορούσαν να εκδηλώνουν τη συμπάθεια, το ενδιαφέρον ή την έλξη τους, να ασχολούνται με το λάιφ στάιλ των γάμων των στελεχών της· τώρα πια, είναι κομμάτι πιο δύσκολο να τα νιώσει κανείς ή, τουλάχιστον, να τα εκδηλώσει.
Η καταδίκη, όμως, αποτελεί αποφασιστικό πλήγμα και για μια σειρά αντιλήψεις, εξαιρετικά διαδεδομένες στον χώρο της Αριστεράς και του κινήματος, και εξαιρετικά βλαβερές: ότι η δικαστική δίωξη θα «ηρωοποιήσει» τους χρυσαυγίτες, ότι η δικαστική μάχη δεν έχει σημασία, ότι το κατηγορητήριο δεν ήταν «δεμένο», ότι ο φασισμός δεν νικιέται στα δικαστήρια κ.ο.κ. Αποδείθηκαν τα ακριβώς αντίθετα. Η δίωξη διέλυσε τη ΧΑ: δεν υπάρχει πιο εύγλωττη εικόνα από τα ηγετικά στελέχη που, αντί να «ακονίζουν τις λόγχες στα πεζοδρόμια» εκλιπαρούσαν περιδεή για ελαφρυντικά τη «σάπια δικαιοσύνη», που δεν μπόρεσαν να ψελλίσουν δυο λόγια καταγγελίας, να μαζέψουν τις στρατιές τους απέξω»– και ας μην ξεχνάμε ότι η δίκη συνετέλεσε καθοριστικά στο να μείνει εκτός Βουλής η ΧΑ. Αποδείχθηκε ότι η δικαστική μάχη έχει σημασία, όχι μόνο επειδή οδήγησε στην καταδίκη, αλλά και επειδή μέσα στην αίθουσα ξετυλίχτηκε, μέσα από τις καταθέσεις και τα τεκμήρια, το κουβάρι της εγκληματικής δράσης της ΧΑ, τα Τάγματα Εφόδου, οι εντολές, η ιεραρχία της. Ο φασισμός, τέλος, φάνηκε ότι μπορεί να νικηθεί στα δικαστήρια, αρκεί να μη βουτηχτούμε σε ένα πέλαγος από εκτιμήσεις, μεμψιμοιρίες και δαιμονολογίες, αλλά να δώσουμε τη μάχη έξω από την αίθουσα αλλά και μέσα από αυτή, όπως έκανε υποδειγματικά η πολιτική αγωγή.
Η ακροδεξιά είναι εδώ–και θα μείνει
Η καταδικαστική απόφαση λοιπόν αποδιάρθρωσε την ΧΑ, πιθανόν και να την εξαφανίσει. Με την ηγετική ομάδα στη φυλακή, με τη ΧΑ καταδικασμένη ως εγκληματική οργάνωση και εκτός Βουλής, ήδη διασπασμένη στα τρία, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συντρέξουν εκείνες οι προϋποθέσεις που την έκαναν τρίτο κόμμα. Θα δούμε ομάδες που θα εμπνέονται από το μύθο της, επιθετικές και επικίνδυνες, αλλά κατά τη γνώμη μου δεν έχουν καμιά σχέση με τις ανατριχιαστικές μέρες της παντοδυναμίας της μετά το 2012.
Ακόμα κι έτσι όμως, με την ακροδεξιά δεν έχουμε ξεμπερδέψει. Πώς άλλωστε; Αποτελεί πανευρωπαϊκό φαινόμενο που ανθεί ξανά στα χρόνια της κρίσης, ενώ στα καθ’ημάς έχει μακρά παράδοση, από τα χρόνια του Μεσοπολέμου ήδη, και μεγάλες ιδεολογικές και κοινωνικές δεξαμενές από όπου αρδεύεται. Το βλέπουμε άλλωστε κάθε μέρα, με τα πρόσφατα γεγονότα στη Σταυρούπολη και τις επιθέσεις στο Νέο Ηράκλειο και αλλού. Το βλέπουμε επίσης, με άλλο τρόπο, σε όψεις της κυβερνητικής πολιτικής, ιδίως στο προσφυγικό/μεταναστευτικό, με τις θριαμβολογίες για τον «μηδενισμό» των ροών και τις δοξολογίες για τους φράχτες.
Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μια άποψη που κυκλοφορεί ευρέως τον τελευταίο καιρό. Με δυο λόγια: μπορεί η ΧΑ να καταδικάστηκε, αλλά αυτό έχει μικρή αξία, αφού η ΧΑ έχει κατακλύσει την κυβέρνηση, ακροδεξιές ομάδες δρουν, ο Βελόπουλος είναι στη Βουλή κλπ. Δεν συμμερίζομαι διόλου την άποψη αυτή, και εξηγώ τους λόγους.
Καταρχάς, υποτιμάει τη σημασία της καταδίκης, τον διαρκή κίνδυνο για τη δημοκρατία αλλά και την ανθρώπινη ζωή που συνιστούσε η ΧΑ, την ανακούφιση που αισθάνθηκαν χιλιάδες άνθρωποι, ιδίως σε γειτονιές μεταναστών που τις πλάκωνε ο τρόμος. Και ας σκεφτούμε, ακόμα, πώς θα μπορούσε να δράσει η ΧΑ εν μέσω πανδημίας, να ηγηθεί στο αντιεμβολιαστικό κίνημα.
Δεύτερον, μια τέτοια στάση δεν κάνει αναγκαίες διακρίσεις– όπως η διάκριση μεταξύ Ελληνικής Λύσης και ΧΑ, μεταξύ ακροδεξιών ιεραρχών και νεοναζί, μιας κυβέρνησης που «ορμπανοποιείται» στο προσφυγικό, αλλά δεν είναι ακροδεξιά και χρυσαυγίτικη. Οι διακρίσεις αυτές είναι απαραίτητες όχι για λόγους αβρότητας, αλλά πολιτικής ορθοκρισίας και αποτελεσματικότητας. Αλλιώς φτιάχνουμε ένα «πανφασιστικό» καζάνι, όπου βράζουν αδιακρίτως τα πάντα: ΧΑ, ΝΔ, Βελλόπουλος, ΜΜΕ, ιεράρχες, ενίοτε και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Και επί του πρακτέου, εξομοιώνοντας ΝΔ και ΧΑ, δεν καταφέρνεις να στιγματίσεις τη ΝΔ, αλλά να σχετικοποιήσεις τον νεοναζισμό· γιατί, προφανώς, δεν εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ΝΔ είναι ναζιστική, αλλά ότι η ΧΑ ήταν κάτι περίπου μπανάλ.
Τέλος, ας μην υποτιμάμε τις συνέπειες μιας ενδεχόμενη αθώωσης για την όλη, εκτός ΧΑ, ακροδεξιά. Μια τέτοια εξέλιξη (όπως και η παραμονή της ΧΑ στη Βουλή) είναι βέβαιο ότι θα είχε στρέψει ακόμα πιο (ακρο) δεξιά το πολιτικό σκηνικό, θα είχε ενισχύσει σοβαρά όλες τις ακροδεξιές, ξενοφοβικές, μισαλλόδοξες τάσεις και φωνές εντός και εκτός κυβέρνησης.
Τι να κάνουμε;
Η ακροδεξιά είναι εδώ και θα παραμείνει. Κλείνοντας λοιπόν, μερικές σκέψεις για τη δράση μας.
α)Ο αντιφασιστικός αγώνας χρειάζεται πλατιές συμμαχίες. Παρότι ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι κορμός του αντιφασιστικού κινήματος, πολιτικά και οργανωτικά, είναι η Αριστερά και ο αντιεξουσιαστικός χώρος, για να είναι νικηφόρος ο αντιφασιστικός αγώνας χρειάζεται συμμαχίες, σε πολλά επίπεδα: πολιτικά, κοινωνικά, θεσμικά, ιδεολογικά. Συμμαχίες, βέβαια, δεν σημαίνει ούτε «σούπες» ούτε ανοίγματα σε τυχοδιώκτες ούτε υποστολή της αγωνιστικότητας σε άλλα μέτωπα. Σημαίνει ότι στη μάχη αυτή το στίγμα είναι ένα: το αντιφασιστικό-αντιακροδεξιό. Έτσι, για παράδειγμα, έχει αξία να βρεθούμε μαζί με ανθρώπους της Εκκλησίας, όπως ο αείμνηστος Παύλος Σισανίου, και ας μας χωρίζουν – και από τις δύο πλευρές– μεγάλες διαφορές και αντιθέσεις· δεν τις ξεχνάμε, αλλά δεν θα τις λύσουμε στο πεδίο του αντιφασισμού. Ή, ένα άλλο παράδειγμα για το πώς ευρύτητα, μαχητικότητα και αποτελεσματικότητα μπορούν να συμβαδίζουν. Ας δούμε τη δραστηριότητα του Σημείου για τη Μελέτη και Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς, μιας πρωτοβουλίας πρόσφατης, που μέσα σε λίγο χρόνο έχει κάνει πολλά και σημαντικά. Το εύρος είναι φανερό από τους ανθρώπους που γράφουν και πλαισιώνουν το εγχείρημα, καθώς από τη θεματολογία· και όμως αυτό το εύρος καθόλου δεν κάνει πιο χλιαρό το εγχείρημα, αντίθετα το εμπλουτίζει, του προσδίδει δυναμισμό και ζωντάνια.
β) Ο καθένας που ενδιαφέρεται ειλικρινά για τον αγώνα κατά της ακροδεξιάς πρέπει, για να το πω λαϊκά, να κοιτάζει τη δική του «καμπούρα» και όχι την «καμπούρα» του άλλου. Λυδία λίθος για κάθε πολιτική δύναμη, ως προς τον αντιφασισμό, είναι και το να κάνει η ίδια κριτική στις πράξεις της. Παράδειγμα: ο Μπαλτάκος είναι μαύρη κηλίδα για τη ΝΔ· επίσης και ο Μπογδάνος και ο Θάνος Πλεύρης. Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν μπορεί να μιλάει μόνο γι’ αυτούς, κλείνοντας τα μάτια στα του οίκου του· πρέπει να μιλήσει και για το Καστελόριζο. Όχι επειδή είναι πιο σημαντικό (ή πιο ασήμαντο), αλλά επειδή είναι η δική του ντροπή. Και οι δεξιοί που συντάσσονται στον αγώνα κατά της Ακροδεξιάς (ναι, υπάρχουν και τέτοιοι, και πρέπει με κάθε τρόπο να τους βρούμε και να τους ενθαρρύνουμε) οφείλουν να μιλήσουν για τον Μπαλτάκο, τον Μπογδάνο και τον Πλεύρη. Είναι κηλίδες τα παραπάνω, κι όχι ράμματα για τη γούνα του αντιπάλου. Και όταν αυτά κυριαρχούν σε αντεγκλήσεις, τότε καταλαβαίνουμε ότι η βασική μέριμνα δεν είναι η μάχη κατά της ακροδεξιάς, αλλά ο (υπέρ πάντων) αντισυριζικός ή αντικυβερνητικός αγώνας.
γ)Όχι εφησυχασμός αλλά ούτε και πανικός.Τίποτα δεν τέλειωσε, το βλέπουμε καθημερινά. Άλλωστε, οι νεοναζιστικές ομάδες μπορεί να είναι δολοφονικές, ακόμα και όταν έχουν μικρή δύναμη: η δολοφονική επίθεση κατά των Κουσουρή, Φωτιάδη, Καραμπατσόλη έγινε το 1998, πολύ πριν τις μέρες της αίγλης της ΧΑ, όταν ήταν ακόμα περιθωριακή πολιτικά. Και από την άλλη, πρέπει να αποφύγουμε τη δαιμονοποίηση και την υπερβολή. Τα επεισόδια στη Σταυρούπολη βαράνε καμπάνα από πολλές απόψεις (μεταξύ των άλλων και για την επαναφορά της θεωρίας των άκρων από την κυβέρνηση), αλλά δεν σημαίνουν ότι τα Τάγματα Εφόδου ξεχύθηκαν ξανά στους δρόμους. Ακόμα και από «συνδικαλιστική» υπερβολή, δεν είναι καλό να το λέμε, και πολύ περισσότερο να το πιστεύουμε. Ας μην υποτιμάμε, αλλά και ας μην υπερτιμάμε την πραγματικότητα.
δ) Χρειάζεται σκληρή αντιπαράθεση, ιδεολογική και πολιτική, με την κυβέρνηση, όταν ενσωματώνει και εφαρμόζει την ακροδεξιά ατζέντα, και κατεξοχήν στο προσφυγικό, όπου το τοπίο γίνεται εφιαλτικό. Ο πρωθυπουργός και ο αρμόδιος υπουργός που επαίρονται για τον «μηδενισμό των ροών» και τα νέα κλειστά κέντρα κράτησης, οι επαναπροωθήσεις που πυκνώνουν, η αλαζονεία του Νότη Μηταράκη έναντι όσων (Ελλήνων και ξένων, ατόμων και φορέων) αμφισβητούν τα έργα του, ο «πολεμικός συναγερμός» και οι υπουργοί που κούναγαν τον φράχτη στον Έβρο, να δουν αν αντέχει, την επαύριο της νίκης των Ταλιμπάν– όλα αυτά συνιστούν ακροδεξιά πολιτική και ενισχύουν την ακροδεξιά, εντός και εκτός ΝΔ. Εδώ χρειάζεται και μάχη σκληρή και συμμαχίες. Και πρέπει να αντισταθούμε, γιατί σε μια κοινωνία με μεγάλα αποθέματα ξενοφοβίας και ρατσισμού αλλά και αλληλεγγύης και φιλοξενίας, η κρατική πολιτική, η επίσημη ρότα και η στάση των ΜΜΕ παίζουν καθοριστικό ρόλο, όπως είδαμε και το 2015.
ε) Η ακροδεξιά ανθεί σε συνθήκες κρίσης, πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής. Το βλέπουμε και στο θέμα της πανδημίας και των εμβολίων. Χρειάζεται να το έχουμε αυτό κατά νου, και στον λόγο και στη δράση μας. Όταν μια περιοχή ζει σε συνθήκες ανεργίας και υποβάθμισης, τα αντιφασιστικά κηρύγματα και οι λόγοι για τη δημοκρατία μπορεί να ηχούν κούφια, όταν δεν αγγίζουν τη ζωή και την καθημερινότητα. Δεν είναι τυχαία η ανάπτυξη της ΧΑ σε προνομιακούς για αυτήν τόπους όπως το Πέραμα ή ο Άγιος Παντελεήμονας. Ο αντιφασιστικός αγώνας πρέπει απαραιτήτως να έχει και κοινωνική ταξική διάσταση (χωρίς να περιορίζεται πάντως σε αυτή), να αφορά τις συνθήκες ζωής και την καθημερινότητα, αλλιώς κινδυνεύει να απολήγει σε καλοπροαίρετες νουθεσίες ή εκθέσεις ιδεών. Έτσι, πολλές φορές μια δράση αλληλεγγύης, μια δομή υποστήριξης, ένα κοινωνικό συσσίτιο αλληλεγγύης μπορεί, κι ας μην το καταλαβαίνουμε άμεσα, να αποτελεί πολύ ουσιαστική συμβολή στον αγώνα κατά της ακροδεξιάς.
Θα κλείσω από εκεί από όπου ξεκίνησα, με την ιστορική απόφαση της 7.10.2020. Είναι έργο πολλών ανθρώπων που πάλεψαν, που πίστεψαν στο δίκιο, που έδωσαν την ψυχή τους. Όλοι όσοι και όσες είχαμε κάποια συμμετοχή, έστω και μικρή ας τη γιορτάσουμε όπως της αξίζει, κάνοντας τα όσα μάθαμε σε όλη τη διάρκειά της και οδηγό για την πορεία μας. Είναι και δική μας αυτή η απόφαση. Ας το νιώσουμε αυτό, χωρίς έπαρση, χωρίς μίσος, αλλά με περηφάνεια και με τη βαθιά ικανοποίηση του δίκιου που κερδίζει.
#1χρόνομετά
Σημειώσεις:
1. O τίτλος δάνειος από το άρθρο του Κωστή Παπαϊωάννου, LiFO, 30.9.2021.
2. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Ηλία Μαγκλίνη, Αθήνα 2007.
3.Δημήτρης Ψαρράς, «Το ναζιστικό έγκλημα και η δικαιοσύνη», Η εφημερίδα των συντακτών, 7.10.2021.
ΥΓ. Το κείμενο μπορεί να διαβαστεί συμπληρωματικά με τα άρθρα του Δημήτρη Ψαρρά και του Κωστή Παπαϊωάννου, που ανέφερα ήδη στις σημειώσεις, ένα άρθρο του Δημήτρη Χριστόπουλου («Τι μάθαμε και τι δεν μάθαμε ένα χρόνο μετά τη δίκη της Χρυσής Αυγής;»,Η Εποχή, 3.10. 2021) και μια συνέντευξη του ίδιου (news 24|7, 30.9.2021)· όλα τα παραπάνω το έχουν τροφοδοτήσει με σκέψεις.